Ο ἱερὸς Αὐγουστῖνος εἶνε μιὰ σάλπιγγα τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ὁ ἦχος της φτάνει στὰ πέρατα τοῦ κόσμου. Εἶνε ἕνας μεγάλος ποταμός, ποὺ ἀρδεύει τὸ γεώργιον τοῦ Θεοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Εἶνε ἕνας κῆπος μὲ ποικίλα ἔγχρωμα ἄνθη, ποὺ ἀποπνέουν ἄρωμα Ὀρθοδοξίας. Εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ δέκα μεγάλα πνεύματα ποὺ ἀνέδειξε ἡ ἀνθρωπότης.
Ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι· «Ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα». Ἔτσι καὶ ἀπὸ λίγες σελίδες τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου μποροῦμε ν᾿ ἀναλογισθοῦμε τὴν τεραστία φυσιογνωμία του.
Θὰ σταθοῦμε σὲ τρία σημεῖα τῆς ζωῆς του.
Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος στὰ παιδικά του χρόνια ἦταν πολὺ ζωηρός. Τὸ σχολεῖο τὸ ἀπέφευγε. Γύριζε στοὺς δρόμους. Ἔκανε παιχνίδια μὲ τοὺς συμμαθητάς του. Πηδοῦσε φράχτες, ἀνέβαινε βουνά. Πῆγε κάποτε στὸν κῆπο ἑνὸς γείτονα καὶ ρήμαξε τὴν ἀχλαδιά του...
Ζωηρὸ παιδί. Ἀλλ᾿ εὐτύχησε νὰ ἔχῃ γονεῖς. Διότι πολλὰ παιδιὰ φαίνεται ὅτι ἔχουν γονεῖς μὰ δὲν ἔχουν. Τὸ νὰ γεννήσῃ κανεὶς παιδὶ εἶνε εὔκολο· εἶνε φυσικὸ φαινόμενο καὶ συναντᾶται σὲ...
ὅλη τὴν φυσιολογικὴ κλίμακα τῶν ζῴων. Ὄχι λοιπὸν τὸ γεννᾶν ἀλλὰ τὸ ἀνατρέφειν, αὐτό εἶνε τὸ δυσκολώτερο. Ἡ ἀνατροφὴ εἶνε «τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν».
Ὁ μικρὸς Αὐγουστῖνος εἶχε γονεῖς. Ὁ πατέρας του ὁ Πατρίκιος, ἂν καὶ εἰδωλολάτρης, ἦταν πολὺ αὐστηρός. Ἦταν χαλινάρι στὴν ζωηρότητα τοῦ παιδιοῦ του, καὶ πολλὲς φορὲς τὸ τιμωροῦσε αὐστηρά. Δὲν ἔμοιαζε μὲ τοὺς σημερινοὺς γονεῖς, ποὺ ἀνέχονται τὰ πάντα κι ἀφήνουν τὰ παιδιὰ ἀσύδοτα.
Πέρασαν τὰ χρόνια κι ὁ πατέρας πέθανε. Στὶς Ἐξομολογήσεις του τὸν μνημονεύει. Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, λέει, διότι μοῦ ἔδωσες αὐστηρὸ πατέρα, ποὺ μὲ συγκρατοῦσε στὴν ἀτίθασο ἡλικία μου.
Αὐστηρὸς ὁ πατέρας, καὶ ὅμως ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος τὸν εὐγνωμονεῖ. Ἀλλὰ περισσότερο εὐγνωμονεῖ τὴν ἁγία του μητέρα, τὴ Μόνικα, ποὺ ὑπενθυμίζει μεγάλες φυσιογνωμίες τῆς παλαιᾶς διαθήκης. Ἡ Μόνικα ἦτο μία ἡρωΐδα ἀφωσιωμένη στὸ παιδί της. Καὶ ὅταν ὁ Αὐγουστῖνος μεγάλωσε καὶ ἐξέκλινε ἀπὸ τὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου καὶ περιέπεσε σὲ πλάνες καὶ σὲ συστήματα ξένα πρὸς τὸν χριστιανισμό, ἡ ἁγία Μόνικα ἔκλαιγε. Πῆγε τότε στὸν ἅγιο ἐπίσκοπο Ἀμβρόσιο Μεδιολάνων καὶ τὸν ρωτοῦσε, ἐὰν ὁ Αὐγουστῖνος θὰ σωθῇ. Καὶ ὁ ἐπίσκοπος ἀπήντησε· «Ὕπαγε εἰς εἰρήνην· παιδί, γιὰ τὸ ὁποῖον ἡ μάνα του χύνει τόσα δάκρυα, εἶνε ἀδύνατον νὰ χαθῇ».
Καὶ πράγματι ἦρθε καὶ γι᾿ αὐτὸν ἡ ὥρα τῆς χάριτος. Μιὰ μέρα, καθὼς βρισκόταν στὸν κῆπο, ἄκουσε μιὰ μυστηριώδη φωνή· Αὐγουστῖνε, «πάρε καὶ διάβασε». Ὑπήκουσε στὴ φωνὴ αὐτή, ὅπως ἄλλοτε ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὑπήκουσε στὴ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἔλεγε «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς…» (Ματθ. 19,21). Ἀπὸ τὴ φωνὴ ἐκείνη συγκλονίσθηκε. Δίπλα του βρέθηκε ἡ ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ μάτια του ἔπεσαν στὸ χωρίο τῆς πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολῆς ὅπου ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει· «Ἡ νύξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός» (Ῥωμ. 13,12).
Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη πῆρε τὴν ὁριστικὴ ἀπόφασι νὰ γίνῃ Χριστιανός.
Καὶ τὸ τρίτο σημεῖο, πολὺ κατάλληλο καὶ ὠφέλιμο στὴ γενεά μας ποὺ ἔστησε εδωλα στὸν ὀρθολογισμὸ καὶ τὸν σκεπτικισμό, εἶνε τὸ ἑξῆς. Διαβάζοντας τὸ Εὐαγγέλιο σκόνταψε ἡ μεγάλη διάνοιά του στὸ σπουδαιότερο δόγμα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, τὸ δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἕνας Θεός, ἀλλὰ τρισυπόστατος, Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα – ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον. Σ᾿ αὐτὸ τὸ δόγμα, στὴν «ἐξίσωσι» αὐτή, ὅτι ἕνα εἶνε τρία καὶ τρία εἶνε ἕνα, σκόνταψε ὡσὰν σὲ πρόβλημα ἀλγέβρας. Ἄλυτο καὶ μυστηριῶδες. Διάβαζε, προσπαθοῦσε νὰ τὸ λύσῃ, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε.
Ζαλισμένος ὅπως ἦτο, ἔκανε περίπατο στὴν παραλία τοῦ Ἱππῶνος, στὴν Ἀφρική. Ἐκεῖ στὴν ἀμμουδιὰ βλέπει ἕνα ξανθὸ χαριτωμένο παιδάκι. Εἶχε ἀνοίξει μιὰ λακκούβα στὴν ἄμμο καὶ μὲ ἕνα κουβαδάκι προσπαθοῦσε νὰ μεταφέρῃ νερὸ ἀπὸ τὴ θάλασσα.
―Τί κάνεις ἐκεῖ, παιδί μου; τὸ ἐρωτᾷ.
Κ᾿ ἐκεῖνο, ποὺ δὲν ἦταν παιδὶ ἀλλὰ ἄγγελος ὑπὸ μορφὴν παιδιοῦ, ἀπαντᾷ·
―Βλέπεις αὐτὴ τὴ θάλασσα; Μ᾿ αὐτὸ τὸ κουβαδάκι θὰ τὴν ἀδειάσω.
―Τί λές, παιδάκι μου; Εἶνε δυνατὸν αὐτό; Ἡ θάλασσα εἶνε ἀνεξάντλητη.
―Ἂν αὐτὸ εἶνε ἀδύνατον, λέει ὁ ἄγγελος, πῶς ζητᾷς ἐσὺ μὲ τὸ μικρό σου μυαλὸ ν᾿ ἀδειάσῃς τὸν ὠκεανὸ τῆς θεότητος;
Σοφὴ ἡ ἀπάντησις. Ἐὰν χωροῦν μέσα σ᾿ ἕνα ποτήρι οἱ ὠκεανοὶ καὶ οἱ θάλασσες, τότε μπορεῖ νὰ χωρέσῃ στὴν μικρὰ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου τὸ μέγα μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος.
Τί διδασκόμεθα ἀπὸ τὰ τρία αὐτὰ σημεῖα; Ἕνα πρᾶγμα· Μὴν ἀπελπίζεσθε. Μακριά ἀπὸ μᾶς ἡ ἀπελπισία.
Γονεῖς! Ζωηρὸς ἦταν ὁ μικρὸς Αὐγουστῖνος, καὶ τὰ σημερινὰ παιδιὰ εἶνε πολὺ ζωηρά. Ἂν ὑποφέρετε ἀπὸ παιδιὰ ἀτίθασα, μὴν ἀπογοητεύεσθε. Ἡ παιδαγωγικὴ ἱστορία διδάσκει, ὅτι τὰ ζωηρὰ παιδιὰ πολλὲς φορὲς ἀναδεικνύονται μεγάλοι ἄνδρες. Ἡ ζωηρότης σὲ πολλὲς περιπτώσεις εἶνε τεκμήριο ζωτικότητος, δεῖγμα ἐνθουσιώδους ἀνθρώπου, ἔνδειξις ὅτι μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ ὑπάρχει ἡφαίστειο· ἔχει ἀνάγκη μόνο ἀπὸ χαλιναγώγησι. Μὴν ἀπελπίζεσθε γιὰ τὰ ζωηρὰ παιδιά. Μεταχειρισθῆτε ὅλα τὰ μέσα τῆς παιδαγωγικῆς· καὶ ἐπιείκεια, καὶ ἔπαινο, καὶ αὐστηρότητα, καὶ πρὸ παντὸς ἀγάπη. Παραπάνω ὅμως ἀπ᾿ ὅλα νὰ γονατίζετε ὅπως ἡ ἁγία Μόνικα ἐμπρὸς στὸ εἰκονοστάσι. Καὶ νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι, ὅταν ἐσεῖς δὲν ὑπάρχετε σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή, τὸ παιδί, ποὺ ἀναθρέψατε ἔτσι, θὰ ἔρθῃ στὸν τάφο σας καὶ θὰ πῇ· Μάνα-πατέρα, σᾶς εὐχαριστῶ!
Ἀκόμα. Πιστοί! Μὴν ἀπελπίζεσθε γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς τῆς γῆς. Μειονότης εἶνε οἱ Χριστιανοὶ ποὺ ζοῦν κατὰ Θεόν· οἱ ἄλλοι, ἡ πλειονότης, εἶνε ψυχροὶ σὰν τὸ Βόρειο Πόλο καὶ ἀδιάφοροι, ἄλλοι δὲ βάναυσοι ἢ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι. Μὴν ἀπελπίζεσθε γι᾿ αὐτούς. Θὰ ἔρθῃ καὶ γι᾿ αὐτοὺς ἡ ὥρα τῆς χάριτος, ὅπως ἦρθε γιὰ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο καὶ ὅπως ἦρθε γιὰ τὸ λῃστή, ποὺ εἶπε τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Μὴν ἀπελπίζεσθε, γονεῖς, γιὰ τὰ παιδιά. Μὴν ἀπελπίζεσθε, πιστοί, γιὰ τοὺς ἀπίστους. Δὲν θὰ νικήσουν τὰ θηρία· θὰ νικήσῃ τὸ ἐσφαγμένον Ἀρνίον, ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος.
Καὶ σεῖς τέλος, Χριστιανοὶ μελετηταί! Μὴ ἀπελπίζεσθε γιὰ τὴν ἁγία Γραφή.
Πολλὲς φορὲς συνέστησα· Διαβάζετε τὴν ἁγία Γραφή. Μοῦ ἀπαντοῦν· Δὲν τὴν καταλαβαίνουμε. Καὶ εἶνε ἀλήθεια, ὅτι ἡ ἁγία Γραφὴ εἶνε θάλασσα ἀπέραντη. Ἀλλ᾿ ὅπως ἡ θάλασσα στὴν παραλία εἶνε ῥηχὴ καὶ μπορεῖ νὰ παίξῃ ἐκεῖ κ᾿ ἕνα μικρὸ παιδί, ἀλλ᾿ ἔχει καὶ βαθειὰ μέρη ποὺ μόνο Δήλιοι κολυμβηταὶ μποροῦν νὰ κολυμπήσουν, ἔτσι εἶνε καὶ ἡ ἁγία Γραφή. Ὑπάρχουν χωρία ποὺ μπορεῖ νὰ τὰ καταλάβῃ κ᾿ ἕνα μικρὸ παιδί· ἀλλ᾿ ὑπάρχουν καὶ χωρία δύσκολα, ποὺ οὔτε ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος οὔτε κανεὶς ἄλλος μπορεῖ νὰ τὰ συλλάβῃ. Ἄφησε, λοιπόν, τὰ βαθειὰ χωρία, καὶ ἀσχολήσου μὲ τὰ σχετικῶς εὔκολα.
Ἐπαναλαμβάνω. Γονεῖς, μὴν ἀπελπίζεσθε γιὰ τὰ παιδιά σας. Πιστοί, μὴν ἀπελπίζεσθε γιὰ τοὺς ἀπίστους καὶ τοὺς ἀθέους. Χριστιανοὶ μελετηταί, μὴν ἀπελπίζεσθε ὅταν δυσκολεύεσθε νὰ καταλάβετε τὴν ἁγία Γραφή.
Διαβάζετέ την ὅπως τὴν διάβαζε ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος. Σᾶς δίδω ἱερὸ κανόνα· διαβάζετε κάθε μέρα τὴν ἁγία Γραφή. Εἶνε καύχημά μας, ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα καυχήματα. Ὅπως ἀπ᾿ ὅλες τὶς γυναῖκες ὁ Θεὸς ἐξέλεξε ὡς μητέρα του τὴν Παρθένο Μαρία, ἔτσι καὶ ἀπ᾿ ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου διάλεξε τὴν ἑλληνικὴ γιὰ νὰ γραφῇ τὸ Εὐαγγέλιό του. Αὐτὸ εἶνε προνόμιο τῆς φυλῆς μας. Ἐν τούτοις οἱ Ἕλληνες δὲν ἀνοίγουμε τὴν ἁγία Γραφή…
Διαβάζετε τὸ Εὐαγγέλιο ἡμέρα καὶ νύχτα. Δὲν εμεθα Χριστιανοὶ ἂν δὲν τὸ διαβάζουμε. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε τὸ ὡραιότερο βιβλίο τοῦ κόσμου. Εἶνε τὸ σύνταγμά μας. Ἐὰν ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἐφαρμόζαμε ὡς σύνταγμα τὸ Εὐαγγέλιο, σήμερα ἡ Ἑλλὰς θὰ ἦταν διεθνὴς παράδεισος, ὑπόδειγμα λαοῦ.
Αὐτὰ τὰ λίγα εἶχα νὰ πῶ σήμερα στὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου, καὶ εθε ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου νὰ σκέπῃ καὶ νὰ φυλάττῃ πάντας ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι· «Ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα». Ἔτσι καὶ ἀπὸ λίγες σελίδες τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου μποροῦμε ν᾿ ἀναλογισθοῦμε τὴν τεραστία φυσιογνωμία του.
Θὰ σταθοῦμε σὲ τρία σημεῖα τῆς ζωῆς του.
Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος στὰ παιδικά του χρόνια ἦταν πολὺ ζωηρός. Τὸ σχολεῖο τὸ ἀπέφευγε. Γύριζε στοὺς δρόμους. Ἔκανε παιχνίδια μὲ τοὺς συμμαθητάς του. Πηδοῦσε φράχτες, ἀνέβαινε βουνά. Πῆγε κάποτε στὸν κῆπο ἑνὸς γείτονα καὶ ρήμαξε τὴν ἀχλαδιά του...
Ζωηρὸ παιδί. Ἀλλ᾿ εὐτύχησε νὰ ἔχῃ γονεῖς. Διότι πολλὰ παιδιὰ φαίνεται ὅτι ἔχουν γονεῖς μὰ δὲν ἔχουν. Τὸ νὰ γεννήσῃ κανεὶς παιδὶ εἶνε εὔκολο· εἶνε φυσικὸ φαινόμενο καὶ συναντᾶται σὲ...
ὅλη τὴν φυσιολογικὴ κλίμακα τῶν ζῴων. Ὄχι λοιπὸν τὸ γεννᾶν ἀλλὰ τὸ ἀνατρέφειν, αὐτό εἶνε τὸ δυσκολώτερο. Ἡ ἀνατροφὴ εἶνε «τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν».
Ὁ μικρὸς Αὐγουστῖνος εἶχε γονεῖς. Ὁ πατέρας του ὁ Πατρίκιος, ἂν καὶ εἰδωλολάτρης, ἦταν πολὺ αὐστηρός. Ἦταν χαλινάρι στὴν ζωηρότητα τοῦ παιδιοῦ του, καὶ πολλὲς φορὲς τὸ τιμωροῦσε αὐστηρά. Δὲν ἔμοιαζε μὲ τοὺς σημερινοὺς γονεῖς, ποὺ ἀνέχονται τὰ πάντα κι ἀφήνουν τὰ παιδιὰ ἀσύδοτα.
Πέρασαν τὰ χρόνια κι ὁ πατέρας πέθανε. Στὶς Ἐξομολογήσεις του τὸν μνημονεύει. Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, λέει, διότι μοῦ ἔδωσες αὐστηρὸ πατέρα, ποὺ μὲ συγκρατοῦσε στὴν ἀτίθασο ἡλικία μου.
Αὐστηρὸς ὁ πατέρας, καὶ ὅμως ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος τὸν εὐγνωμονεῖ. Ἀλλὰ περισσότερο εὐγνωμονεῖ τὴν ἁγία του μητέρα, τὴ Μόνικα, ποὺ ὑπενθυμίζει μεγάλες φυσιογνωμίες τῆς παλαιᾶς διαθήκης. Ἡ Μόνικα ἦτο μία ἡρωΐδα ἀφωσιωμένη στὸ παιδί της. Καὶ ὅταν ὁ Αὐγουστῖνος μεγάλωσε καὶ ἐξέκλινε ἀπὸ τὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου καὶ περιέπεσε σὲ πλάνες καὶ σὲ συστήματα ξένα πρὸς τὸν χριστιανισμό, ἡ ἁγία Μόνικα ἔκλαιγε. Πῆγε τότε στὸν ἅγιο ἐπίσκοπο Ἀμβρόσιο Μεδιολάνων καὶ τὸν ρωτοῦσε, ἐὰν ὁ Αὐγουστῖνος θὰ σωθῇ. Καὶ ὁ ἐπίσκοπος ἀπήντησε· «Ὕπαγε εἰς εἰρήνην· παιδί, γιὰ τὸ ὁποῖον ἡ μάνα του χύνει τόσα δάκρυα, εἶνε ἀδύνατον νὰ χαθῇ».
Καὶ πράγματι ἦρθε καὶ γι᾿ αὐτὸν ἡ ὥρα τῆς χάριτος. Μιὰ μέρα, καθὼς βρισκόταν στὸν κῆπο, ἄκουσε μιὰ μυστηριώδη φωνή· Αὐγουστῖνε, «πάρε καὶ διάβασε». Ὑπήκουσε στὴ φωνὴ αὐτή, ὅπως ἄλλοτε ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὑπήκουσε στὴ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἔλεγε «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς…» (Ματθ. 19,21). Ἀπὸ τὴ φωνὴ ἐκείνη συγκλονίσθηκε. Δίπλα του βρέθηκε ἡ ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ μάτια του ἔπεσαν στὸ χωρίο τῆς πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολῆς ὅπου ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει· «Ἡ νύξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός» (Ῥωμ. 13,12).
Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη πῆρε τὴν ὁριστικὴ ἀπόφασι νὰ γίνῃ Χριστιανός.
Καὶ τὸ τρίτο σημεῖο, πολὺ κατάλληλο καὶ ὠφέλιμο στὴ γενεά μας ποὺ ἔστησε εδωλα στὸν ὀρθολογισμὸ καὶ τὸν σκεπτικισμό, εἶνε τὸ ἑξῆς. Διαβάζοντας τὸ Εὐαγγέλιο σκόνταψε ἡ μεγάλη διάνοιά του στὸ σπουδαιότερο δόγμα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, τὸ δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἕνας Θεός, ἀλλὰ τρισυπόστατος, Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα – ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον. Σ᾿ αὐτὸ τὸ δόγμα, στὴν «ἐξίσωσι» αὐτή, ὅτι ἕνα εἶνε τρία καὶ τρία εἶνε ἕνα, σκόνταψε ὡσὰν σὲ πρόβλημα ἀλγέβρας. Ἄλυτο καὶ μυστηριῶδες. Διάβαζε, προσπαθοῦσε νὰ τὸ λύσῃ, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε.
Ζαλισμένος ὅπως ἦτο, ἔκανε περίπατο στὴν παραλία τοῦ Ἱππῶνος, στὴν Ἀφρική. Ἐκεῖ στὴν ἀμμουδιὰ βλέπει ἕνα ξανθὸ χαριτωμένο παιδάκι. Εἶχε ἀνοίξει μιὰ λακκούβα στὴν ἄμμο καὶ μὲ ἕνα κουβαδάκι προσπαθοῦσε νὰ μεταφέρῃ νερὸ ἀπὸ τὴ θάλασσα.
―Τί κάνεις ἐκεῖ, παιδί μου; τὸ ἐρωτᾷ.
Κ᾿ ἐκεῖνο, ποὺ δὲν ἦταν παιδὶ ἀλλὰ ἄγγελος ὑπὸ μορφὴν παιδιοῦ, ἀπαντᾷ·
―Βλέπεις αὐτὴ τὴ θάλασσα; Μ᾿ αὐτὸ τὸ κουβαδάκι θὰ τὴν ἀδειάσω.
―Τί λές, παιδάκι μου; Εἶνε δυνατὸν αὐτό; Ἡ θάλασσα εἶνε ἀνεξάντλητη.
―Ἂν αὐτὸ εἶνε ἀδύνατον, λέει ὁ ἄγγελος, πῶς ζητᾷς ἐσὺ μὲ τὸ μικρό σου μυαλὸ ν᾿ ἀδειάσῃς τὸν ὠκεανὸ τῆς θεότητος;
Σοφὴ ἡ ἀπάντησις. Ἐὰν χωροῦν μέσα σ᾿ ἕνα ποτήρι οἱ ὠκεανοὶ καὶ οἱ θάλασσες, τότε μπορεῖ νὰ χωρέσῃ στὴν μικρὰ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου τὸ μέγα μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος.
Τί διδασκόμεθα ἀπὸ τὰ τρία αὐτὰ σημεῖα; Ἕνα πρᾶγμα· Μὴν ἀπελπίζεσθε. Μακριά ἀπὸ μᾶς ἡ ἀπελπισία.
Γονεῖς! Ζωηρὸς ἦταν ὁ μικρὸς Αὐγουστῖνος, καὶ τὰ σημερινὰ παιδιὰ εἶνε πολὺ ζωηρά. Ἂν ὑποφέρετε ἀπὸ παιδιὰ ἀτίθασα, μὴν ἀπογοητεύεσθε. Ἡ παιδαγωγικὴ ἱστορία διδάσκει, ὅτι τὰ ζωηρὰ παιδιὰ πολλὲς φορὲς ἀναδεικνύονται μεγάλοι ἄνδρες. Ἡ ζωηρότης σὲ πολλὲς περιπτώσεις εἶνε τεκμήριο ζωτικότητος, δεῖγμα ἐνθουσιώδους ἀνθρώπου, ἔνδειξις ὅτι μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ ὑπάρχει ἡφαίστειο· ἔχει ἀνάγκη μόνο ἀπὸ χαλιναγώγησι. Μὴν ἀπελπίζεσθε γιὰ τὰ ζωηρὰ παιδιά. Μεταχειρισθῆτε ὅλα τὰ μέσα τῆς παιδαγωγικῆς· καὶ ἐπιείκεια, καὶ ἔπαινο, καὶ αὐστηρότητα, καὶ πρὸ παντὸς ἀγάπη. Παραπάνω ὅμως ἀπ᾿ ὅλα νὰ γονατίζετε ὅπως ἡ ἁγία Μόνικα ἐμπρὸς στὸ εἰκονοστάσι. Καὶ νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι, ὅταν ἐσεῖς δὲν ὑπάρχετε σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή, τὸ παιδί, ποὺ ἀναθρέψατε ἔτσι, θὰ ἔρθῃ στὸν τάφο σας καὶ θὰ πῇ· Μάνα-πατέρα, σᾶς εὐχαριστῶ!
Ἀκόμα. Πιστοί! Μὴν ἀπελπίζεσθε γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς τῆς γῆς. Μειονότης εἶνε οἱ Χριστιανοὶ ποὺ ζοῦν κατὰ Θεόν· οἱ ἄλλοι, ἡ πλειονότης, εἶνε ψυχροὶ σὰν τὸ Βόρειο Πόλο καὶ ἀδιάφοροι, ἄλλοι δὲ βάναυσοι ἢ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι. Μὴν ἀπελπίζεσθε γι᾿ αὐτούς. Θὰ ἔρθῃ καὶ γι᾿ αὐτοὺς ἡ ὥρα τῆς χάριτος, ὅπως ἦρθε γιὰ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο καὶ ὅπως ἦρθε γιὰ τὸ λῃστή, ποὺ εἶπε τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Μὴν ἀπελπίζεσθε, γονεῖς, γιὰ τὰ παιδιά. Μὴν ἀπελπίζεσθε, πιστοί, γιὰ τοὺς ἀπίστους. Δὲν θὰ νικήσουν τὰ θηρία· θὰ νικήσῃ τὸ ἐσφαγμένον Ἀρνίον, ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος.
Καὶ σεῖς τέλος, Χριστιανοὶ μελετηταί! Μὴ ἀπελπίζεσθε γιὰ τὴν ἁγία Γραφή.
Πολλὲς φορὲς συνέστησα· Διαβάζετε τὴν ἁγία Γραφή. Μοῦ ἀπαντοῦν· Δὲν τὴν καταλαβαίνουμε. Καὶ εἶνε ἀλήθεια, ὅτι ἡ ἁγία Γραφὴ εἶνε θάλασσα ἀπέραντη. Ἀλλ᾿ ὅπως ἡ θάλασσα στὴν παραλία εἶνε ῥηχὴ καὶ μπορεῖ νὰ παίξῃ ἐκεῖ κ᾿ ἕνα μικρὸ παιδί, ἀλλ᾿ ἔχει καὶ βαθειὰ μέρη ποὺ μόνο Δήλιοι κολυμβηταὶ μποροῦν νὰ κολυμπήσουν, ἔτσι εἶνε καὶ ἡ ἁγία Γραφή. Ὑπάρχουν χωρία ποὺ μπορεῖ νὰ τὰ καταλάβῃ κ᾿ ἕνα μικρὸ παιδί· ἀλλ᾿ ὑπάρχουν καὶ χωρία δύσκολα, ποὺ οὔτε ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος οὔτε κανεὶς ἄλλος μπορεῖ νὰ τὰ συλλάβῃ. Ἄφησε, λοιπόν, τὰ βαθειὰ χωρία, καὶ ἀσχολήσου μὲ τὰ σχετικῶς εὔκολα.
Ἐπαναλαμβάνω. Γονεῖς, μὴν ἀπελπίζεσθε γιὰ τὰ παιδιά σας. Πιστοί, μὴν ἀπελπίζεσθε γιὰ τοὺς ἀπίστους καὶ τοὺς ἀθέους. Χριστιανοὶ μελετηταί, μὴν ἀπελπίζεσθε ὅταν δυσκολεύεσθε νὰ καταλάβετε τὴν ἁγία Γραφή.
Διαβάζετέ την ὅπως τὴν διάβαζε ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος. Σᾶς δίδω ἱερὸ κανόνα· διαβάζετε κάθε μέρα τὴν ἁγία Γραφή. Εἶνε καύχημά μας, ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα καυχήματα. Ὅπως ἀπ᾿ ὅλες τὶς γυναῖκες ὁ Θεὸς ἐξέλεξε ὡς μητέρα του τὴν Παρθένο Μαρία, ἔτσι καὶ ἀπ᾿ ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου διάλεξε τὴν ἑλληνικὴ γιὰ νὰ γραφῇ τὸ Εὐαγγέλιό του. Αὐτὸ εἶνε προνόμιο τῆς φυλῆς μας. Ἐν τούτοις οἱ Ἕλληνες δὲν ἀνοίγουμε τὴν ἁγία Γραφή…
Διαβάζετε τὸ Εὐαγγέλιο ἡμέρα καὶ νύχτα. Δὲν εμεθα Χριστιανοὶ ἂν δὲν τὸ διαβάζουμε. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε τὸ ὡραιότερο βιβλίο τοῦ κόσμου. Εἶνε τὸ σύνταγμά μας. Ἐὰν ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἐφαρμόζαμε ὡς σύνταγμα τὸ Εὐαγγέλιο, σήμερα ἡ Ἑλλὰς θὰ ἦταν διεθνὴς παράδεισος, ὑπόδειγμα λαοῦ.
Αὐτὰ τὰ λίγα εἶχα νὰ πῶ σήμερα στὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου, καὶ εθε ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου νὰ σκέπῃ καὶ νὰ φυλάττῃ πάντας ἡμᾶς. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου