Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

Περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος - Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός

Γι’ αυτό πιστεύουμε σ’ ένα Θεό, τον πρωταρχικό αίτιο, τον αδημιούργητο, αγέννητο, άφθαρτο και αθάνατο, αιώνιο, άπειρο, απερίγραπτο, απεριόριστο, παντοδύναμο, απλό, ασύνθετο, ασώματο, αμετάβλητο, απαθή, άτρεπτο, αναλλοίωτο, αόρατο· σ’ Αυτόν που είναι πηγή αγαθότητος και δικαιοσύνης, νοερό φως και απρόσιτο, δύναμη που ξεπερνά κάθε μέτρο και μετριέται μόνο με το δικό της θέλημα —διότι κατορθώνει όλα όσα θέλει—· σ’ Αυτόν που δημιουργεί όλα τα κτίσματα, ορατά και αόρατα, που όλα τα συνέχει, τα συντηρεί και τα προνοεί· εξουσιάζει, κυβερνά και βασιλεύει πάνω σ’ όλα, με βασιλεία ατέλεστη και αθάνατη, στην οποία τίποτε δεν αντιστέκεται· όλα τα γεμίζει και από τίποτε δεν περιέχεται, και μάλλον η ίδια περικλείει τα σύμπαντα, τα συγκρατεί και είναι ανώτερη απ’ αυτά. (Πιστεύουμε σε μία δύναμη) που με άσπιλο τρόπο ζωογονεί όλα τα όντα και είναι πάνω απ’ αυτά· ξεχωρίζει από κάθε ον, επειδή είναι υπερούσια ουσία, ανώτερη από τα κτίσματα, υπέρθεη, υπεράγαθη, υπερπλήρης· που ορίζει όλες τις αρχές και εξουσίες και βρίσκεται πάνω από κάθε αρχή και εξουσία, πάνω από κάθε ουσία, ζωή, λόγο και νόημα· είναι η ίδια το φως, η ίδια η αγαθοσύνη, η ίδια η ζωή, η ίδια η ουσία, διότι δεν έχει την ύπαρξη από άλλον ή από κάποιο υπάρχον ον, αλλά η ίδια είναι η αιτία της υπάρξεως, η ζωή των ζώντων, ο λόγος όσων έχουν λογική, η αιτία κάθε καλού για όλα. Τα γνωρίζει όλα προτού δημιουργηθούν. Είναι μία ουσία, μία θεότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ενέργεια, μία αρχή, μία εξουσία, μία κυριότητα, μία βασιλεία, την οποία γνωρίζουμε σε τρεις τέλειες υποστάσεις και την προσκυνάμε με μία συγχρόνως προσκύνηση· κάθε λογική ύπαρξη της δημιουργίας πιστεύει και λατρεύει (τις τρεις υποστάσεις) που είναι ενωμένες ασύγχυτα και διακρίνονται αχώριστα. Αυτό είναι το παράδοξο (για τη λογική). (Πιστεύουμε) στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, που στο όνομά τους έχουμε βαπτισθεί. Διότι ο Κύριος στους αποστόλους αυτή την εντολή έδωσε, όταν βαπτίζουν. Είπε, «να βαπτίζουν αυτούς στο όνομα του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». 
(Πιστεύουμε) σ’ ένα Πατέρα, τη δημιουργική αρχή και αιτία όλων, ο οποίος δεν γεννήθηκε από κάποιον, αλλά είναι ο μόνος χωρίς αρχική αιτία και αγέννητος· που είναι δημιουργός όλων, αλλά κατά φύσιν Πατέρας μόνον του μονογενή Υιού του, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, ο οποίος (ο Πατέρας) εκπορεύει το Πανάγιο Πνεύμα. Πιστεύουμε και σ’ ένα Υιό, μονογενή υιό του Θεού (Πατέρα), τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, που γεννήθηκε από τον Πατέρα πριν απ’ όλους τους αιώνες, φως (ο Υιός) από το φως (του Πατέρα), αληθινός Θεός από αληθινό Θεό, που γεννήθηκε και δεν δημιουργήθηκε, ομοούσιος με τον Πατέρα, και ο οποίος δημιούργησε τα πάντα. Λέγοντας «προ πάντων των αιώνων» δείχνουμε ότι η γέννησή του είναι άχρονη και άναρχη. Διότι ο Υιός του Θεού δεν προήλθε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, καθώς είναι η ακτινοβολία της θείας δόξης, ο τύπος της υποστάσεως του Πατέρα, η ζωντανή σοφία και δύναμη, ο ενυπόστατος λόγος, η τέλεια και ζωντανή εικόνα της ουσίας του αόρατου Θεού· ήταν πάντοτε με τον Πατέρα στους κόλπους του και γεννήθηκε απ’ Αυτόν προαιωνίως και χωρίς αρχή. 
Δεν υπήρχε χρόνος που ο Πατέρας ήταν χωρίς τον Υιό, αλλά ο Πατέρας και ο Υιός, που γεννήθηκε απ’ Αυτόν, υπήρχαν συγχρόνως· διότι χωρίς Υιό, δεν καλείται Πατέρας. 
Εάν δεν είχε Υιό, δεν θα ήταν Πατέρας· κι αν απόκτησε κατόπιν Υιό, έγινε Πατέρας μετά τη γέννηση, χωρίς να είναι πριν απ’ αυτήν· και μεταβλήθηκε από το να μην είναι Πατέρας στην κατάσταση να γίνει Πατέρας, το οποίο είναι χειρότερο από κάθε βλασφημία (ο Θεός δεν μεταβάλλεται). Διότι είναι αδύνατο να πούμε για τον Πατέρα ότι δεν έχει τη φυσική γονιμότητα· και η γονιμότητα έχει την ιδιότητα να γεννά όμοιο απόγονο από την ίδια φύση. Για τη γέννηση του Υιού είναι ασέβεια να λέμε ότι μεσολάβησε χρονικό διάστημα και ότι ο Υιός γεννήθηκε χρονικά μετά τον Πατέρα. Διότι ισχυριζόμαστε ότι η γέννηση του Υιού είναι από την ουσία του Πατέρα. Και αν δεν δεχθούμε ότι ο Υιός από την αρχή συνυπήρχε με τον Πατέρα, από τον οποίο και γεννήθηκε, θεσμοθετούμε μεταβολή στην υπόσταση του Πατέρα· ότι, δηλαδή, δεν ήταν στην αρχή Πατέρας αλλά έγινε κατόπιν. Μπορεί βέβαια η κτίση να έγινε μετέπειτα, αλλά δεν προήλθε από την ουσία του Πατέρα, εφόσον δημιουργήθηκε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη με τη θέληση και τη δύναμή Του· έτσι αυτό δεν σημαίνει μεταβολή στη φύση του Θεού. Διότι, γέννηση σημαίνει προέλευση του γεννημένου από την ουσία του γεννήτορα και ομοιότητα στην ουσία· αντίθετα, πλάση και δημιουργία σημαίνει ότι το δημιούργημα είναι απέξω και όχι από την ουσία του δημιουργού και παντελώς ανόμοιο. 
Για το Θεό όμως, ο οποίος είναι ο μόνος απαθής, αναλλοίωτος, αμετάβλητος και παραμένει αιώνια στην ίδια κατάσταση, και η γέννηση και η δημιουργία είναι απαθείς ιδιότητες. Αφού, σαν απλός και ασύνθετος, είναι από τη φύση του απαθής και αμετάβλητος· δεν είναι στη φύση του να υφίσταται πάθος ή μεταβολή, ούτε όταν γεννά ούτε όταν δημιουργεί, και δεν χρειάζεται βοήθεια από κανέναν. Η γέννησή του είναι χωρίς αρχή και αιώνια, επειδή είναι έργο της φύσεως και προέρχεται από την ουσία του· έτσι ο γεννήτορας δεν υφίσταται μεταβολή· δεν υπάρχει προηγούμενος και επόμενος Θεός, ώστε να δεχθεί προσθήκη. Η κτίση, όντας έργο της θελήσεως του Θεού, δεν έχει την ίδια ουσία με το Θεό, επειδή αυτό που προέρχεται από το μηδέν δεν γίνεται να είναι σύγχρονο με το άναρχο και αιώνιο. Όπως λοιπόν ο άνθρωπος και ο Θεός δεν δημιουργούν με ίδιο τρόπο —διότι ο άνθρωπος τίποτε δεν δημιουργεί από το μηδέν, αλλά ό,τι φτιάχνει, το κάνει από προϋπάρχουσα ύλη· και το κάνει όχι μόνο επειδή το θέλησε, αλλά και αφού σκέφτηκε και σχεδίασε πρώτα στο νου του το μελλούμενο να γίνει· έπειτα το δουλεύει με τα χέρια και υπομένει κόπο και κούραση· και πολλές φορές απέτυχε, διότι δεν έγινε το έργο του όπως το θέλει· αντίθετα ο Θεός, μόνο με τη θέλησή του τα δημιούργησε όλα από το μηδέν στην ύπαρξη— έτσι, λοιπόν, δεν δημιουργεί με τον ίδιο τρόπο ο Θεός και ο άνθρωπος. Διότι ο Θεός, όντας έξω από το χρόνο και χωρίς αρχή, απαθής, αμετάβλητος, ασώματος, μόνος και αιώνιος, γεννά εκτός χρόνου και χωρίς αρχή, απαθώς και χωρίς μεταβολή και δίχως συνεργασία. Μάλιστα, η ακατάληπτη γέννησή του δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Γεννά χωρίς αρχή, διότι είναι αμετάβλητος· γεννά χωρίς μεταβολή, διότι είναι απαθής και χωρίς σώμα· γεννά, επίσης, χωρίς συνεργασία, διότι είναι και πάλι ασώματος, ένας και μοναδικός Θεός, χωρίς να έχει την ανάγκη άλλου· και γεννά χωρίς τέλος και διακοπή, επειδή είναι άναρχος, άχρονος, αιώνιος και αμετάβλητος πάντοτε. Διότι το από τη φύση του χωρίς αρχή είναι και χωρίς τέλος, ενώ εκείνο που χαριστικά είναι χωρίς τέλος δεν είναι και οπωσδήποτε χωρίς αρχή, όπως συμβαίνει με τους αγγέλους. 
Ο αιώνιος, λοιπόν, Θεός γεννά χωρίς αρχή και τέλος το Λόγο του, που είναι τέλειος· έτσι ώστε να μη γεννά μέσα στο χρόνο ο Θεός, που έχει τη φύση και την ύπαρξή του πάνω από το χρόνο. Ενώ ο άνθρωπος είναι φανερό ότι γεννά με αντίθετο τρόπο, διότι και ο ίδιος γεννιέται και φθείρεται, είναι ρευστός και πολλαπλασιάζεται, έχει σώμα και διακρίνεται η φύση του σε αρσενικό και θηλυκό γένος. Διότι το αρσενικό γένος χρειάζεται τη βοήθεια του θηλυκού. Αλλά ας μας σπλαγχνισθεί ο Θεός ο οποίος είναι πέρα απ’ όλα και ξεπερνά κάθε έννοια και αντίληψη. 
Η Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία διδάσκει ότι υπάρχει συγχρόνως ο Πατέρας και ο μονογενής του Υιός, ο οποίος γεννήθηκε απ’ Αυτόν εκτός χρόνου, με τρόπο αμετάβλητο, απαθή και ακατάληπτο, όπως το γνωρίζει μόνον ο Θεός του σύμπαντος. Συμβαίνει το ίδιο με τη φωτιά, που υπάρχει ταυτόχρονα με το φως της, και όχι πρώτα η φωτιά και μετά το φως, αλλά ταυτόχρονα. Και όπως το φως προέρχεται από τη φωτιά και είναι πάντοτε μαζί της, χωρίς καθόλου να ξεχωρίζει, έτσι και ο Υιός γεννιέται από τον Πατέρα χωρίς καθόλου να χωρίζεται απ’ Αυτόν· αλλά πάντοτε είναι μαζί του. Το φως όμως, αν και προέρχεται χωρίς να ξεχωρίζει από τη φωτιά και μένει πάντοτε μαζί της, δεν έχει δική του ξεχωριστή ύπαρξη από τη φωτιά —διότι είναι φυσική ποιότητα της φωτιάς. Αντίθετα, ο μονογενής Υιός του Θεού, που γεννήθηκε αχώριστα και αδιάσπαστα από τον Πατέρα και μένει πάντοτε ενωμένος μαζί Του, έχει ιδιαίτερη υπόσταση απ’ αυτήν του Πατέρα. Ο Λόγος, λοιπόν, ονομάζεται και απαύγασμα (λάμψη) του Πατέρα, διότι γεννήθηκε απ’ Αυτόν χωρίς συνεργασία, με τρόπο απαθή, πέρα από το χρόνο, αμετάβλητο και αχώριστο. Ονομάζεται, επίσης, Υιός και χαρακτήρας της υποστάσεως του Πατέρα, επειδή είναι τέλειος, έχει δική του υπόσταση και είναι όμοιος σε όλα με τον Πατέρα, εκτός από την ιδιότητα της αγεννησίας. Ονομάζεται μονογενής, διότι μόνος αυτός γεννήθηκε από τον Πατέρα μόνο. 
Καμιά άλλη γέννηση δεν εξομοιώνεται με τη γέννηση του Υιού του Θεού, ούτε υπάρχει άλλος Υιός του Θεού. Ακόμη και το Άγιο Πνεύμα, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα, παρ’ όλα αυτά δεν γεννιέται αλλά εκπορεύεται. Αυτό αποτελεί άλλο τρόπο υπάρξεως, ακατάληπτο και άγνωστο, όπως και η γέννηση του Υιού. Γι’ αυτό το λόγο, όσα έχει ο Πατέρας, είναι και δικά του, εκτός από την αγεννησία, η οποία δεν σημαίνει διαφορά στην ουσία ή στο αξίωμα, αλλά στον τρόπο υπάρξεως. Όπως και ο Αδάμ που δεν γεννήθηκε (από άνθρωπο) διότι τον έπλασε ο Θεός, και ο Σήθ που γεννήθηκε απο άνθρωπο αφού είναι παιδί του Αδάμ, και η Εύα που προήλθε από την πλευρά του Αδάμ καθώς δεν γεννήθηκε, όλοι αυτοί δεν διαφέρουν στη φύση μεταξύ τους –διότι όλοι είναι το ίδιο άνθρωποι–, αλλά διαφέρουν στον τρόπο της υπάρξεως. Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η λέξη «αγένητο» που γράφεται με ένα «ν» σημαίνει το άκτιστο, δηλαδή το αδημιούργητο· ενώ η λέξη «αγέννητο» με δύο «ν» σημαίνει αυτό που δεν έχει γεννηθεί. Σύμφωνα με τη σημασία της πρώτης λέξεως διαφέρει η μία ουσία από την άλλη· διότι άλλη ουσία είναι το άκτιστο, δηλαδή το αγένητο μ’ ένα «ν», και άλλη το γεννητό, δηλαδή το κτιστό. Σύμφωνα όμως με τη δεύτερη σημασία της λέξεως δεν διαφέρει η μία ουσία από την άλλη· διότι η αρχική υπόσταση κάθε είδους ζώου είναι αγέννητη (μη δημιουργημένη), όχι αγένητη (άκτιστη). Διότι δημιουργήθηκαν και ήλθαν στην ύπαρξη από το δημιουργό Λόγο· και δεν δημιουργήθηκαν, επειδή δεν υπήρχε κάποιο άλλο όμοιο ον, από το οποίο να πλασθούν. 
Συνεπώς, με την πρώτη σημασία της λέξεως συμφωνούν οι τρεις υπέρθεες υποστάσεις της αγίας θεότητος· διότι είναι ομοούσιες και άκτιστες. Δεν συμφωνούν όμως καθόλου με τη σημασία της δεύτερης λέξεως. Διότι μόνον ο Πατέρας είναι αγέννητος· δεν προήλθε η ύπαρξή του από κάποια άλλη υπόσταση. Και μόνον ο Υιός είναι γεννητός· διότι έχει γεννηθεί χωρίς αρχή και τέλος από την ουσία του Πατέρα. Και μόνο το Άγιο Πνεύμα είναι εκπορευτό από την ουσία του Πατέρα, όχι γεννημένο αλλά εκπορευόμενο. Έτσι μας διδάσκει η Αγία Γραφή, ενώ ο τρόπος και της γεννήσεως και της εκπορεύσεως παραμένει ακατάληπτος.
 Πρέπει να γνωρίζουμε και το εξής· η ιδιότητα της πατρότητας, της υιότητας και της εκπορεύσεως δεν μεταφέρθηκε στη μακαρία θεότητα από τη δική μας κατάσταση. Το αντίθετο· από εκεί έχει δοθεί σε μας, όπως λέει ο θείος Απόστολος: «Γι’ αυτό λυγίζω τα γόνατά μου μπροστά στον Πατέρα, από τον οποίο προέρχεται κάθε πατρότητα και στον ουρανό και στη γη». Αν μάλιστα λέμε ότι ο Πατέρας είναι η αρχική αιτία του Υιού και μεγαλύτερος, δεν εννοούμε ότι Αυτός προηγείται από τον Υιό στο χρόνο και τη φύση, διότι «μ’ αυτόν (τον Υιό) κατασκεύασε το σύμπαν». Ούτε εννοούμε ότι προηγείται σε κάτι άλλο, παρά μόνο στην αιτία· δηλαδή, ο Υιός γεννήθηκε από τον Πατέρα και όχι ο Πατέρας από τον Υιό· ο Πατέρας είναι αίτιος του Υιού στην ουσία, όπως η φωτιά δεν προέρχεται από το φως, αλλά μάλλον το φως από τη φωτιά. 
Όταν, λοιπόν, ακούσουμε ότι ο Πατέρας είναι η αρχική ουσία του Υιού και μεγαλύτερός του, ας εννοήσουμε ότι είναι στην αιτία. Και όπως δεν λέμε ότι είναι από άλλη ουσία η φωτιά και από άλλη το φως, έτσι δεν είναι δυνατόν να πούμε ότι ο Πατέρας είναι από άλλη ουσία και από άλλη ο Υιός, αλλά είναι από τη μία και ίδια ουσία. Και όπως λέμε ότι η φωτιά φωτίζει με το φως που βγαίνει απ’ αυτήν, και δεν θεωρούμε το φως που πηγάζει από τη φωτιά ως υπηρετικό όργανό της, αλλά μάλλον ως φυσική της ιδιότητα, έτσι λέμε ότι ο Πατέρας όλα όσα κάνει, τα κάνει με το μονογενή του Υιό, ο οποίος δεν λειτουργεί ως υπηρετικό όργανο, αλλά ως φυσική και ενυπόστατη δύναμη (του Πατέρα). Και όπως λέμε ότι η φωτιά φωτίζει και ότι το φως της φωτιάς επίσης φωτίζει, κατά τον ίδιο τρόπο «όλα, όσα κάνει ο Πατέρας, τα ίδια κάνει και ο Υιός». Αλλά, ενώ το φως δεν έχει ιδιαίτερη υπόσταση από τη φωτιά, ο Υιός αποτελεί τέλεια υπόσταση και είναι αχώριστος από την υπόσταση του Πατέρα, όπως το αποδείξαμε παραπάνω. Διότι είναι αδύνατο να βρεθεί στην κτίση εικόνα που να φανερώνει απαράλλακτα με το περιεχόμενό της την κατάσταση της Αγίας Τριάδος. Διότι, πώς το κτιστό και σύνθετο, το μεταβλητό και τρεπτό, το περιορισμένο και σχηματισμένο και φθαρτό, είναι δυνατόν να φανερώσει τη θεία ουσία που είναι απαλλαγμένη απ’ όλα αυτά; Είναι μάλιστα φανερό ότι όλη η κτίση είναι δέσμια στα περισσότερα απ’ αυτά και ότι στη φύση της εξουσιάζεται από τη φθορά. 
Πιστεύουμε, επίσης, και στο ένα Άγιο Πνεύμα, το Κύριο και ζωοποιό, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα και αναπαύεται στον Υιό· το προσκυνάμε και το δοξάζουμε μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό επειδή είναι ομοούσιο και συναιώνιο. Είναι το Πνεύμα του Θεού, το ευθές, που εξουσιάζει το νου, πηγή ζωής και αγιασμού, που συνυπάρχει και το επικαλούμαστε μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό· που είναι άκτιστο, πλήρες, δημιουργικό, κυριαρχικό, πανδημιουργικό, παντοδύναμο και απειροδύναμο· που κυριαρχεί σ’ όλη την κτίση χωρίς να διευθύνεται από κανένα, γεμίζει χωρίς να το γεμίζουν, μετέχουν σ’ αυτό και δεν μετέχει το ίδιο, αγιάζει και δεν αγιάζεται, και παρηγορεί διότι δέχεται τις παρακλήσεις όλων· είναι σ’ όλα όμοιο με τον Πατέρα και τον Υιό, εκπορεύεται από τον Πατέρα, μεταδίδεται μέσω του Υιού και το δέχεται όλη η κτίση. 
Μ’ αυτό δημιουργείται και λαμβάνουν ουσία τα σύμπαντα, τα αγιάζει και τα συγκρατεί· είναι ενυπόστατο, έχει δηλαδή δική του υπόσταση, αχώριστο και συνδεδεμένο με τον Πατέρα και τον Υιό· τα έχει όλα, όσα έχει και ο Πατέρας και ο Υιός, εκτός από την ιδιότητα του αγέννητου και του γεννητού. Διότι ο Πατέρας είναι αναίτιος και αγέννητος, επειδή δεν προήλθε από κανέναν· έχει την ύπαρξη από τον εαυτό του και, ό,τι έχει, δεν το έχει από άλλον· αυτός μάλιστα είναι η αρχή και η αιτία της φυσικής υπάρξεως όλων των όντων. Ο Υιός πάλι προέρχεται με γέννηση από τον Πατέρα· και το Άγιο Πνεύμα πάλι από τον Πατέρα, όχι όμως με γέννηση αλλά με εκπόρευση. Ήδη μάθαμε ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ γεννήσεως και εκπορεύσεως· ποιός όμως είναι ακριβώς ο τρόπος της διαφοράς, δεν το ξέρουμε καθόλου. Το ίδιο δεν γνωρίζουμε τί είδους είναι η γέννηση του Υιού από τον Πατέρα και τί η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Όλα, λοιπόν, όσα έχει ο Υιός, τα έχει και το Πνεύμα από τον Πατέρα· έχει και την ίδια την ύπαρξη. 
Κι αν δεν υπάρχει ο Πατέρας, δεν υπάρχει ούτε ο Υιός ούτε και το Πνεύμα. Κι αν ο Πατέρας δεν έχει κάτι, δεν το έχει ούτε ο Υιός, ούτε και το Πνεύμα. Και εξαιτίας του Πατέρα, επειδή δηλαδή υπάρχει ο Πατέρας, υπάρχουν ο Υιός και το Πνεύμα. Και εξαιτίας του Πατέρα ο Υιός και το Πνεύμα έχουν όλα όσα έχουν· δηλαδή τα έχουν, επειδή τα έχει ο Πατέρας, εκτός από την ιδιότητα της αγεννησίας, της γεννήσεως και της εκπορεύσεως. Διότι, οι άγιες τρεις υποστάσεις διαφέρουν μεταξύ τους μόνον σ’ αυτές τις υποστατικές ιδιότητες· δεν διαφέρουν στην ουσία, αλλά διαιρούνται αχώριστα από την ιδιαιτερότητα της καθεμιάς υποστάσεως. 
Ισχυριζόμαστε, επίσης, ότι καθένα από τα τρία πρόσωπα έχει τέλεια υπόσταση, για να μη δεχθούμε ως τέλεια μια σύνθετη φύση που αποτελείται από τρεις ατελείς υποστάσεις· αλλά να γνωρίσουμε στις τρεις τέλειες υποστάσεις μία απλή ουσία με άπειρη και προαιώνια τελειότητα. Διότι, καθετί που αποτελείται από ατελή μέρη είναι οπωσδήποτε σύνθετο, ενώ είναι αδύνατο να γίνει σύνθεση από τέλειες υποστάσεις. Γι’ αυτό λέμε ότι η ουσία δεν αποτελείται από υποστάσεις αλλά υπάρχει σε υποστάσεις. Και ονομάσαμε ατελή αυτά που δεν διατηρούν τη μορφή του αντικειμένου που αποτελείται απ’ αυτά. Η πέτρα, για παράδειγμα, το ξύλο, το σίδερο, το καθένα είναι ξεχωριστά τέλειο στην ιδιαίτερη φύση του· όσον αφορά όμως το σπίτι που χτίζεται απ’ αυτά, το καθένα είναι ατελές· διότι κανένα απ’ αυτά από μόνο του δεν είναι σπίτι. Λέμε, λοιπόν, ότι οι υποστάσεις είναι τέλειες, για να μη νομίσουμε ότι η θεία φύση είναι σύνθετη· «διότι η σύνθεση αποτελεί αιτία διαχωρισμού». Και πάλι λέμε ότι οι τρεις υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν, για να μη εισάγουμε πλήθος και όμιλο θεών. Με τις τρεις υποστάσεις εννοούμε το ασύνθετο και ασύγχυτο, ενώ με το ομοούσιο και την αλληλοΰπαρξη των υποστάσεων και την ταύτιση του θελήματος, της ενέργειας, της δυνάμεως, της εξουσίας και της κινήσεως, για να το πως έτσι, γνωρίζουμε ότι ο Θεός είναι αδιαίρετος και ένας. Ο Θεός πράγματι είναι ένας, ο Θεός Πατέρας, ο Λόγος και το Πνεύμα του. Και πρέπει κανείς να γνωρίζει ότι άλλο πράγμα είναι η πραγματική θεώρηση, και άλλο θεώρηση με τη λογική και το νου. Στην περίπτωση των δημιουργημάτων, η διάκριση των υποστάσεων νοείται πραγματικά· διότι ο Πέτρος είναι στην πραγματικότητα ξεχωριστός από τον Παύλο. Αλλά, τα κοινά γνωρίσματα και η συγγένεια νοούνται με τη λογική και την αντίληψη. Διότι με το νου αντιλαμβανόμαστε ότι ο Πέτρος και ο Παύλος έχουν την ίδια, μία και κοινή φύση. Ο καθένας τους είναι θνητή λογική ύπαρξη και έχει σάρκα με ψυχή, που διαθέτει λογική και νου. Αυτή η κοινή φύση μπορεί να γίνει αντιληπτή με τη λογική. Και ούτε οι υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν. Διότι, η καθεμιά υφίσταται ιδιαιτέρως και χωριστά· υπάρχει, δηλαδή, μόνη της, και είναι πάρα πολλά αυτά που την διακρίνουν από την άλλη. Διαφέρουν μάλιστα στην απόσταση και στο χρόνο· ξεχωρίζουν επίσης, στη γνώμη, τη δύναμη και τη μορφή, δηλαδή στο σχήμα, τις συνήθειες, την ιδιοσυγκρασία, την αξία, το επάγγελμα και όλες τις ιδιότητες του χαρακτήρα. 
Περισσότερο όμως απ’ όλα διαφέρουν στο ότι ζουν χωριστά και όχι μαζί. Γι’ αυτό και λέμε, δύο, τρεις και πολλοί άνθρωποι. Και αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε σ’ όλα τα κτίσματα. Αλλά, στην Αγία, υπερούσια, υπερβατική και ακατάληπτη Τριάδα παρατηρούμε το αντίθετο. Διότι εκεί η κοινωνία και η ενότητα νοούνται πραγματικά, επειδή υπάρχει το συναΐδιο, η ταυτότητα της ουσίας, της ενέργειας και θελήσεως, η συμφωνία της γνώμης, η ταύτιση της εξουσίας, της δυνάμεως και της καλωσύνης και η ενιαία εκδήλωση της κινήσεως· ας προσέξουμε, δεν είπα ομοιότητα αλλά (απόλυτη) ταύτιση. Διότι είναι μία ουσία, μία αγαθότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ενέργεια, μία εξουσία· είναι μία και η ίδια κίνηση των τριών υποστάσεων, και όχι τρεις όμοιες μεταξύ τους. Διότι η καθεμία (υπόσταση) απ’ αυτές σχετίζεται με την άλλη όχι λιγότερο απ’ ότι με τον εαυτό της· δηλαδή, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι ένα σε όλα, εκτός από την αγεννησία, τη γέννηση και την εκπόρευση· η διαίρεση όμως θεωρείται με το νου. Διότι γνωρίζουμε ένα Θεό· και μόνο στις ιδιότητες της πατρότητος, της υιότητος και της εκπορεύσεως εννοούμε τη διαφορά σχετικά με την αιτία, το αποτέλεσμα και την τελειότητα της υποστάσεως, δηλαδή όσον αφορά στον τρόπο της υπάρξεως. Διότι δεν μπορούμε να λέμε ότι ισχύει για τον απερίγραπτο Θεό τοπική απομάκρυνση όπως γίνεται σε μας –εφόσον οι υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν, όχι για να συγχέονται, αλλά για ανήκει η μία στην άλλη, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου, που είπε: «Εγώ υπάρχω με τον Πατέρα, και ο Πατέρας με μένα»· ούτε μπορούμε να μιλάμε για διαφορά θελήσεως ή γνώμης ή ενέργειας ή δυνάμεως ή κάποιου άλλου, τα οποία προξενούν γενικά σε μας την πραγματική διαίρεση. Γι’ αυτό και δεν κάνουμε λόγο για τρεις θεούς, για τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, αλλά κυρίως για ένα Θεό, την Αγία Τριάδα, επειδή ο Υιός και το Πνεύμα αναφέρονται σε ένα αίτιο· δεν συνθέτουν ούτε συγχωνεύονται, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Σαβέλλιου για συνένωση –διότι, όπως είπαμε, ενώνονται όχι για να συγχέονται, αλλά να αλληλοϋπάρχουν· και έχουν την αλληλοπεριχώρηση χωρίς καμιά συγχώνευση ή ανάμειξη–· ούτε βγαίνουν έξω από την ουσία τους ούτε χωρίζονται, σύμφωνα με τη διαίρεση της διδαχής του Αρείου. Διότι, αν πρέπει να το πω με συντομία, η θεότητα –αν και χωρισμένη σε μέρη–είναι αδιαίρετη, σαν μια σύνθεση και συνένωση του φωτός σε τρεις ήλιους ενωμένους και αχώριστους μεταξύ τους. Όταν, λοιπόν, για να το πω έτσι, στρέψουμε την προσοχή μας στη θεότητα, στην πρώτη αιτία και μοναδική αρχή, στην ενότητα και ταυτότητα της θεότητος, στην κίνηση, τη βούληση και την ταυτότητα της ουσίας, της δυνάμεως, της ενέργειας και εξουσίας, ένα γίνεται αντιληπτό από τη φαντασία μας. 
Όταν πάλι στρέψουμε την προσοχή σ’ αυτά που υπάρχει η θεότητα, ή, για να το πω με μεγαλύτερη ακρίβεια, σ’ αυτά που αποτελούν τη θεότητα και σ’ αυτά που προήλθαν από την πρώτη αιτία προαιωνίως, με κοινή συμφωνία και χωρίς διαίρεση, εννοώ δηλαδή τις υποστάσεις του Υιού και του Πνεύματος, τότε τρία είναι αυτά που προσκυνάμε. Ένας είναι ο Πατέρας, ο Πατέρας που είναι άναρχος, δηλαδή χωρίς αιτία· διότι δεν τον δημιούργησε κάποιος. Ένας είναι ο Υιός, ο Υιός που δεν είναι χωρίς αρχή, δηλαδή έχει αιτία· διότι προέρχεται από τον Πατέρα. Αν όμως υπολογίσεις την αρχή με την έναρξη του χρόνου, τότε είναι και άναρχος· διότι αυτός δημιούργησε το χρόνο, και δεν υπόκειται στο χρόνο. Ένα είναι το Πνεύμα, το Άγιο Πνεύμα, που προέρχεται από τον Πατέρα, όχι ως υιός αλλά εκπορευόμενο. Ούτε ο Πατέρας χάνει την αγεννησία επειδή γέννησε, ούτε ο Υιός χάνει τη γέννηση επειδή προέρχεται από τον αγέννητο. Πώς είναι δυνατόν να γίνει αυτό; Ούτε το Πνεύμα μεταβάλλεται σε Πατέρα ή σε Υιό, επειδή εκπορεύεται και είναι Θεός· διότι η ιδιότητα μένει σταθερή. Και πώς θα μείνει σταθερή η ιδιότητα, όταν κινείται και μεταβάλλεται; Διότι, εάν ο Πατέρας είναι Υιός, δεν είναι κυριολεκτικά Πατέρας. Κι αν ο Υιός είναι Πατέρας, δεν είναι κυριολεκτικά Υιός· επειδή ένας είναι στην κυριολεξία ο Υιός και ένα το Άγιο Πνεύμα. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι για τον Πατέρα λέμε ότι δεν γεννήθηκε από κάποιον· λέμε όμως ότι αυτός είναι ο Πατέρας του Υιού. Για τον Υιό λέμε ότι δεν είναι ούτε ο αίτιος ούτε Πατέρας· λέμε ότι προέρχεται από τον Πατέρα και είναι Υιός του Πατέρα. Και για το Άγιο Πνεύμα πάλι λέμε ότι προέρχεται από τον Πατέρα και το καλούμε Πνεύμα του Πατέρα. Και δεν λέμε ότι το Πνεύμα προέρχεται από τον Υιό· το ονομάζουμε Πνεύμα του Υιού· λέει ο θείος απόστολος: «εάν κάποιος δεν έχει το Πνεύμα του Χριστού, αυτός δεν ανήκει σ’ αυτόν». Ομολογούμε ότι με τον Υιό μας φανερώθηκε και μεταδόθηκε. Λέει ότι «Φύσησε» και είπε στους μαθητές του: «Λάβετε το Άγιο Πνεύμα». Όπως ακριβώς η ακτίνα και η λάμψη προέρχονται από τον ήλιο –διότι αυτός είναι η πηγή της ακτίνας και της λάμψεως–, και με την ακτίνα μας μεταδίδεται η λάμψη και αυτή είναι που μας φωτίζει και στην οποία μετέχουμε. Για τον Υιό, βέβαια, ούτε λέμε ότι είναι Υιός του Πνεύματος ούτε γεννήθηκε από το Πνεύμα.

Σχετικά με το να μην απελπιζόμαστε (Άγιος Αμφιλόχιος, Επίσκοπος Ικονίου)



Τέτοια ἔλεγε, καί ὅταν ἔβγαινε ἀπό τήν ἐκκλησία ἔπεφτε πάλι στόν βοῦρκο. Ὅμως καί πάλι δέν ἀπελπιζόταν γιά τή σωτηρία του, ἀλλά ἀπό τήν ἁμαρτία ξαναγύριζε στήν ἐκκλησία καί ἔλεγε τά παρόμοια πρός τόν φιλάνθρωπο Κύριο καί Θεό: «Ἐσένα, Κύριε, βάζω ἐγγυητή, ὅτι ἀπό ἐδῶ καί πέρα δέν θά ξανακάνω αὐτή τήν ἁμαρτία· μόνο, ἀγαθέ, συγχώρησέ μου ὅσες ἁμαρτίες σοῦ ἔκανα ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τώρα». Καί ἀφοῦ ἔδινε αὐτές τίς φοβερές ὑποσχέσεις, πάλι γύριζε στή βαριά ἁμαρτία του. Καί ἔβλεπε κανείς τή γλυκύτατη φιλανθρωπία καί τήν ἄπειρη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ νά ἀνέχεται καθημερινά καί νά ὑπομένει τήν ἀδιόρθωτη καί βαριά παράβαση καί τήν ἀχαριστία τοῦ ἀδελφοῦ καί νά θέλει ἀπό πολλή εὐσπλαχνία τή μετάνοιά του καί τήν ὁριστική ἐπιστροφή του. Γιατί αὐτό δέν γινόταν γιά ἕνα, δύο ἤ τρία χρόνια, ἀλλά γιά δέκα καί περισσότερο.


Βλέπετε ἀδελφοί, τήν ἄμετρη ἀνοχή καί τήν ἄπειρη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου; Πῶς κάθε φορὰ δείχνει μακροθυμία καί καλοσύνη, ὑπομένοντας τίς βαριές ἀνομίες καί ἁμαρτίες μας; Γιατί αὐτό πού συγκλονίζει καί προκαλεῖ θαυμασμό σχετικά μέ τήν πλούσια εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι ὁ ἀδελφός, ἐνῶ ὑποσχόταν καί συμφωνοῦσε νά μήν ξανακάνει τήν ἁμαρτία, ἀποδεικνυόταν ψεύτης.

Μία μέρα λοιπόν, καθώς γινόταν αὐτό, ὁ ἀδερφός, ἀφοῦ ἔκανε τήν ἁμαρτία, πῆγε τρέχοντας στήν ἐκκλησία, θρηνώντας καί στενάζοντας καί κλαίγοντας καί βιάζοντας τὴν εὐσπλαχνία τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ νά τόν λυπηθεῖ καί νά τόν γλυτώσει ἀπό τόν βοῦρκο τῆς ἀσωτείας. Καθώς λοιπόν ὁ ἀδελφός παρακαλοῦσε τόν φιλάνθρωπο Θεό, ὁ ἀρχέκακος διάβολος, ἡ καταστροφή τῶν ψυχῶν μας, εἶδε ὅτι τίποτε δέν κάνει, ἀλλά ὅσο αὐτός ἔραβε μέ τήν ἁμαρτία, ὁ ἀδελφός τά ξήλωνε μέ τή μετάνοια. Μέ θράσος λοιπόν τοῦ παρουσιάστηκε φανερά καί, στρέφοντας τό πρόσωπό του πρός τή σεβάσμια εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, κραύγαζε καί ἔλεγε: «Τί θά γίνει μ’ ἐμᾶς τούς δύο, Ἰησοῦ Χριστέ; Ἡ ἄπειρη συμπάθειά σου μέ νικᾶ καί μέ ρίχνει κάτω, καθώς δέχεσαι αὐτόν τόν πόρνο, τόν ἄσωτο, πού κάθε μέρα σοῦ λέει ψέματα καί δέν λογαριάζει τήν ἐξουσία σου. Γιατί λοιπόν δέν τόν καῖς, ἀλλά μακροθυμεῖς καί τόν ἀνέχεσαι; Ἐσύ πρόκειται νά δικάσεις τοῦ μοιχούς καί τούς πόρνους καί νά ἐξολοθρεύσεις ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς. Πράγματι, δέν εἶσαι δίκαιος κριτής, ἀλλά ὅπου νομίσει ἡ ἐξουσία σου, κρίνεις ἄδικα καί παραβλέπεις. Ἐμένα, γιά τή μικρή παράβαση τῆς ὑπερηφάνειας, μέ ἔριξες ἀπό τόν οὐρανό κάτω· καί αὐτός εἶναι ψεύτης καί πόρνος καί ἄσωτος, καί ἐπειδή πέφτει μπροστά σου, τοῦ χαρίζεις ἀτάραχος τήν εὐμένειά σου. Γιατί λοιπόν σέ λένε δίκαιο κριτή; Ὅπως βλέπω, καί ἐσύ χαρίζεσαι σέ πρόσωπα ἀπό τήν πολλή σου ἀγαθότητα καί παραβλέπεις τό δίκαιο». Καί αὐτά ὁ διάβολος τά ἔλεγε πνιγμένος ἀπό τήν πολλή πίκρα του καί βγάζοντας φλόγες καί καπνό ἀπό τά ρουθούνια του.

Ἀφοῦ τά εἶπε αὐτά ὁ διάβολος, σώπασε· καί ἀμέσως ἀκούστηκε μία φωνή σάν ἀπό τό ἅγιο βῆμα νά λέει: «Παμπόνηρε καί ὀλέθριε δράκοντα, δέν χόρτασε ἡ κακία σου πού κατάπιες ὅλο τόν κόσμο, ἀλλά καί αὐτόν πού κατέφυγε στό ἄπειρο ἔλεος τῆς εὐσπλαχνίας μου πασχίζεις νά τόν ἁρπάξεις καί νά τόν καταπιεῖς; Ἔχεις νά παρουσιάσεις ἁμαρτήματα τόσα ποὺ νά ζυγίζουν βαρύτερα ἀπό τό πολύτιμο αἷμα ποὺ ἔχυσα γι’ αὐτόν ἐπάνω στόν σταυρό; Μάθε ὅτι ἡ σταύρωση καί ὁ θάνατός μου συγχώρησαν τίς ἁμαρτίες του. Καί ἐσύ βέβαια, ὅταν αὐτός πηγαίνει στήν ἁμαρτία, δέν τόν διώχνεις, ἀλλά τόν δέχεσαι μέ χαρά καί δέν τόν ἀποστρέφεσαι, οὔτε τόν ἐμποδίζεις, γιατί ἐλπίζεις νά τόν κερδίσεις. Ἐγώ λοπόν, πού εἶμαι τέτοιος σπλαχνικός καί φιλάνθρωπος, πού ἔδωσα ἐντολή στόν κορυφαῖο μου ἀπόστολο Πέτρο νά συγχωρεῖ ὥς ἑβδομήντα φορές καί ἑπτά αὐτόν πού ἁμαρτάνει καθημερινά, ἄραγε δέν θά συγχωρήσω καί δέν θά τόν σπλαχνιστῶ; Ναί, σοῦ λέω· καί ἐπειδή καταφεύγει σ’ ἐμένα, δέν θά τόν ἀποστραφῶ, ὥσπου νά τόν πάρω δικό μου· γιατί ἐγώ γιά τούς ἁμαρτωλούς σταυρώθηκα καί γι’ αὐτούς ἅπλωσα τά ἄχραντα χέρια μου, ἔτσι ὥστε ὅποιος θέλει νά σωθεῖ, νά καταφεύγει σ’ ἐμένα καί νά σώζεται. Κανέναν δέν ἀποστρέφομαι οὔτε διώχνω· ἀκόμη καί μύριες φορές τή μέρα νά ἁμαρτήσει κάποιος καί μύριες φορές νά ἔρθει σ’ ἐμένα, δέν θά φύγει λυπημένος. Γιατί δέν ἦρθα νά καλέσω σέ μετάνοια τούς ἐνάρετους ἀλλά τούς ἁμαρτωλούς».

Μόλις ἀκούστηκαν αὐτά τά λόγια, ὁ διάβολος ἔμεινε στή θέση του τρέμοντας, χωρίς νά μπορεῖ νά φύγει. Καί ἀκούστηκε πάλι ἡ φωνή: «Ἄκουσε, ἀπατεώνα, καί σχετικά μέ αὐτό πού εἶπες, ὅτι δηλαδή εἶμαι ἄδικος. Γιατί ἐγώ εἶμαι δίκαιος σέ ὅλους, καί σέ ὅποια κατάσταση βρῶ κάποιον, σύμφωνα μέ αὐτή τόν κρίνω. Δές, λοιπόν· αὐτόν τόν βρῆκα τώρα σέ μετάνοια καί ἐπιστροφή, πεσμένο μπροστά στά πόδια μου καί νικητή σου. Θά τόν πάρω λοιπόν καί θά σώσω τήν ψυχή του, ἐπειδή δέν ἀπελπίστηκε γιά τή σωτηρία του. Καί ἐσύ, βλέποντας τήν τιμή πού τοῦ κάνω, νά σουβλιστεῖς ἀπό τόν φθόνο σου καί νά καταντροπιαστεῖς».

Καί ὅπως ἦταν ὁ ἀδελφός πεσμένος μπρούμυτα καί θρηνοῦσε, παρέδωσε τήν ψυχή του· καί ἀμέσως ἦρθε ὀργή μεγάλη σάν φωτιά καί ἔπεσε ἐπάνω στόν σατανᾶ καί τόν κατέκαιγε. Ἀπό αὐτό λοιπόν ἄς μάθουμε, ἀδελφοί, τήν ἄμετρη εὐσπλαχνία καί φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καί πόσο καλό Κύριο ἔχουμε, καί ποτέ νά μήν ἀπελπιστοῦμε ἤ νά ἀμελήσουμε τή σωτηρία μας.

Κάποιος ἄλλος πάλι πού μετανόησε μετά τήν ἁμαρτία ἀποσύρθηκε στήν ἡσυχία· συνέβη ὅμως τότε νά χτυπήσει σέ πέτρα καί νά πληγωθεῖ στό πόδι, καί τόσο αἷμα νά τρέξει ἀπό τήν πληγή, ὥστε νά ξεψυχήσει ἀπό τήν αἱμοραγία. Ἦρθαν λοιπόν οἱ δαίμονες θέλοντας νά πάρουν τήν ψυχή του· καί τούς λένε οἱ ἄγγελοι: «Κοιτάξτε στήν πέτρα καί δεῖτε τό αἷμα του πού ἔχυσε γιά τόν Κύριο». Καί μέ αὐτό πού εἶπαν οἱ ἄγγελοι, ἀφέθηκε ἐλεύθερη ἡ ψυχή.

Σέ κάποιον ἀδερφό πού ἔπεσε σέ ἁμαρτία, παρουσιάστηκε ὁ σατανᾶς καί εἶπε: «Δέν εἶσαι χριστιανός». Ὁ ἀδελφός τοῦ ἀποκρίθηκε: «ὅποιος καί νά εἶμαι, πάντως εἶμαι καλύτερός σου». Ὁ σατανᾶς εἶπε πάλι: «Σοῦ λέω, θά πᾶς στήν κόλαση». Καί ὁ ἀδελφός τοῦ ἀπάντησε: «Δέν εἶσαι ἐσύ κριτής μου οὔτε ὁ Θεός μου». Ἔτσι ὁ σατανᾶς ἔφυγε ἄπρακτος, ἐνῶ ὁ ἀδελφός ἔδειξε εἰλικρινῆ μετάνοια στόν Θεό καί ἔγινε ἄξιος.

Ἕνας ἀδελφός ποὺ εἶχε κυριευθεῖ ἀπό λύπη, ρώτησε κάποιον γέροντα: «Τί νά κάνω; Οἱ λογισμοί μου λένε ὅτι ἄδικα ἀπαρνήθηκα τόν κόσμο καί ὅτι δέν μπορῶ νά σωθῶ». Καί ὁ γέροντας ἀποκρίθηκε: «Ἀκόμη καί ἄν δέν μποροῦμε νά μποῦμε στή Γῆ τῆς ἐπαγγελίας, μᾶς συμφέρει νά ἀφήσουμε τά κόκκαλά μας στήν ἔρημο παρά νά γυρίσουμε πίσω στή Αἴγυπτο».

Ἄλλος ἀδελφός ρώτησε τόν ἴδιο γέροντα: «Πάτερ, τί ἐννοεῖ ὁ προφήτης ὅταν λέει: ‘‘Δέν ὑπάρχει γι’ αὐτό σωτηρία ἀπό τόν Θεό του’’;» καί ὁ γέροντας εἶπε: «Ἐννοεῖ τούς λογισμούς τῆς ἀπελπισίας πού σπέρνονται ἀπό τούς δαίμονες σέ αὐτόν πού ἁμάρτησε καί τοῦ λένε• ‘‘Δέν ὑπάρχει πιά γιά σένα σωτηρία ἀπό τόν Θεό’’, καί προσπαθοῦν νά τόν γκρεμίσουν στήν ἀπελπισία. Αὐτούς πρέπει κανείς νά τούς ἀντιμάχεται λέγοντας• ‘‘ Καταφύγιό μου εἶναι ὁ Κύριος, καί αὐτός θά ἐλευθερώσει ἀπό τήν παγίδα τά πόδια μου’’».

Κάποιος ἀπό τούς πατέρες διηγήθηκε ὅτι στήν Θεσσαλονίκη ὑπῆρχε ἕνα ἀσκητήριο παρθένων. Μία ἀπό αὐτές, ἀπό ἐνέργεια τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ, ἔφυγε ἀπό τό μοναστήρι καί ἔπεσε σέ πορνεία, καί ἔμεινε στό πάθος αὐτό ἀρκετό καιρό. Κάποτε ὅμως, μέ τή βοήθεια τοῦ φιλάνθρωπου Θεοῦ, μετανόησε καί γύρισε στό κοινόβιό της. Καί φτάνοντας μπροστά στήν πύλη, ἔπεσε νεκρή.

Ὁ θάνατός της ἀποκαλύφθηκε σέ κάποιον ἅγιο, ὁ ὁποῖος εἶδε τούς ἁγίους ἀγγέλους πού ἦρθαν νά πάρουν τήν ψυχή της, καί δαίμονες πού τούς ἀκολουθοῦσαν. Στόν διάλογο πού ἔγινε μεταξύ τους, οἱ ἅγιοι ἄγγελοι ἔλεγαν ὅτι γύρισε μέ μετάνοια. Οἱ δαίμονες πάλι ἀντέλεγαν: «Τόσο καιρό εἶναι ὑποδουλωμένη σ’ ἐμᾶς καί εἶναι δική μας· ἄλλωστε δέν πρόλαβε οὔτε νά μπεῖ στό κοινόβιο, καί πῶς λέτε ὅτι μετανόησε;» καί εἶπαν οἱ ἄγγελοι: «Ἀπό τή στιγμή πού εἶδε ὁ Θεός τήν πρόθεσή της νά ἔχει κλίση στόν σκοπό αὐτό, δέχτηκε τή μετάνοιά της· καί ἡ μετάνοια βέβαια ἦταν στήν ἐξουσία της, λόγω τοῦ σκοποῦ πού ἔβαλε, ἡ ζωή της ὅμως ἦταν στήν ἐξουσία τοῦ Κυρίου τοῦ σύμπαντος». Μέ τά λόγια αὐτά ντροπιάστηκαν οἱ δαίμονες καί ἔφυγαν. Καί αὐτός πού εἶδε τήν ἀποκάλυψη, τή διηγήθηκε στούς παρόντες.

Ὁ ἀββάς Ἁλώνιος εἶπε ὅτι, ἄν θέλει ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ ἀπό τό πρωί ὥς τό βράδι νά φτάσει σέ θεῖα μέτρα.

Ἕνας ἀδελφός ρώτησε τόν ἀββᾶ Μωυσῆ: «Ἔστω ὅτι κάποιος δέρνει τόν δοῦλο του γιά κάποιο σφάλμα ποὺ ἔκανε· τί θά πεῖ ὁ δοῦλος;». Ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας: «Ἄν εἶναι δοῦλος καλός, θά πεῖ· ‘‘Σπλαχνίσου με ἔσφαλα’’». «Δέν λέει τίποτε ἄλλο;» ξαναρώτησε ὁ ἀδελφός. «Τίποτε», ἀπάντησε ὁ γέροντας· «γιατί ἀπό τή στιγμή πού θά ἀναγνωρίσει τό σφάλμα του καί θά πεῖ ὅτι ἔσφαλε, ἀμέσως τόν σπλαχνίζεται ὁ κύριός του».

Κάποιος ἀδελφός εἶπε στόν ἀββᾶ Ποιμένα: «Ἄν πέσω σέ ἀξιοδάκρυτο παράπτωμα, μέ κατατρώει ὁ λογισμός μου καί μέ κατηγορεῖ πού ἔπεσα». Ὁ γέροντας ἀπάντησε: «Ἄν, τήν ὥρα πού ἄνθρωπος πέσει σέ σφάλμα, πεῖ ‘‘ἁμάρτησα’’, ἀμέσως παύει ὁ λογισμός».

Κάποιας νέας, πού λεγόταν Ταϊσία, πέθαναν οἱ γονεῖς καί ἔμεινε ὀρφανή. Αὐτή τότε μετέτρεψε τό σπίτι της σέ ξενώνα τῶν πατέρων τῆς Σκήτης καί γιά πολύ καιρό τούς δεχόταν καί τούς φιλοξενοῦσε. Ὅταν ὅμως ξόδεψε ὅσα εἶχε, ἄρχισε νά στερεῖται. Τήν πλησίασαν τότε ἄνθρωποι διεστραμμένοι καί τήν ἔβγαλαν ἀπό τόν καλό δρόμο. Καί ζοῦσε πλέον ἁμαρτωλά,. Ἔτσι πού κατάντησε καί στήν πορνεία.

Ὅταν τό ἔμαθαν οἱ πατέρες, λυπήθηκαν πάρα πολύ καί κάλεσαν τόν ἀββᾶ Ἰωάννη τόν Κολοβό καί τοῦ εἶπαν: «Ἀκούσαμε γιά τήν τάδε ἀδελφή ὅτι ζεῖ στήν ἁμαρτία. Αὐτή, ὅταν μποροῦσε, εἶχε δείξει ἀγάπη σ’ ἐμᾶς· ἄς τή βοηθήσουμε καί ἐμεῖς τώρα, ὅπως μποροῦμε. Κάνε λοιπόν τόν κόπο νά πᾶς σέ αὐτήν καί μέ σοφία πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, φρόντισε γιά τή διόρθωσή της».

Πῆγε λοιπόν ὁ γέροντας σέ αὐτήν, καί εἶπε στή γριά πού φύλαγε στήν πόρτα: «Πές στήν κυρία σου ὅτι ἦρθα». Ἐκείνη τόν ἔδιωξε λέγοντας: «Ἐσεῖς παλιά τῆς τά φάγατε ὅλα καί τώρα εἶναι φτωχή». Ὁ γέροντας ἐπέμενε: «Πές της, καί θά δεῖ πολύ καλό ἀπό ἐμένα». Ἀνέβηκε λοιπόν ἡ γριά καί ἀνέφερε στή νέα γιά τόν γέροντα. Ἀκούγοντάς την ἐκείνη εἶπε: «Αὐτοί οἱ μοναχοί ὅλο γυρίζουν κατά τήν Ἐρυθρά Θάλασσα καί βρίσκουν μαργαριτάρια». Στολίστηκε λοιπόν, κάθισε στό κρεβάτι καί εἶπε στή θυρωρό: «Φέρε τον ἐδῶ».

Ὅταν μπῆκε ὁ ἀββάς Ἰωάννης, κάθισε κοντά της καί, κοιτώντας την στό πρόσωπο, τῆς εἶπε: «Τί σέ ἔκανε νά ἀπορρίψεις τόν Ἰησοῦ, ὥστε νά φτάσεις σέ αὐτή τήν κατάσταση;» Αὐτή, ἀκούγοντας τά λόγια του, πάγωσε· καί ὁ γέροντας, σκύβοντας τό κεφάλι, ἄρχισε νά κλαίει πικρά. «Ἀββᾶ, γιατί κλαῖς;» τόν ρώτησε. Αὐτός σήκωσε λίγο τό κεφάλι του, καί σκύβοντας πάλι εἶπε: «Βλέπω τόν σατανᾶ νά χορεύει στό πρόσωπό σου, καί πῶς νά μήν κλάψω;» «Ὑπάρχει μετάνοια, ἀββᾶ;» ρώτησε ἡ κόρη. «Ναί», τῆς εἶπε ὁ γέροντας. Καί ἐκείνη πρόσθεσε: «Πάρε με, ὅπου νομίζεις». «Πᾶμε», εἶπε ὁ γέροντας, καί αὐτή ἀμέσως σηκώθηκε νά τόν ἀκολουθήσει. Ὁ γέροντας παρατήρησε ὅτι δέν ἄφησε καμιά παραγγελία γιά τό σπίτι της καί θαύμασε.

Κοντεύοντας στήν ἔρημο, τούς πρόλαβε τό βράδυ. Καί ὁ γέροντας τῆς ἑτοίμασε ἕνα μικρό προσκέφαλο, τό σταύρωσε καί τῆς εἶπε νά κοιμηθεῖ ἐκεῖ. Ἔκανε ἔπειτα καί γιά τόν ἑαυτό του πιό πέρα καί ἀφοῦ τελείωσε τίς προσευχές του πλαγίασε καί αὐτός.

Τά μεσάνυχτα ξύπνησε καί βλέπει κάτι σάν δρόμο ἀπό φῶς νά ξεκινᾶ ἀπό αὐτήν καί νά καταλήγει στόν οὐρανό, καί εἶδε τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νά ἀνεβάζουν τήν ψυχή της. Σηκώθηκε, πλησίασε καί τή σκούντηξε μέ τό πόδι. Ὅταν κατάλαβε ὅτι ἦταν νεκρή, γονάτισε μέ τό πρόσωπο στή γῆ καί παρακαλοῦσε τόν Θεό. Καί ἄκουσε μία φωνή νά τοῦ λέει ὅτι ἡ μία ὥρα τῆς μετανοίας της ἔγινε δεκτή περισσότερο ἀπό τή μετάνοια πολλῶν ἄλλων, πού διαρκεῖ πολύν καιρό ἀλλά δέν ἔχει θέρμη.