Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019

«Γιατί είμαι πνευματικά στάσιμος; Τι φταίει;» π.Σπυρίδων Σκουτής

Πολλές φορές αγανακτούμε με τον εαυτό μας και γενικότερα με την πορεία μας στην πνευματική ζωή.
Το σημαντικό ερώτημα που ταλανίζει τον εσωτερικό μας κόσμο είναι «Γιατί είμαι πνευματικά στάσιμος; Τι φταίει;» από κει και πέρα αρχίζει η πτώση, η απογοήτευση και μερικές φορές η εγκατάλειψη και ο εσωτερικός ακρωτηριασμός.
Στην πνευματική ζωή δεν υπάρχουν συνταγές που κάποιος θα μας πει ότι είναι ωραίες και κερδίζουν το βραβείο. Η πνευματική ζωή είναι μια διαρκής σχέση με τον Θεό αυστηρά προσωπική. Ένα ταξίδι που δεν σταματάει , ένα φως που δεν σβήνει τουλάχιστον από την πλευρά του Θεού.
Χρειάζεται αγώνας σε όλα τα μέτωπα, να γίνει ο Χριστός η ζωή μας και όχι απλά ένα μέρος αυτής. Να ζητάμε στην προσευχή μας τον ίδιο τον Χριστό και όχι κάτι από Εκείνον για να καλύψουμε κάποιες υλικές ανάγκες κάποιας περιόδου της ζωής μας. Να ανοιχτούμε στο θέλημα Του , και όχι να απαιτούμε το δικό μας θέλημα και μάλιστα να θέλουμε και τον Θεό συνένοχο σε αυτό.

Η πνευματική αλλοίωση είναι υπόθεση του Θεού και όχι δική μας, μέσα φυσικά από τη δική μας συνέργεια και όχι μέσα από κάποιο ατομικό κατόρθωμα. Ο αγώνας δεν θα σταματήσει, ακόμα και μέχρι την τελευταία μας πνοή θα παλεύουμε για μετάνοια και αγάπη.
Δεν χρειάζεται απογοήτευση ιδιαίτερα όταν πέφτουμε συχνά στο ίδιο αμάρτημα, αλλά θάρρος και ελπίδα που θα αντλήσουμε από την αγκαλιά του Θεού. Εκεί είναι το λιμάνι του ανεφοδιασμού για να αντιμετωπίσουμε τις μεγάλες μάχες.
Πρέπει να δώσουμε αίμα για να λάβουμε πνεύμα. Χρειάζονται αγώνες, δάκρυα
και διαρκής μετάνοια για να έρθει η πνευματική αλλοίωση μέσα στο πλαίσιο της υπομονής, χωρίς όμως χρονικά περιθώρια. Στη μάχη για την αγάπη του Θεού δεν βάζουμε όρους και χρόνους, βάζουμε την επιθυμία μας, την αποφασιστικότητά μας και την καρδιά μας και τρέχουμε στην αγκαλιά Του. Τα υπόλοιπα τα γνωρίζει Εκείνος.

Το παρακάτω απόσπασμα είναι από το βιβλίο «Η ΑΓΑΠΗ-Προσεγγίσεις στο μυστήριο του Θεού» του Επισκόπου Αχελώου κ.κ.Ευθυμίου Στυλιανού και απαντάει σε όσους παραπονιούνται γιατί δεν βλέπουν κανένα άμεσο αποτέλεσμα από τη βίωση του χριστιανικού τρόπου ζωής.

«Αδερφοί μου, το σίδερο δεν κοκκινίζει από τη μία στιγμή στην άλλη. Πρέπει να μείνει αρκετά μέσα στο πυρωμένο καμίνι, μέσα στην πηγή της φλόγας, κοντά στην καρδιά της φωτιάς….
Η μεταπτωτική, σκοτεινή, σκληρή και άκαμπτη φύση μας δεν θα αλλοιωθεί, παρά αφού παραμείνει πολύ καιρό κοντά στην καρδιά του Θεού, κοντά στην πηγή του θεϊκού πυρός.
Εμείς βέβαια δεν είμαστε ικανοί να επικοινωνούμε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Θεό, όπως ο θεόπτης Μωϋσης. Μπορούμε όμως να επιλέξουμε οριστικά την αγάπη του Θεού και να βιώνουμε αποφασιστικά τον τρόπο ζωής του Θεού, με το πρόσωπο μας στραμμένο πάντοτε προς το φωτεινό πρόσωπο του Θεού. Και η αλλοίωση θα έλθει. Όχι βέβαια αμέσως, αλλά ύστερα από πολύ καιρό. Οι άνθρωποι δεν γίνονται Άγιοι από τη μία στιγμή στην άλλη.
Οι Άγιοι είναι ώριμοι καρποί του Αγίου Πνεύματος. Είναι καρποί υπομονής, αγώνων και αγιασμού μιας ολόκληρης ζωής. Οι Άγιοι έμειναν κοντά στην καρδιά της θεϊκής φωτιάς , όχι μόνο σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες . Αλλά σαράντα και πενήντα και εξήντα χρόνια. Και τελικά ας μη λησμονούμε: Η αλλοίωση μας δεν θα είναι δικό μας επίτευγμα. Θα είναι «αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου». Καλό αγώνα

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Συγκεκριμένος Θεός ή απρόσωπη δύναμη; (π. Δ. ΜΠΟΚΟΣ, ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΕ ΓΝΩΡΙΖΕΙ Ο ΘΕΟΣ )

Πολὺ τῆς μόδας ἔγιναν στὴν ἐποχή μας καὶ θεωροῦνται μοντέρνες ἰδέες τὰ θολά, βαλτωμένα ἀπόνερα πολὺ παλιῶν θρησκευτικῶν θεωριῶν γιὰ τὸ τί εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ποιά εἶναι ἡ σημασία του γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Τὸ νὰ μιλάει κανεὶς σήμερα μὲ τοὺς «παρωχημένους» ὅρους Χριστός, Παναγία, Ἁγία Τριάδα, προσευχή, ἄγγελος, δαίμονας, διάβολος, ἅγιος, θαῦμα, Θεὸς καὶ μάλιστα Θεός-πρόσωπο, εἶναι πολὺ ξεπερασμένο. Ἀντιθέτως ἂν πεῖ τὶς μαγικὲς λέξεις ἀνώτερη ἢ ἀπρόσωπη δύναμη, συμπαντικὴ ἢ θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ ἐνέργεια, προσωπικὴ αὔρα, διαλογισμός, γιόγκα, ἐξωσωματικὴ ἐμπειρία κ. λ. π., εἶναι εὐθυγραμμισμένος ἀπόλυτα μὲ τὴν προοδευτική, κουλτουριάρικη διανόηση, πού, νομίζοντας ὅτι ἔχει ἐξελιχθεῖ καὶ φθάσει σὲ ἀνώτερη «γνώση», περιφρονεῖ ὁτιδήποτε δὲν ἀνήκει στὴ «γνώση» αὐτή.


Ἀλλὰ τί σημαίνει ἀπρόσωπη δύναμη; Μιὰ δύναμη ποὺ δὲν προσωποποιεῖται σὲ μιὰ συγκεκριμένη ὀντότητα. Μιὰ οὐσία, μιὰ φύση ποὺ δὲν ὑλοποιεῖται σὲ μιὰ ἰδιαίτερη ἐνσυνείδητη μορφή, δὲν «ὑποστασιάζεται» σὲ πρόσωπο, ὅπως λέει ἡ θεολογικὴ γλώσσα, δὲν ἀποτελεῖ μιὰ αὐτοτελῆ ὕπαρξη. Συνεπῶς δὲν ἔχει τὰ γνωρίσματα, τὶς ἰδιότητες ἑνὸς διακεκριμένου ὄντος. Δηλαδὴ δὲν ἔχει καμμιὰ συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ της. Δὲν ξέρει ὅτι ὑπάρχει, ἐφόσον δὲν μπορεῖ νὰ σκεφθεῖ. Εἶναι ὑποταγμένη στοὺς νόμους ποὺ διέπουν τὴ φύση της. Δὲν ἔχει προσωπικὴ ἐλευθερία νὰ κινηθεῖ ἔξω ἀπὸ αὐτούς, νὰ ἐνεργήσει, νὰ κάνει κάτι διαφορετικό. Δὲν ἔχει προσωπικὴ θέληση, οὔτε προσωπικὰ συναισθήματα ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο προσωπικὸ χαρακτηρίζει μιὰ χωριστὴ ὕπαρξη.


Ἂς τὸ δοῦμε, γιὰ πιὸ εὔκολα, σὲ μιὰ φυσικὴ δύναμη. Ἂς πάρουμε τὴν ἐνέργεια σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς γνωστές της μορφές, π. χ. τὸν ἠλεκτρισμό. Γεμίζει τὸν φυσικὸ κόσμο, χωρὶς νὰ ὑλοποιεῖται σὲ μία συγκεκριμένη, ξεχωριστή, συνειδητὴ ὕπαρξη, ποὺ νὰ μπορεῖ δηλαδὴ νὰ σκέφτεται, νὰ αἰσθάνεται, νὰ γνωρίζει ἄλλα ὄντα, νὰ ἔρχεται σὲ σχέση μαζί τους, νὰ ἀγαπᾶ ἢ νὰ μισεῖ. Ὅποιος τὸ ἰσχυρισθεῖ αὐτὸ θὰ θεωρηθεῖ ἀμέσως ἠλίθιος. Ἐκδηλώνεται μόνο ὅπως ἐπιβάλλουν οἱ φυσικοὶ νόμοι ποὺ τὴν διέπουν. Δὲν ἔχει προσωπικὴ ἐλευθερία οὔτε θέληση νὰ πράξει κάτι ποὺ δὲν ἐντάσσεται στοὺς νόμους αὐτούς. Δὲν ἔχει συνείδηση τῆς ὕπαρξής της, δηλαδὴ δὲν ξέρει κὰν ὅτι ὑπάρχει σὰν οὐσία ἢ ἐνέργεια. Εἶναι μιὰ τυφλὴ δύναμη. Ὅποιος μπορεῖ νὰ ἐλέγξει τοὺς φυσικοὺς νόμους, μπορεῖ νὰ ρυθμίσει καὶ τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους λειτουργεῖ ὁ ἠλεκτρισμός. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ὑποτάσσει τὸν ἠλεκτρισμὸ καὶ τοῦ ὑπαγορεύει μὲ τί τρόπο θὰ ἐκδηλώνεται. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἔλεγχος τῶν φυσικῶν νόμων, ὁ ἠλεκτρισμὸς δρᾶ τυφλὰ καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕρμαιο τῆς ἀπρόσωπης δύναμής του (π. χ. κεραυνός). Δὲν μπορεῖ νὰ ἐλπίζει σὲ κάποια εὐσπλαχνία ἐκ μέρους μιᾶς ἀδυσώπητης τυφλῆς δύναμης.


Τί σημαίνει προσωπικὴ ὕπαρξη; Νὰ ὑπάρχει κάποιος μὲ συγκεκριμένη ὀντότητα. Νὰ ἔχει συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ του. Νὰ νοιώθει, νὰ ξέρει ὅτι ὑπάρχει. Νὰ γνωρίζει τὸν ἑαυτό του, δηλαδὴ νὰ μπορεῖ νὰ πεῖ, «εἶμαι ὁ τάδε». Νὰ εἶναι πρόσωπο, προσωπικότητα. Νὰ σκέφτεται, νὰ θέλει, νὰ μπορεῖ νὰ ἐνεργήσει ἐλεύθερα, εἴτε γιὰ τὸ καλό του εἴτε γιὰ τὸ κακό του. Νὰ ἔχει συναισθήματα, νὰ μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει ἢ νὰ μισήσει. Νὰ μπορεῖ δηλαδὴ νὰ σχετισθεῖ κατὰ βούλησιν μὲ ἄλλα συνειδητὰ ὄντα, νὰ κινηθεῖ πρὸς αὐτὰ ἢ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ κοντά τους. Νὰ ἔχει ὅλα τὰ γνωρίσματα μιᾶς ὕπαρξης ποὺ ἔχει ἐνσυνείδητη αἴσθηση τοῦ ἑαυτοῦ της.


Τέτοια ὅμως ὕπαρξη ἐνσυνείδητη, προσωπικὴ ὄχι ἀπρόσωπη, εἶναι καὶ ὁ Θεός, ὅπως μᾶς τὸν φανέρωσε ὁ Χριστός. Ἔχει ἀπόλυτη συνείδηση ὅτι ὑπάρχει. Εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐνεργήσει ὅπως θέλει. Δὲν ὑποτάσσεται παρὰ τὴ θέλησή του σὲ κανένα τυφλὸ νόμο. Ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ ἀγαπάει καὶ μάλιστα ἀπέραντα. Γνωρίζει τὸν ἄνθρωπο, μπορεῖ καὶ θέλει νὰ σχετίζεται μαζί του καὶ μάλιστα τὸν προσκαλεῖ σὲ μία, ἐλεύθερη πάντα, πραγματικὴ ἕνωση μαζί του. Ὅπου ὁ ἄνθρωπος δὲν χάνει τὸ δικό του πρόσωπο, τὴ δική του ὕπαρξη, τὴ δική του αὐτοσυνειδησία. Ἀλλὰ δέχεται τὴν ἐνέργεια (ἀγάπη) τοῦ Θεοῦ καί, χωρὶς νὰ χάσει τίποτε ἀπ’ τὴ δική του ἐνσυνείδητη ὀντότητα, βιώνει καὶ μιὰν ἄλλη θαυμαστὴ πραγματικότητα. Σὰν τὸ σίδερο ποὺ θερμαίνεται στὴ φωτιά, ἑνώνεται μὲ τὴν ἐνέργειά της (τὴ θερμότητα) καὶ κοκκινίζει, χωρὶς νὰ παύει ποτὲ νὰ εἶναι σίδερο.


Ἡ ἕνωση ὅμως μὲ μιὰ ἀπρόσωπη τυφλὴ θεότητα, λένε οἱ ὑπέρμαχοί της, σημαίνει νὰ διαλυθεῖ ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη μέσα στὴν ἀπρόσωπη ἀνώτερη (;) δύναμη. Ὅπως πέφτει μιὰ σταγόνα στὸν ὠκεανὸ καὶ διαχέεται, χάνεται. Γίνεται ἕνα μαζί του. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἡ σταγόνα παύει νὰ ὑπάρχει ξεχωριστά, νὰ ἔχει προσωπικὴ ζωή, ἐλευθερία, ὀντότητα. Οὔτε ὁ ὠκεανὸς οὔτε ἡ σταγόνα ἔχουν αἴσθηση ὅτι ὑπάρχουν. Ἡ ὁποιαδήποτε ἐνέργειά τους ὑποτάσσεται στοὺς νόμους ποὺ διέπουν τὴ φύση τοῦ νεροῦ.


Δηλαδή: Ἕνωση μὲ ἀπρόσωπη δύναμη σημαίνει στὸ ἑξῆς οὐσιαστικὰ ἀνυπαρξία γιὰ μένα, ἀπώλεια τῆς αἴσθησής μου ὅτι ὑπάρχω προσωπικά. Γι’ αὐτὸ καὶ προτιμῶ τὸν Θεὸ ποὺ ὑπάρχει ὡς πρόσωπο καὶ μάλιστα τριαδικά. Τὸν Θεὸ ποὺ ξέρει τί τοῦ γίνεται, γνωρίζει καλὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γνωρίζει κι ἐμένα μὲ τὸ ὄνομά μου, μὲ ἀγαπάει, μὲ καλεῖ -χωρὶς νὰ μὲ ἀναγκάζει- κοντά του καὶ μοῦ χαρίζει μιὰ αἰώνια, προσωπική, ἐνσυνείδητη ζωή, πληθωρικὰ γεμάτη ἀπ’ τὸν ὑπέροχο πλοῦτο τῆς δικῆς του ζωῆς. Τὸν ἕνα τριαδικὸ Θεὸ ποὺ κοντὰ σὲ μένα γνωρίζει καὶ ὅλα τὰ ἄλλα λογικά του πρόβατα, «τὰ καλεῖ κατ’ ὄνομα» καὶ κάνει τὰ πάντα γι’ αὐτά, ὥστε νὰ τὰ συναγάγει εἰς «μίαν ποίμνην».


Εἶναι ἡ μόνη διαθέσιμη προσφορὰ αὐτοῦ τοῦ εἴδους. Πῶς νὰ τὴν ἀπορρίψω;


Γι’ αὐτὸ καὶ «πιστεύω εἰς ἕνα Θεὸν Πατέρα, Παντοκράτορα, …καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, …καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, …τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον…». Στὸν τρισυπόστατο προσωπικὸ Θεό, τὸν ὁποῖο ἀνακαλύπτω καὶ συναντῶ, σὲ μιὰ ἀσύγκριτη σχέση ἀγάπης, μόνο μέσα στὴ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μου.




(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 391, Φεβρ. 2016, ἐπηυξημένο)