Ἡ ἰδανικὴ φιλία ἀνθεῖ σὲ περιβάλλοντα ἀμόλυντα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν συναναστροφὴ τῶν κακῶν καὶ τῶν πονηρῶν.
Ἡ γοητεία τοῦ κακοῦ καὶ ἡ φαυλότητα τῆς ζωῆς ἔχουν ἀμαυρώσει ὅλα τὰ καλὰ τοῦ βίου μας. Καὶ μεταξὺ αὐτῶν τῶν καλῶν συμπεριλαμβάνονται καὶ οἱ φιλίες. Κάτω ἀπὸ τὸ γενικὸ ξεπεσμὸ καὶ ἐξευτελισμὸ τῆς ζωῆς χάθηκαν ἢ ἀλλοτριώθηκαν κι αὐτές. Κι ὅμως, ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη μιᾶς γνήσιας, ἀληθινῆς, δυνατῆς καὶ πραγματικῆς φιλίας. Δύσκολα κτίζονται τέτοιες φιλίες. Εὔκολα καταστρέφονται. Κι ὅσοι ἀπέκτησαν τέτοιες ζηλευτὲς φιλίες ἔζησαν εὐτυχισμένοι. Γι᾽ αὐτὸ θὰ σᾶς δώσω τὴν συνταγὴ τῆς ἰδανικῆς φιλίας. Ὄχι ἐγώ. Ἐσεῖς τὸ ξέρετε, ὅτι πάντα ἀφήνω ἐκείνους ποὺ ξέρουν τὰ θέματα τῆς ζωῆς μας καλύτερα ἀπὸ μᾶς νὰ μᾶς ποῦν τὴν σοφὴ συμβουλή τους. Ἔτσι ἀνεκάλυψα στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο τὶς προϋποθέσεις μιᾶς μεγάλης φιλίας, σὰν αὐτή, ποὺ εἶχε ὁ ἴδιος μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο. Ὁ ἴδιος ἔλεγε, ὅτι «ἐφαίνετο νὰ ἔχωμεν οἱ δύο μας μίαν ψυχὴν ποὺ ἐκατοικοῦσεν εἰς δύο σώματα. Τότε πλέον ἐγίναμεν τὰ πάντα ὁ ἕνας διὰ τὸν ἄλλον, ὁμόστεγοι, ὁμοτράπεζοι, συμφυεῖς, ἀποβλέποντες εἰς τὸ ἴδιο καὶ πάντοτε αὐξάνοντες ὁ ἕνας τὸν πόθο τοῦ ἄλλου, ὥστε νὰ γίνῃ θερμότερος καὶ μόνιμος».
Ἂς δοῦμε λοιπὸν πῶς ἐκτίσθη αὐτὴ ἡ ζηλευτή, εὐλογημένη καὶ πασίγνωστη φιλία τῶν δύο μεγάλων ἀνδρῶν καὶ ἁγίων πατέρων μας. Ἔτσι θὰ διδαχθοῦμε κι ἐμεῖς τὰ μεγάλα μυστικὰ τῆς εὐτυχισμένης ζωῆς.
Ἡ ἀληθινὴ φιλία πρέπει νὰ εἶναι «θεῖος καὶ φρόνιμος ἔρως» ἀπηλλαγμένος ἁμαρτίας. Γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Οἱ σωματικοὶ ἔρωτες, καθὼς ἀφοροῦν τὰ πράγματα ποὺ περνοῦν, περνοῦν κι ἐκεῖνοι ὅπως τὰ ἐαρινὰ λουλούδια. Οὔτε ἡ φλόγα μένει, ὅταν τὰ ξύλα τελειώσουν, ἀλλὰ χάνεται μαζὶ μὲ αὐτὰ ποὺ τὴν τρέφουν, οὔτε ὁ πόθος ὑπάρχει, ὅταν τὸ προσάναμμα σβήση. Οἱ θεῖοι ὅμως καὶ φρόνιμοι ἔρωτες, ἐπειδὴ ἀναφέρονται εἰς κάτι σταθερόν, διὰ τοῦτο ἀκριβῶς εἶναι μονιμώτεροι καὶ ὅσον περισσότερον παρουσιάζεται τὸ κάλλος των τόσον περισσότερον συνδέουν τοὺς ἐραστὲς μὲ αὐτὸ καὶ μεταξύ των. Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος τοῦ ἰδικοῦ μας ἔρωτος».
Μιὰ δυνατὴ φιλία γεννᾶται, ὅταν οἱ φίλοι διεξάγουν κοινὸ ἀγῶνα καὶ ἁμιλλῶνται εἰς τὴν κατάκτησιν τῶν ὑψηλῶν κορυφῶν τῆς ἀρετῆς. Γράφει γι᾽ αὐτὴ τὴν κοινὴ ἐπιδίωξιν τοῦ ἰδίου καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Κοινὴ ἐπιδίωξις καὶ τῶν δύο ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ συμμόρφωσις τῆς ζωῆς μας πρὸς τὶς μελλοντικὲς ἐλπίδες». Ἐξομολογεῖται διὰ τὸν θεῖον πόθον των: «Τὴν ἐπιδίωξιν αὐτὴν ἔχοντες ἐμπρός μας κατευθήναμεν τὴν ζωήν μας ὁλόκληρον καὶ κάθε ἐνέργειάν μας· μᾶς ὡδηγοῦσεν ἡ ἐντολὴ καὶ ἠκονίζαμεν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον τὴν ἀρετήν μας καὶ εἴμεθα, ἐὰν δὲν εἶναι ὑπερβολικὸν τοῦτο νὰ εἴπω, ὁ ἕνας διὰ τὸν ἄλλον κανὼν καὶ μέτρον, μὲ τὰ ὁποῖα διακρίνεται τὸ ὀρθὸν καὶ τὸ μὴ ὀρθόν».
Ἡ ἰδανικὴ φιλία ἀνθεῖ σὲ περιβάλλοντα ἀμόλυντα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν συναναστροφὴ τῶν κακῶν καὶ τῶν πονηρῶν. Προσέξτε ἰδιαίτερα τὶς συνετὲς παρατηρήσεις τοῦ ἁγίου Πατέρα μας Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Ἀπὸ τοὺς σπουδαστές μας συναναστρεφόμεθα, ὄχι βέβαια τοὺς πιὸ ἀνήθικους ἀλλὰ τοὺς πιὸ φρόνιμους· οὔτε τοὺς πιὸ ἐριστικοὺς ἀλλὰ τοὺς πιὸ εἰρηνικοὺς καὶ ἐκείνους ποὺ ἡ συναναστροφή των εἶναι ὠφελιμωτέρα. Διότι ἐγνωρίζαμεν ὅτι εἶναι εὐκολώτερον νὰ λάβῃς τὴν ἀσθένειαν παρὰ νὰ χαρίσῃς τὴν ὑγείαν. Καὶ εἰς τὰ μαθήματα ἐφθάσαμεν νὰ χαιρώμεθα ὄχι μὲ τὰ πιὸ εὐχάριστα ἀλλὰ μὲ τὰ πιὸ ὠφέλιμα. Ἐπειδὴ καὶ ἀπὸ αὐτὰ οἱ νέοι συμμορφώνονται πρὸς τὴν ἀρετὴν ἢ τὴν κακίαν». Μακάρι ὅλοι μας νὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε αὐτὲς τὶς ἀθάνατες συμβουλὲς κανόνες καὶ νόμους ζωῆς.
Ἡ ἀληθινὴ φιλία στηρίζεται στοὺς ἀποστολικοὺς λόγους καὶ νόμους: «ὅποιος ἀγαπᾶ δὲν ζητεῖ τίποτε διὰ τὸν ἑαυτόν του». Καὶ «Διὰ τῆς φιλαδελφίας νὰ γίνεσθε φιλόστοργοι μεταξύ σας. Νὰ προλαμβάνη ὁ καθένας τοὺς ἄλλους εἰς τὸ νὰ τοὺς ἀποδίδη τιμήν». Αὐτὰ ἐφήρμοζαν οἱ θεϊκοὶ πατέρες, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος σεβαστὸς πατέρας μας Γρηγόριος: «Ἀγωνιζόμεθα καὶ οἱ δυό, ὄχι ποιός νὰ ἔχῃ ὁ ἴδιος τὸ πρωτεῖον, ἀλλὰ πῶς νὰ τὸ παραχωρήσῃ εἰς τὸν ἄλλον· τὴν εὐδοκίμησιν ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τὴν ἐθεωρούσαμεν ἰδικήν μας… πρέπει νὰ πεισθῆτε ὅτι ἐζούσαμεν ὁ ἕνας μέσα εἰς τὸ εἶναι τοῦ ἄλλου καὶ δίπλα εἰς τὸν ἄλλον». Ἡ ἀγάπη καὶ ὁ σεβασμὸς ποὺ εἶχε ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἰς τὸν Μέγα Βασίλειον φαίνεται στὰ πιὸ κάτω λόγια μὲ τὰ ὁποῖα συγκρίνεται ὁ ἴδιος μὲ τὸν φίλο του. Γράφει: «Τὸ ὡραιότερον εἶναι ὅτι ἐσχηματίσθη ἀπὸ ἐμᾶς μία ἀδελφότης ποὺ ἐκεῖνος διεμόρφωνε καὶ κατηύθυνεν ὡς ἀρχηγὸς μὲ κοινὲς ἱκανοποήσεις, μολονότι ἐγὼ ἔτρεχα πεζὸς δίπλα εἰς ἅρμα Λυδικὸν (ταχυδρόμον δηλαδή), ὅπου καὶ ὅπως ἐπήγαινεν ἑκεῖνος».
Τὴν ἀληθινὴ φιλία συνδέει καὶ ὁ κοινὸς σκοπὸς τῆς ζωῆς. Ἔτσι ἄρχισε ἡ φιλία μας, ἀποκαλύπτει ὁ θεῖος πατέρας «καθὼς μὲ τὸ πέρασμα τοῦ καιροῦ ὡμολογήσαμεν τὸν πόθον μας ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον καὶ ὅτι αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐνδιέφερε ἦταν ἡ φιλοσοφία, τότε πλέον ἐγίναμεν τὰ πάντα ὁ ἕνας διὰ τὸν ἄλλον».
Τὴν γνήσια φιλίαν συνδέουν οἱ κοινὲς ἀρχὲς καὶ οἱ κοινὲς ἀντιλήψεις. Γι᾽ αὐτὸ τὸ θέμα γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Τίποτε, νομίζω δὲν ἀξίζει, ἐὰν δὲν ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ δὲν κάνει καλυτέρους ὅσους ἀσχολοῦνται μὲ αὐτό. Διὰ τοὺς ἄλλους ὑπάρχουν διάφορες ὀνομασίες ἢ ἀπὸ τὸν πατέρα ἢ ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν ἢ ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμα καὶ τὶς πράξεις των. Ἐμεῖς ὅμως ἔχομεν τὸ μέγα προσὸν καὶ ὄνομα νὰ εἴμεθα καὶ νὰ λεγώμεθα χριστιανοί. Αὐτὸ ἦτο ἡ μεγαλυτέρα καύχησις γιὰ μᾶς».
Ἡ μεγάλη φιλία ἐκδηλώνεται μὲ τρυφερότηττα, εὐαισθησία, στοργὴ καὶ φιλαδελφία. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀναφέρεται εἰς τὸν φίλον του καὶ τὸν ἀποκαλεῖ «ὁ ἐμὸς Βασίλειος». Δηλαδὴ «ὁ δικός μου Βασίλειος». Ἔτσι γίνεται, ὅταν ἡ φιλία εἶναι ἀνιδιοτελής, καθαρὴ καὶ λουσμένη στὸ φῶς τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης καὶ ἀρετῆς. Τί λέτε; Πῶς σᾶς φαίνονται αὐτά; Δοκιμάστε τα καὶ θὰ βεβαιωθῆτε, ὅτι θὰ σᾶς βοηθήσουν νὰ δημιουργήσετε γερὲς καὶ ἰσχυρὲς φιλίες, ποὺ θὰ ἀντέξουν στὸν χρόνο καὶ στὴν τρικυμία τῆς ζωῆς σας.
Αὐτὴ ἡ φιλία τῶν ἁγίων ἀνδρῶν διεφημίσθη παντοῦ εἰς τὸν τότε κόσμον καὶ ἔμεινεν εἰς τὴν ἱστορίαν. Τὸ ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Γράφει: «Αὐτὰ ἔκαμαν νὰ γίνωμεν γνωστοὶ εἰς τοὺς διδασκάλους καὶ τοὺς συναδέλφους μας, γνωστοὶ εἰς ὅλην τὴν Ἑλλάδα, καὶ μάλιστα εἰς τοὺς πιὸ ἐπιφανεῖς Ἕλληνες. Εἴχαμεν πλέον ξεπεράσει τὰ σύνορα τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ἔγινε σαφὲς ἀπὸ διηγήσεις πολλῶν. Ἠκούοντο οἱ διδάσκαλοὶ μας εἰς ὅσους ἠκούοντο αἱ Ἀθῆναι, συνακουόμεθα καὶ ἐμεῖς οἱ δύο καὶ συναναστρεφόμεθα εἰς τόσους ἀνθρώπους, εἰς ὅσους καὶ οἱ δάσκαλοί μας καὶ δὲν ἤμεθα ἕνα ζεῦγος ἄσημον καὶ κοντὰ καὶ μακρὰν τῶν διδασκάλων μας».
Ὁ ἴδιος θεοφόρος καὶ ἁγιοπνευματοκίνητος Πατέρας ἔγραψε καὶ τὸ ὡραιότατον ἐγκώμιον τῆς φιλίας:
«Μὲ τίποτε ἀπὸ ὅ,τι ὑπάρχει εἰς τὸν κόσμον δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ συγκρίνῃ ἕνα πιστὸν φίλον, καὶ τὸ κάλλος του δὲν ἔχει ὅρια». «Ὁ πιστὸς φίλος εἶναι ἰσχυρὰ προστασία» (Σοφ. Σολ. ς´ 14-15) καὶ βασίλειον ὀχυρωμένον. Ὁ πιστὸς φίλος εἶναι ἔμψυχος θησαυρός. Ὁ πιστὸς φίλος εἶναι πολυτιμότερος ἀπὸ χρυσάφι καὶ ἀπὸ πολλοὺς πολυτίμους λίθους. Ὁ πιστὸς φίλος εἶναι κῆπος περιφραγμένος καὶ πηγὴ σφραγισμένη, τὰ ὁποῖα ἀνοίγουν πότε-πότε διὰ νὰ τὰ ἐπισκεφθῇ καὶ νὰ τὰ ἀπολαύσῃ κανείς. Ὁ πιστὸς φίλος εἶναι λιμάνι ἀναψυχῆς. Ἂν δὲ εἶναι καὶ πιὸ συνετός, πόσον καλύτερον εἶναι τοῦτο; Ἐὰν δὲ εἶναι καὶ πολὺ μορφωμένος καὶ διαθέτη παντοειδῆ μόρφωσιν, τὴν ἰδικήν μας λέγω καὶ ἐκείνην ἡ ὁποία ἦτο κάποτε ἰδική μας, πόσον καλύτερον εἶναι αὐτό; Ἐὰν δὲ καὶ υἱὸς τοῦ φωτὸς (Ἰωάν. ιβ´ 36, Ἐφεσ. ε´ 8), ἢ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ (Δ´ Βασιλ. α´ 9), ἢ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος προσεγγίζει τὸν Θεὸν (Ἰεζεκιὴλ μγ´ 19), ἢ ἔχει ἀνωτέρας, πνευματικὰς ἐπιθυμίας (Δαν. θ´ 23), ἢ εἶναι ἄξιος νὰ φέρη ἕνα χαρακτηρισμὸν ἀπὸ ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους τιμᾶ ἡ Γραφὴ τοὺς ἐνθέους καὶ ὑψηλούς, οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν εἰς ἀνωτέραν τάξιν, γεγονὸς τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ ἤδη δῶρον τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι σαφῶς ἀνώτερον ἀπὸ τὴν ἰδικήν μας ἀξίαν».
Ἡ γοητεία τοῦ κακοῦ καὶ ἡ φαυλότητα τῆς ζωῆς ἔχουν ἀμαυρώσει ὅλα τὰ καλὰ τοῦ βίου μας. Καὶ μεταξὺ αὐτῶν τῶν καλῶν συμπεριλαμβάνονται καὶ οἱ φιλίες. Κάτω ἀπὸ τὸ γενικὸ ξεπεσμὸ καὶ ἐξευτελισμὸ τῆς ζωῆς χάθηκαν ἢ ἀλλοτριώθηκαν κι αὐτές. Κι ὅμως, ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη μιᾶς γνήσιας, ἀληθινῆς, δυνατῆς καὶ πραγματικῆς φιλίας. Δύσκολα κτίζονται τέτοιες φιλίες. Εὔκολα καταστρέφονται. Κι ὅσοι ἀπέκτησαν τέτοιες ζηλευτὲς φιλίες ἔζησαν εὐτυχισμένοι. Γι᾽ αὐτὸ θὰ σᾶς δώσω τὴν συνταγὴ τῆς ἰδανικῆς φιλίας. Ὄχι ἐγώ. Ἐσεῖς τὸ ξέρετε, ὅτι πάντα ἀφήνω ἐκείνους ποὺ ξέρουν τὰ θέματα τῆς ζωῆς μας καλύτερα ἀπὸ μᾶς νὰ μᾶς ποῦν τὴν σοφὴ συμβουλή τους. Ἔτσι ἀνεκάλυψα στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο τὶς προϋποθέσεις μιᾶς μεγάλης φιλίας, σὰν αὐτή, ποὺ εἶχε ὁ ἴδιος μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο. Ὁ ἴδιος ἔλεγε, ὅτι «ἐφαίνετο νὰ ἔχωμεν οἱ δύο μας μίαν ψυχὴν ποὺ ἐκατοικοῦσεν εἰς δύο σώματα. Τότε πλέον ἐγίναμεν τὰ πάντα ὁ ἕνας διὰ τὸν ἄλλον, ὁμόστεγοι, ὁμοτράπεζοι, συμφυεῖς, ἀποβλέποντες εἰς τὸ ἴδιο καὶ πάντοτε αὐξάνοντες ὁ ἕνας τὸν πόθο τοῦ ἄλλου, ὥστε νὰ γίνῃ θερμότερος καὶ μόνιμος».
Ἂς δοῦμε λοιπὸν πῶς ἐκτίσθη αὐτὴ ἡ ζηλευτή, εὐλογημένη καὶ πασίγνωστη φιλία τῶν δύο μεγάλων ἀνδρῶν καὶ ἁγίων πατέρων μας. Ἔτσι θὰ διδαχθοῦμε κι ἐμεῖς τὰ μεγάλα μυστικὰ τῆς εὐτυχισμένης ζωῆς.
Ἡ ἀληθινὴ φιλία πρέπει νὰ εἶναι «θεῖος καὶ φρόνιμος ἔρως» ἀπηλλαγμένος ἁμαρτίας. Γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Οἱ σωματικοὶ ἔρωτες, καθὼς ἀφοροῦν τὰ πράγματα ποὺ περνοῦν, περνοῦν κι ἐκεῖνοι ὅπως τὰ ἐαρινὰ λουλούδια. Οὔτε ἡ φλόγα μένει, ὅταν τὰ ξύλα τελειώσουν, ἀλλὰ χάνεται μαζὶ μὲ αὐτὰ ποὺ τὴν τρέφουν, οὔτε ὁ πόθος ὑπάρχει, ὅταν τὸ προσάναμμα σβήση. Οἱ θεῖοι ὅμως καὶ φρόνιμοι ἔρωτες, ἐπειδὴ ἀναφέρονται εἰς κάτι σταθερόν, διὰ τοῦτο ἀκριβῶς εἶναι μονιμώτεροι καὶ ὅσον περισσότερον παρουσιάζεται τὸ κάλλος των τόσον περισσότερον συνδέουν τοὺς ἐραστὲς μὲ αὐτὸ καὶ μεταξύ των. Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος τοῦ ἰδικοῦ μας ἔρωτος».
Μιὰ δυνατὴ φιλία γεννᾶται, ὅταν οἱ φίλοι διεξάγουν κοινὸ ἀγῶνα καὶ ἁμιλλῶνται εἰς τὴν κατάκτησιν τῶν ὑψηλῶν κορυφῶν τῆς ἀρετῆς. Γράφει γι᾽ αὐτὴ τὴν κοινὴ ἐπιδίωξιν τοῦ ἰδίου καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Κοινὴ ἐπιδίωξις καὶ τῶν δύο ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ συμμόρφωσις τῆς ζωῆς μας πρὸς τὶς μελλοντικὲς ἐλπίδες». Ἐξομολογεῖται διὰ τὸν θεῖον πόθον των: «Τὴν ἐπιδίωξιν αὐτὴν ἔχοντες ἐμπρός μας κατευθήναμεν τὴν ζωήν μας ὁλόκληρον καὶ κάθε ἐνέργειάν μας· μᾶς ὡδηγοῦσεν ἡ ἐντολὴ καὶ ἠκονίζαμεν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον τὴν ἀρετήν μας καὶ εἴμεθα, ἐὰν δὲν εἶναι ὑπερβολικὸν τοῦτο νὰ εἴπω, ὁ ἕνας διὰ τὸν ἄλλον κανὼν καὶ μέτρον, μὲ τὰ ὁποῖα διακρίνεται τὸ ὀρθὸν καὶ τὸ μὴ ὀρθόν».
Ἡ ἰδανικὴ φιλία ἀνθεῖ σὲ περιβάλλοντα ἀμόλυντα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν συναναστροφὴ τῶν κακῶν καὶ τῶν πονηρῶν. Προσέξτε ἰδιαίτερα τὶς συνετὲς παρατηρήσεις τοῦ ἁγίου Πατέρα μας Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Ἀπὸ τοὺς σπουδαστές μας συναναστρεφόμεθα, ὄχι βέβαια τοὺς πιὸ ἀνήθικους ἀλλὰ τοὺς πιὸ φρόνιμους· οὔτε τοὺς πιὸ ἐριστικοὺς ἀλλὰ τοὺς πιὸ εἰρηνικοὺς καὶ ἐκείνους ποὺ ἡ συναναστροφή των εἶναι ὠφελιμωτέρα. Διότι ἐγνωρίζαμεν ὅτι εἶναι εὐκολώτερον νὰ λάβῃς τὴν ἀσθένειαν παρὰ νὰ χαρίσῃς τὴν ὑγείαν. Καὶ εἰς τὰ μαθήματα ἐφθάσαμεν νὰ χαιρώμεθα ὄχι μὲ τὰ πιὸ εὐχάριστα ἀλλὰ μὲ τὰ πιὸ ὠφέλιμα. Ἐπειδὴ καὶ ἀπὸ αὐτὰ οἱ νέοι συμμορφώνονται πρὸς τὴν ἀρετὴν ἢ τὴν κακίαν». Μακάρι ὅλοι μας νὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε αὐτὲς τὶς ἀθάνατες συμβουλὲς κανόνες καὶ νόμους ζωῆς.
Ἡ ἀληθινὴ φιλία στηρίζεται στοὺς ἀποστολικοὺς λόγους καὶ νόμους: «ὅποιος ἀγαπᾶ δὲν ζητεῖ τίποτε διὰ τὸν ἑαυτόν του». Καὶ «Διὰ τῆς φιλαδελφίας νὰ γίνεσθε φιλόστοργοι μεταξύ σας. Νὰ προλαμβάνη ὁ καθένας τοὺς ἄλλους εἰς τὸ νὰ τοὺς ἀποδίδη τιμήν». Αὐτὰ ἐφήρμοζαν οἱ θεϊκοὶ πατέρες, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος σεβαστὸς πατέρας μας Γρηγόριος: «Ἀγωνιζόμεθα καὶ οἱ δυό, ὄχι ποιός νὰ ἔχῃ ὁ ἴδιος τὸ πρωτεῖον, ἀλλὰ πῶς νὰ τὸ παραχωρήσῃ εἰς τὸν ἄλλον· τὴν εὐδοκίμησιν ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τὴν ἐθεωρούσαμεν ἰδικήν μας… πρέπει νὰ πεισθῆτε ὅτι ἐζούσαμεν ὁ ἕνας μέσα εἰς τὸ εἶναι τοῦ ἄλλου καὶ δίπλα εἰς τὸν ἄλλον». Ἡ ἀγάπη καὶ ὁ σεβασμὸς ποὺ εἶχε ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἰς τὸν Μέγα Βασίλειον φαίνεται στὰ πιὸ κάτω λόγια μὲ τὰ ὁποῖα συγκρίνεται ὁ ἴδιος μὲ τὸν φίλο του. Γράφει: «Τὸ ὡραιότερον εἶναι ὅτι ἐσχηματίσθη ἀπὸ ἐμᾶς μία ἀδελφότης ποὺ ἐκεῖνος διεμόρφωνε καὶ κατηύθυνεν ὡς ἀρχηγὸς μὲ κοινὲς ἱκανοποήσεις, μολονότι ἐγὼ ἔτρεχα πεζὸς δίπλα εἰς ἅρμα Λυδικὸν (ταχυδρόμον δηλαδή), ὅπου καὶ ὅπως ἐπήγαινεν ἑκεῖνος».
Τὴν ἀληθινὴ φιλία συνδέει καὶ ὁ κοινὸς σκοπὸς τῆς ζωῆς. Ἔτσι ἄρχισε ἡ φιλία μας, ἀποκαλύπτει ὁ θεῖος πατέρας «καθὼς μὲ τὸ πέρασμα τοῦ καιροῦ ὡμολογήσαμεν τὸν πόθον μας ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον καὶ ὅτι αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐνδιέφερε ἦταν ἡ φιλοσοφία, τότε πλέον ἐγίναμεν τὰ πάντα ὁ ἕνας διὰ τὸν ἄλλον».
Τὴν γνήσια φιλίαν συνδέουν οἱ κοινὲς ἀρχὲς καὶ οἱ κοινὲς ἀντιλήψεις. Γι᾽ αὐτὸ τὸ θέμα γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Τίποτε, νομίζω δὲν ἀξίζει, ἐὰν δὲν ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ δὲν κάνει καλυτέρους ὅσους ἀσχολοῦνται μὲ αὐτό. Διὰ τοὺς ἄλλους ὑπάρχουν διάφορες ὀνομασίες ἢ ἀπὸ τὸν πατέρα ἢ ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν ἢ ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμα καὶ τὶς πράξεις των. Ἐμεῖς ὅμως ἔχομεν τὸ μέγα προσὸν καὶ ὄνομα νὰ εἴμεθα καὶ νὰ λεγώμεθα χριστιανοί. Αὐτὸ ἦτο ἡ μεγαλυτέρα καύχησις γιὰ μᾶς».
Ἡ μεγάλη φιλία ἐκδηλώνεται μὲ τρυφερότηττα, εὐαισθησία, στοργὴ καὶ φιλαδελφία. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀναφέρεται εἰς τὸν φίλον του καὶ τὸν ἀποκαλεῖ «ὁ ἐμὸς Βασίλειος». Δηλαδὴ «ὁ δικός μου Βασίλειος». Ἔτσι γίνεται, ὅταν ἡ φιλία εἶναι ἀνιδιοτελής, καθαρὴ καὶ λουσμένη στὸ φῶς τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης καὶ ἀρετῆς. Τί λέτε; Πῶς σᾶς φαίνονται αὐτά; Δοκιμάστε τα καὶ θὰ βεβαιωθῆτε, ὅτι θὰ σᾶς βοηθήσουν νὰ δημιουργήσετε γερὲς καὶ ἰσχυρὲς φιλίες, ποὺ θὰ ἀντέξουν στὸν χρόνο καὶ στὴν τρικυμία τῆς ζωῆς σας.
Αὐτὴ ἡ φιλία τῶν ἁγίων ἀνδρῶν διεφημίσθη παντοῦ εἰς τὸν τότε κόσμον καὶ ἔμεινεν εἰς τὴν ἱστορίαν. Τὸ ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Γράφει: «Αὐτὰ ἔκαμαν νὰ γίνωμεν γνωστοὶ εἰς τοὺς διδασκάλους καὶ τοὺς συναδέλφους μας, γνωστοὶ εἰς ὅλην τὴν Ἑλλάδα, καὶ μάλιστα εἰς τοὺς πιὸ ἐπιφανεῖς Ἕλληνες. Εἴχαμεν πλέον ξεπεράσει τὰ σύνορα τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ἔγινε σαφὲς ἀπὸ διηγήσεις πολλῶν. Ἠκούοντο οἱ διδάσκαλοὶ μας εἰς ὅσους ἠκούοντο αἱ Ἀθῆναι, συνακουόμεθα καὶ ἐμεῖς οἱ δύο καὶ συναναστρεφόμεθα εἰς τόσους ἀνθρώπους, εἰς ὅσους καὶ οἱ δάσκαλοί μας καὶ δὲν ἤμεθα ἕνα ζεῦγος ἄσημον καὶ κοντὰ καὶ μακρὰν τῶν διδασκάλων μας».
Ὁ ἴδιος θεοφόρος καὶ ἁγιοπνευματοκίνητος Πατέρας ἔγραψε καὶ τὸ ὡραιότατον ἐγκώμιον τῆς φιλίας:
«Μὲ τίποτε ἀπὸ ὅ,τι ὑπάρχει εἰς τὸν κόσμον δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ συγκρίνῃ ἕνα πιστὸν φίλον, καὶ τὸ κάλλος του δὲν ἔχει ὅρια». «Ὁ πιστὸς φίλος εἶναι ἰσχυρὰ προστασία» (Σοφ. Σολ. ς´ 14-15) καὶ βασίλειον ὀχυρωμένον. Ὁ πιστὸς φίλος εἶναι ἔμψυχος θησαυρός. Ὁ πιστὸς φίλος εἶναι πολυτιμότερος ἀπὸ χρυσάφι καὶ ἀπὸ πολλοὺς πολυτίμους λίθους. Ὁ πιστὸς φίλος εἶναι κῆπος περιφραγμένος καὶ πηγὴ σφραγισμένη, τὰ ὁποῖα ἀνοίγουν πότε-πότε διὰ νὰ τὰ ἐπισκεφθῇ καὶ νὰ τὰ ἀπολαύσῃ κανείς. Ὁ πιστὸς φίλος εἶναι λιμάνι ἀναψυχῆς. Ἂν δὲ εἶναι καὶ πιὸ συνετός, πόσον καλύτερον εἶναι τοῦτο; Ἐὰν δὲ εἶναι καὶ πολὺ μορφωμένος καὶ διαθέτη παντοειδῆ μόρφωσιν, τὴν ἰδικήν μας λέγω καὶ ἐκείνην ἡ ὁποία ἦτο κάποτε ἰδική μας, πόσον καλύτερον εἶναι αὐτό; Ἐὰν δὲ καὶ υἱὸς τοῦ φωτὸς (Ἰωάν. ιβ´ 36, Ἐφεσ. ε´ 8), ἢ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ (Δ´ Βασιλ. α´ 9), ἢ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος προσεγγίζει τὸν Θεὸν (Ἰεζεκιὴλ μγ´ 19), ἢ ἔχει ἀνωτέρας, πνευματικὰς ἐπιθυμίας (Δαν. θ´ 23), ἢ εἶναι ἄξιος νὰ φέρη ἕνα χαρακτηρισμὸν ἀπὸ ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους τιμᾶ ἡ Γραφὴ τοὺς ἐνθέους καὶ ὑψηλούς, οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν εἰς ἀνωτέραν τάξιν, γεγονὸς τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ ἤδη δῶρον τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι σαφῶς ἀνώτερον ἀπὸ τὴν ἰδικήν μας ἀξίαν».