Δευτέρα 8 Απριλίου 2019

Στρατιώτες, αθλητές και ασθενείς…(Συντάκτης Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης)

Η Αγία Γραφή και, στη συνέχεια, οι άγιοι διδάσκαλοι της Ορθοδοξίας (Πατέρες της Εκκλησίας) αξιοποιούν εικόνες και παραδείγματα από διάφορες περιοχές της ζωής,


για να εξηγήσουν τη σχέση του ανθρώπου με το Θεό και την περιπέτεια της σωτηρίας του ανθρώπου.

Νομίζω ότι οι κυριότερες περιοχές, από τις οποίες αντλούν τέτοια στοιχεία είναι τρεις:

Α) Ο πόλεμος. Οι χριστιανοί χαρακτηρίζονται στρατιώτες, που τιμούν και υπηρετούν τον «πάντων βασιλέα», τον «βασιλέα της δόξης» Ιησού Χριστό.

Μόνο που αυτός ο βασιλέας είναι παράδοξος: εκτός του ότι μοιράζεται τη βασιλεία Του με κάθε άνθρωπο που το επιθυμεί («κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν», Ματθ. 25, 34), είναι ένας βασιλιάς που δεν εξουσιάζει, αλλά γίνεται δούλος και πεθαίνει ένα μαρτυρικό και ατιμωτικό θάνατο για να σώσει τους ανθρώπους. Το στέμμα του είναι το ακάνθινο στεφάνι, το σκήπτρο Του ο σταυρός, η βασιλική του στολή είναι ο ματωμένος χιτώνας του. Και έτσι εικονίζεται στην περίφημη εικόνα της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ονομάζεται «Ο Βασιλεύς της Δόξης».

Ο χριστιανός λοιπόν είναι «στρατιώτης Ιησού Χριστού», οπλισμένος με τα πνευματικά «όπλα του φωτός» (προς Ρωμαίους 13, 12), ο οποίος πολεμά ενάντια στα πάθη του και στο κακό που υπάρχει στον κόσμο, για να σώσει και τον εαυτό του και τους άλλους. Αν νικήσει στον αγώνα κατά των παθών του, αυτή η νίκη είναι η σωτηρία του. Αν ηττηθεί, δηλ. τελικά επιλέξει μια ζωή σκοτεινή και αποκομμένη από το Θεό, αυτό σημαίνει ότι έχασε την ψυχή του. Μόνο που αυτή η νίκη πολλές φορές στα μάτια του κόσμου φαίνεται ήττα: ο Κύριος σταυρώθηκε, οι μάρτυρες θανατώθηκαν, οι ευσεβείς και ενάρετοι χριστιανοί δεν κοιτάζουν το συμφέρον τους, δεν επιδιώκουν πλούτη και δόξα, κατά τα κριτήρια των ανθρώπων, αλλά κατά Θεόν δοξάζεται στην αιωνιότητα.

Ο σταυρός του Κυρίου χαρακτηρίζεται «όπλον ειρήνης, αήττητον τρόπαιον», η Θεοτόκος, εκτός από βασίλισσα των ουρανών, είναι και Υπέρμαχος Στρατηγός και οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι «θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου» (τροπάριο, δοξαστικό της Κυριακής των αγίων Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου).

Και η Εκκλησία των χριστιανών που ζουν στη γη είναι «στρατευομένη Εκκλησία», ενώ η ουράνια Εκκλησία των αγγέλων και των σεσωσμένων αδελφών μας, που όλοι μετέχουν στην αγιότητα του Θεού εν Χριστώ, είναι η «θριαμβεύουσα» Εκκλησία.

Σύμφωνα με τον πατέρα της σύγχρονης ελληνικής αγιογραφίας Φώτη Κόντογλου, τα όπλα, που εικονίζονται να φέρουν οι στρατιωτικοί άγιοι (π.χ. ο άγιος Γεώργιος), συμβολίζουν τα πνευματικά όπλα του χριστιανού, που αναφέρει ο απόστολος Παύλος στην προς Εφεσίους, 6, 10-20: «την πανοπλίαν του Θεού», «τον θώρακα της δικαιοσύνης», «την μάχαιραν του Πνεύματος» κ.τ.λ. (βλ. Φ. Κόντογλου, «Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας», τ. 1, σελ. 319-320).

Ο Iερός Χρυσόστομος λέει:

«Γιατί τέτοιος είναι ο πόλεμός μας: δεν κατασκευάζει νεκρούς από τους ζωντανούς, αλλά ζωντανούς από τους νεκρούς, γεμάτος ημεράδα και μεγάλη επιείκεια. (…) Δική μου συνήθεια είναι να διώκομαι και να μη διώκω, να εκτοπίζομαι και να μην εκτοπίζω. Όπως φέρθηκε και ο Χριστός, που δε σταύρωσε, αλλά σταυρώθηκε, δε ράπισε, αλλά ραπίστηκε. “Αν μίλησα άσχημα, απόδειξέ μου το. Αν μίλησα σωστά, γιατί με δέρνεις;” [Ιω. 18, 23]. Ο Κύριος της οικουμένης απολογείται στο δούλο του αρχιερέα, ακόμη κι όταν ραπίζεται στο στόμα, από το οποίο βγήκε λόγος που χαλίνωσε τη θάλασσα και ανέστησε το Λάζαρο, τέσσερις μέρες νεκρό (…). Αν και μπορούσε να ρίξει κεραυνό και να σείσει τη γη και να παραλύσει το χέρι του δούλου, τίποτε απ’ αυτά δεν έκανε, αλλά και απολογείται και φέρεται με πραότητα, διδάσκοντας εσένα, που είσαι άνθρωπος, να μην αγανακτείς ποτέ» («Εις τον άγιον ιερομάρτυρα Φωκάν», Patrologia Graeca, τόμ. 50, 841-842).

2) Ο αθλητισμός. Ο χριστιανός είναι αθλητής και η ζωή εδώ στίβος, όπου ο άνθρωπος αθλείται και η σωτηρία του νοείται ως νίκη που βραβεύεται με «τον αμαράντινον της δόξης στέφανον». Ο Ιησούς Χριστός χαρακτηρίζεται «Αγωνοθέτης» και οι σωζόμενοι χριστιανοί είναι «στεφανίτες» (στεφανωμένοι νικητές).

Η εξαιρετική αυτή μεταφορά έχει και μια προέκταση, λίγο αναπάντεχη: φανερώνει την αποδοχή, από πλευράς του Θεού, αλλά και από πλευράς της Εκκλησίας, κάθε αγωνιστικής προσπάθειας του ανθρώπου στον «καλόν αγώνα», έστω κι αν απέχει πολύ από την τελειότητα.

Όπως κάθε άνθρωπος οφείλει να γυμνάζει το σώμα του, έστω και λίγο, για να διατηρήσει την υγεία του, έτσι οφείλει να καταβάλλει προσπάθεια τήρησης των εντολών του Χριστού, για να διατηρήσει την πνευματική του υγεία, δηλαδή τη σχέση του με τον Κύριο (που είναι και σχέση με τον πλησίον, αλλά και με τον εαυτό του και με όλα τα πλάσματα του Θεού). Λέγοντας «πνευματική υγεία» δεν εννοούμε την ψυχική υγεία (για την οποία αρμόδιοι είναι οι ψυχίατροι), αλλά την υγεία που σχετίζεται με την πνευματική ζωή, τη ζωή εντός της χάριτος του Αγίου Πνεύματος.

Κάποιος, που απλώς κάνει ένα ελαφρύ περπάτημα ή κάποια ελαφριά προπόνηση μια δυο φορές την εβδομάδα στο γυμναστήριο, σίγουρα δεν θα γίνει ολυμπιονίκης, όμως συμβάλλει στη διατήρηση μιας καλής φυσικής κατάστασης. Ομοίως, κάποιος που κάνει τον αγώνα του για να τηρήσει τις εντολές του Κυρίου στην καθημερινή του ζωή και κάνει έστω μια προσπάθεια χριστιανικής ζωής, με εκκλησιασμό, εξομολόγηση, θεία κοινωνία, προσευχή και ελαφριά νηστεία, αλλά δεν επιδίδεται στον έντονο πνευματικό αγώνα άλλων χριστιανών, πιο προοδευμένων πνευματικά, αυτός μάλλον δεν θα γίνει άγιος Παΐσιος, αλλά έχει κάνει ήδη τα πρώτα βήματα στην πνευματική ζωή, και αυτά τα βήματα, αν έχει καλή πρόθεση, κάπου θα τον φτάσουν.

Φυσικά χρειάζεται αυτογνωσία και όχι αυταπάτη, όχι δηλαδή να νομίζουμε ότι είμαστε τέλειοι ή «σχεδόν τέλειοι», αλλά να τοποθετούμε την αξία της προσπάθειάς μας στις σωστές διαστάσεις της, του μέτριου ή του αρχάριου αθλητή. Και τούτο θα γίνει με τη βοήθεια του ειδικού πνευματικού γυμναστή μας, του εξομολόγου μας.

Το πρόβλημα είναι να αρνούμαστε να κάνουμε οποιαδήποτε προσπάθεια πνευματικού και ηθικού αγώνα, και μάλιστα να επιμένουμε ότι έχουμε δίκιο και ότι αυτή είναι η σωστή συμπεριφορά στη ζωή, απορρίπτοντας επιπλέον εκείνους που αγωνίζονται περισσότερο. Τότε μοιάζουμε με τους ανθρώπους που συνειδητά και ανυποχώρητα βλάπτουν τη σωματική τους υγεία και μάλιστα εξοργίζονται όταν κάποιος τους συστήσει να προσέχουν, ακόμη κι αν το κάνει με αγάπη και ευγένεια.

3) Η ιατρική είναι ο τρίτος χώρος, από τον οποίοι οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας λαμβάνουν παραδείγματα για την πνευματική ζωή και τη σωτηρία μας. Και τα παραδείγματα αυτά αφορούν κυρίως στο ζήτημα της αμαρτίας και της μετάνοιας.

Ο ίδιος ο Κύριος παρομοίασε τους αμαρτωλούς με ασθενείς και τη σωτηρία με ευρωστία. Είπε: «ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλ’ οι κακώς έχοντες» (Ματθ. 9, 12). Και σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην παραβολή του ασώτου, παρομοίασε την αμαρτία και την απομάκρυνση από το Θεό με σωματική εξάντληση και ασθένεια.

Αυτό σημαίνει ότι η αμαρτία δεν εννοείται ως παράβαση νόμου, που ο Θεός, σαν δικαστής, τη δικάζει και την τιμωρεί, αλλά ως ασθένεια, που ο Θεός, σαν γιατρός, καλεί τον άνθρωπο κοντά Του για να τον γιατρέψει και να τον σώσει: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. 11, 28). Και στην περίπτωση του παραλυτικού της Καπερναούμ (Μάρκον, κεφ. 2), συνέδεσε τη σωματική υγεία με την άφεση των αμαρτιών.

Το παράδειγμα αυτό έχουν αναπτύξει πάρα πολύ οι Πατέρες της Εκκλησίας, ώστε η Εκκλησία χαρακτηρίζεται «ιατρείον πνευματικόν» και ο Χριστός «ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών». Ως άνθρωποι, είμαστε αμαρτωλοί, όχι επειδή είμαστε πραγματικά «κακοί», αλλά επειδή αφήνουμε τον εαυτό μας να εξαρτηθεί από πάθη, τα οποία ριζώνουν μέσα μας, απορροφούν την αγάπη μας και τη στρέφουν προς τον εαυτό τους, αντί να στρέφεται προς το Θεό και το συνάνθρωπο, και τελικά μας καταστρέφουν. Δεν μας καταδικάζει ο Θεός, αλλά εμείς αυτοκαταδικαζόμαστε και καταστρεφόμαστε. Γι’ αυτό και η συγχώρηση του Θεού προς τους ανθρώπους δεν έχει πάντα αποτέλεσμα, επειδή οι άνθρωποι δυστυχώς πολλές φορές αρνούμαστε το ίδιο το έλεος του Θεού και βυθιζόμαστε στο βούρκο μας, όπως ένας εξαρτημένος που αρνείται να πολεμήσει την εξάρτησή του.

Γι’ αυτό και πολλά βιβλία αγίων της Εκκλησίας μας, που μιλούν για την αμαρτία και τη σωτηρία, μοιάζουν με βιβλία ιατρικής, ιδίως ψυχοθεραπείας, όπως η «Κλίμαξ» του αγίου Ιωάννη του Σιναΐτη, τα «Κεφάλαια περί αγάπης» του αγίου Μάξιμου του Ομολογητή κ.π.ά. Γι’ αυτό επίσης και σύγχρονοι σημαντικοί ορθόδοξοι συγγραφείς έχουν γράψει ανάλογα έργα, όπως η «Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία» του μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεου Βλάχου και η «Θεραπευτική των πνευματικών νοσημάτων» του Γάλλου ορθόδοξου θεολόγου Ζαν Κλωντ Λαρσέ, που αναφέρεται στα «ψυχοφθόρα πάθη», που οδηγούν τον άνθρωπο στην απώλεια της αιώνιας σωτηρίας του.

Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: όπως ο γιατρός πολεμά τις ασθένειες με φάρμακα, δίαιτα, αλλά και – όταν χρειάζεται – κάψιμο και τομές και τις αυστηρότερες θεραπείες, έτσι κι εμείς πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα πάθη, την αγριότητα και ό,τι μας απομακρύνει από το Θεό και, αντί γι’ αυτά να εισάγουμε στη ζωή μας την ημεράδα και τη φιλία προς Αυτόν:

«Χώρας, και καιρούς, και ηλικίας, και ώρας, και τα τοιαύτα ο ιατρός επισκέψεται φαρμακεύσει τε και διαιτήσει, και τηρήσει τα βλαβερά […] καί που και καύσεσι, και τομαίς, και τοις αυστηροτέροις της θεραπείας, έστιν ότι και εφ’ ων χρήσεται ων ούπω τοσούτον ουδέν, καν επίπονα σφόδρα και χαλεπά φαίνηται, όθεν ήθη, και πάθη, και βίους, και προαιρέσεις, και εί τι άλλο τοιούτο το εν ημίν, κατοπτεύσαί τε και ιατρεύσαι, και παν όσον θηριώδες και άγριον εξορίσαντας της συζυγίας της ημετέρας, παν όσον ήμερον και Θεώ φίλον αντεισαγαγείν τε και βεβαιώσασθαι […] μη τω χείρονι το κρείττον δυναστεύεσθαι συγχωρήσαντας, ήπερ αδικιών η μεγίστη τω δε άρχοντι και ηγεμονικώ το τη φύσει δεύτερον υποτάξαντεςώσπερ δη νόμοις θείοις, και κάλλιστα έχων επί πάσης αυτού της κτίσεως, όση τε ορατή, και όση υπέρ την αίσθησιν» (Απολογητικός της εις τον Πόντον φυγής ένεκεν, ιη΄, Patrologia Graeca, τόμ. 35, 428Α-Β).

Το ότι η αμαρτία νοείται ως ασθένεια, ο αμαρτωλός ως ασθενής (όχι ως υπόδικος), ο Ιησούς Χριστός ως Αρχίατρος, η Εκκλησία ως νοσοκομείο και οι ιερείς (πνευματικοί πατέρες, οδηγοί και διδάσκαλοι) ως ιατροί και νοσοκόμοι, έχει ορισμένες ιδιαίτερα σημαντικές προεκτάσεις.

Η μία από αυτές είναι ότι, όπως δεν καταδικάζουμε έναν ασθενή λόγω της ασθένειάς του, έτσι δεν καταδικάζουμε μέσα μας έναν αμαρτωλό λόγω της αμαρτίας του – εξάλλου, όλοι είμαστε αμαρτωλοί, ο καθένας σε άλλο τομέα και πιθανόν με διαφορετική ένταση, όμως όλοι. Και το να καταδικάζουμε τον αδελφό μας και να τον θεωρούμε ανάξιο της αγάπης και της συγγνώμης μας είναι ήδη πολύ σοβαρή αμαρτία. Καταδικάζουμε τη συμπεριφορά και τα λάθη, με σκοπό τη σωτηρία του αδελφού μας, δεν καταδικάζουμε όμως και δεν απορρίπτουμε τον ίδιο τον άνθρωπο.

Μια άλλη προέκταση είναι ότι, όπως σε ένα νοσοκομείο συναντούμε πολύ περισσότερους ασθενείς παρά υγιείς, έτσι και στην Εκκλησία συναντούμε πολύ περισσότερους αμαρτωλούς, παρά αγίους. Αυτό πρέπει να το έχουμε υπόψιν όταν κρίνουμε τους χριστιανούς και, επειδή διαπιστώνουμε τα ελαττώματά τους, απομακρυνόμαστε από την Εκκλησία και τη χριστιανική ζωή.

Οι «αμαρτωλοί» που μας σκανδαλίζουν, όταν πηγαίνουν στη θεία λειτουργία, νηστεύουν και γενικά κάνουν την προσπάθειά τους να ζήσουν χριστιανικά, έχουν ένα πλεονέκτημα έναντι εκείνων που τους κατακρίνουν: βρίσκονται μέσα στην Εκκλησία, ενώ οι επικριτές τους στέκονται απ’ έξω, όπως ο «δίκαιος» μεγάλος αδελφός του ασώτου υιού, που αρνιόταν να λάβει μέρος στο εορταστικό τραπέζι για την επιστροφή του αδελφού του, ακόμη και όταν ο πατέρας του «εξελθών παρεκάλει αυτόν» (Λουκ. 15, 28).

Τέλος, αυτή η αντιμετώπιση του αμαρτωλού, ως ασθενούς και όχι ως εγκληματία, είναι μία από τις σοβαρές διαφορές της Ορθοδοξίας από τον παπισμό, δηλ. από τον εσφαλμένο δρόμο που τράβηξε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κατά το Μεσαίωνα. Εκεί απορρίφθηκε η αρχαία χριστιανική διδασκαλία ότι ο άνθρωπος μπορεί να ενωθεί με το Θεό και να γίνει άγιος, αντιμετωπίστηκε ως αιώνιος υπόδικος στο δικαστήριο του Θεού και συνεπώς υποτιμήθηκε. Από αυτό μέχρι το σημείο που έφτασε ο παπισμός, να βασανίζει ανθρώπους και να τους καίει ζωντανούς μέσω της «Ιεράς Εξέτασης», δυστυχώς η απόσταση διανύεται εύκολα.

Και πάλι όμως, εμείς απορρίπτουμε την αίρεση, όχι τους αιρετικούς ως ανθρώπους, όπως έλεγε και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος – αλλιώς πέφτουμε κι εμείς στα ίδια επίπεδα.

Στρατιώτες, λοιπόν, πάνοπλοι και ετοιμοπόλεμοι, αθλητές που αγωνίζονται προσδοκώντας τη νίκη και ασθενείς στο δρόμο προς τη θεραπεία και την υγεία μας – αυτοί είμαστε οι χριστιανοί. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Και στο τέρμα του δρόμου μάς περιμένει «ο της δικαιοσύνης στέφανος» (Β΄ προς Τιμόθεον, 4, 8), τον οποίο επιθυμούμε όχι μόνο για τον εαυτό μας, αλλά για όλους τους αδελφούς μας, για όλο τον κόσμο.