Κι όμως το κάνουμε. Και το κάνουμε φωνακτά, το κάνουμε επιδεικτικά, να δείξουμε σε όλους ότι ενδιαφερόμαστε για τα αιώνια ενώ συγχρόνως εμμένουμε στα πρόσκαιρα. Μιλούμε για την αγάπη και την ταπείνωση του Θεού ενώ συγχρόνως επιζητούμε πρωτοκαθεδρίες και δικαιώματα. Προβάλλουμε τον Χριστό και συγχρόνως ρίχνουμε λάσπη στο πρόσωπό Του με την αμετανοησία μας.Μιλούμε για πνευματική ζωή ενώ παραμένουμε χωρίς πνευματικό, χωρίς άσκηση, χωρίς συγχώρεση.
Μιλούμε λοιπόν για πνευματική ζωή. Ποια ζωή; Γι’αυτήν που καταναλώνουμε διαδικτυακά; γι’αυτήν που καταναλώνουμε σε μπαρ, σε διασκεδάσεις, σε αθλητικούς αγώνες;
Ποια ζωή ποθούμε τελικά;
Και σ’αυτήν την ερώτηση απαντούμε, “την εν Χριστώ ζωή”.
Κι όμως δεν κάνουμε τίποτα για να την ζήσουμε. Πηγαίνουμε στον πνευματικό γιατί «πρέπει», και δεν νιώθουμε να μας ελέγχει τίποτα, δεν έχουμε κάτι να του πούμε. Γιατί;
Διοτι ή ζωή μας είναι ήσυχη, χωρίς ταραχές, χωρίς απρόοπτα, χωρίς προβλήματα, αλλά συνάμα είναιχωρίς πνευματική προσπάθεια. Δεν νιώθουμε την αμαρτία μας γιατί η συνείδησή μας είναι χοντρή, θολωμένη. Δεν μπαίνουμε στην διαδικασία του πνευματικού αγώνος. Μένουμε στην επιφάνεια των πραγμάτων.
Δεν νιώθουμε την αμαρτία μας γιατί έχουμε πάθει ένα είδος ανοσίας σ’αυτήν.
Νομίζουμε ότι πνευματική ζωή είναι ο εκκλησιασμός, η ήρεμη ζωή, το να μην πέφτεις σε μεγάλα αμαρτήματα (κυρίως σαρκικά), η νηστεία.
Ποιος προσεύχεται όμως; Ποιος γονατίζει καθημερινά; Ποιος αγαθοποιεί αγνώστους; Ποιος μελετά τις Γραφές, ποιος εξετάζει σε βάθος τον εαυτό του;
Δεν τα κάνουμε αυτά, κι όμως νομίζουμε ότι είμαστε καλά πνευματικά.
Εάν αυτό δεν είναι υποκρισία, τότε τί είναι; Εάν αυτό δεν είναι πώρωση καρδιάς τότε τί είναι;Και ενώ βρισκόμαστε μέσα στο λιμάνι ναυαγούμε.
Το πιο επικίνδυνο στην πνευματική ζωή είναι η ασφάλεια. Η ασφάλεια της ηρεμίας μας, του μισθού μας, της οικογένειάς μας, της ζωής μας. Νιώθουμε ασφαλείς και ξεχνούμε να απασφαλίσουμε τα πνευματικά μας όπλα, αυτά τα όπλα που δίνει η Εκκλησία, που μας έχουν δώσει οι Θεοφόροι Πατέρες μας τα οποία είναι η προσευχή, η μετάνοια, το χαροποιό πένθος, η σιωπή, η ανεξικακία, η αγαθότητα, η καθαρότητα βίου, η νηστεία, η αγρυπνία, η μετοχή στα Μυστήρια, η μνήμη θανάτου, η υπακοή.
Νιώθουμε ασφαλείς και ξεχνούμε τον Θεό ως τον κύριο στόχο της ζωή μας. Γι’αυτό και την κάθε μας αστοχία δεν την θεωρούμε αμαρτία μα κάτι το δεδομένο, φυσιολογικό, αποδεχτό. Έχουμε συνθηκολογήσει με την αμαρτία,
γι’αυτό και η πνευματική μας ζωή είναι νεκρή.
Δεν είμαι απαισιόδοξος, απλά μία διαπίστωση κάνω.
Συνεχώς ξερνούμε και μετά γυρίζουμε και τρώμε τα ξερατά μας. Αμαρτάνουμε και πριν καλά καλά η μεταμέλεια μας κτυπήσει την πόρτα ξαναμαρτάνουμε. Και το φοβερό είναι ότι δεν θεωρούμε ότι σφάλαμε, δεν θεωρούμε ότι αδικήσαμε, δεν θεωρούμε ότι παρεκκλίναμε του σκοπού της ζωή μας. Εάν πέσουμε μία φορά δεν σταματούμε, δεν τρέχουμε αμέσως στο πετραχήλι του πνευματικού μας για να αναστηθούμε αλλά λέμε με το λογισμό μας «αφού έπεσα μία φορά τώρα δεν πειράζει…ας ξαναπέσω. Όταν θα ξαναεπισκεφτώ τον πνευματικό μου τότε θα σταματήσω». Έχουμε δηλαδή την πτώση μας σχεδιασμένη. Όμως δεν ξέρουμε φίλοι μου πότε θα μας βρει ο θάνατος. Εάν πέσαμε μία φορά δεν χρειάζεται να πέφτουμε συνέχεια, ας σταματήσουμε στην μία φορά. Γιατί αν συνηθίσουμε να πέφτουμε με την δικαιολογία ότι «λερωθήκαμε λίγο άρα ποια η διαφορά του λίγο με το πολύ», τότε θα χάσουμε κάθε αίσθηση της πτώσης μας και με την πάροδο του χρόνου θα την θεωρούμε την φυσική μας κατάσταση.
Το να έχουμε αδελφοί μου εμπιστοσύνη στην αγάπη του Θεού δεν σημαίνει ότι μπορούμε να παραμένουμε ράθυμοι, αμελείς, αμετανόητοι. Η ουσία της χριστιανικής ελπίδος είναι ενεργητική, αυτό σημαίνει αγώνα και προσπάθεια στο στίβο των αρετών. Η ελπίδα χωρίς προσωπικό αγώνα είναι πλάνη και όλεθρος διότι οδηγεί τον άνθρωπο στην αιώνια απώλεια.
Χωρίς πραγματικό αγώνα και δίψα για τον Θεό, θα κοινωποιούμε το πρωί το συναξάρι της ημέρας και το βράδυ θα ποστάρουμε την φωτογραφία μας σε κάποιο μπαρ μ’ένα ποτό στο χέρι.
Από την μια το θυμιατό και από την άλλη το πούρο.
Και όλα αυτά θα γίνονται χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Θα μας είναι πολύ φυσικό και το ένα και το άλλο. Ίδια αξία για μας θα έχει η αγρυπνία σε ένα μοναστήρι και το ξενύχτι μας σε ένα κέντρο διασκέδασης.
Θα κάνουμε κυρήγματα περί Ορθοδόξου πνεύματος και συγχρόνως με την συμπεριφορά μας θα διχάζουμε, θα κατακρίνουμε, θα αυτοπροβαλόμαστε, χωρίς υπακοή, χωρίς ταπεινό και εκκλησιαστικό φρόνημα, χωρίς διάθεση για ομόνοια και ειρήνη. Θα «ορθοδοξούμε» πολεμώντας και θα νομίζουμε ότι είμαστε και «μάρτυρες της αληθείας», ενώ είμαστε φερέφωνα του διαβόλου.
Πώς είναι δυνατόν να μιλάς για τα πνευματικά ενώ συγχρόνως το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι ο τραπεζικός σου λογαριασμός, η ομορφιά του προσώπου σου, τα μοδάτα ρούχα σου, η αίγλη της κοινωνικής σου ζωής;
Φυσικά η πνευματική μας πρόοδο και σωτηρία πραγματώνεται δια της Χάριτος του Παρακλήτου όμως η Χάρις δεν έρχεται ουρανοκατέβατα, μαγικά, αλλά ενεργοποιείται δια της προσωπική μας προσπάθειας.
Ο Παράκλητος σκηνώνει μέσα μας όταν βρίσκει χώρο να το κάνει. Εάν δεν αδειάσουμε τον εαυτό μας απ΄όλα αυτά τα περριτά και μάταια ο Παράκλητος θα παραμένει εξόριστος.
Πως να μιλήσουμε για τα πνευματικά, όταν η ζωή μας είναι τόσο ρυπαρή;
Μιλούμε λοιπόν για πνευματική ζωή. Ποια ζωή; Γι’αυτήν που καταναλώνουμε διαδικτυακά; γι’αυτήν που καταναλώνουμε σε μπαρ, σε διασκεδάσεις, σε αθλητικούς αγώνες;
Ποια ζωή ποθούμε τελικά;
Και σ’αυτήν την ερώτηση απαντούμε, “την εν Χριστώ ζωή”.
Κι όμως δεν κάνουμε τίποτα για να την ζήσουμε. Πηγαίνουμε στον πνευματικό γιατί «πρέπει», και δεν νιώθουμε να μας ελέγχει τίποτα, δεν έχουμε κάτι να του πούμε. Γιατί;
Διοτι ή ζωή μας είναι ήσυχη, χωρίς ταραχές, χωρίς απρόοπτα, χωρίς προβλήματα, αλλά συνάμα είναιχωρίς πνευματική προσπάθεια. Δεν νιώθουμε την αμαρτία μας γιατί η συνείδησή μας είναι χοντρή, θολωμένη. Δεν μπαίνουμε στην διαδικασία του πνευματικού αγώνος. Μένουμε στην επιφάνεια των πραγμάτων.
Δεν νιώθουμε την αμαρτία μας γιατί έχουμε πάθει ένα είδος ανοσίας σ’αυτήν.
Νομίζουμε ότι πνευματική ζωή είναι ο εκκλησιασμός, η ήρεμη ζωή, το να μην πέφτεις σε μεγάλα αμαρτήματα (κυρίως σαρκικά), η νηστεία.
Ποιος προσεύχεται όμως; Ποιος γονατίζει καθημερινά; Ποιος αγαθοποιεί αγνώστους; Ποιος μελετά τις Γραφές, ποιος εξετάζει σε βάθος τον εαυτό του;
Δεν τα κάνουμε αυτά, κι όμως νομίζουμε ότι είμαστε καλά πνευματικά.
Εάν αυτό δεν είναι υποκρισία, τότε τί είναι; Εάν αυτό δεν είναι πώρωση καρδιάς τότε τί είναι;Και ενώ βρισκόμαστε μέσα στο λιμάνι ναυαγούμε.
Το πιο επικίνδυνο στην πνευματική ζωή είναι η ασφάλεια. Η ασφάλεια της ηρεμίας μας, του μισθού μας, της οικογένειάς μας, της ζωής μας. Νιώθουμε ασφαλείς και ξεχνούμε να απασφαλίσουμε τα πνευματικά μας όπλα, αυτά τα όπλα που δίνει η Εκκλησία, που μας έχουν δώσει οι Θεοφόροι Πατέρες μας τα οποία είναι η προσευχή, η μετάνοια, το χαροποιό πένθος, η σιωπή, η ανεξικακία, η αγαθότητα, η καθαρότητα βίου, η νηστεία, η αγρυπνία, η μετοχή στα Μυστήρια, η μνήμη θανάτου, η υπακοή.
Νιώθουμε ασφαλείς και ξεχνούμε τον Θεό ως τον κύριο στόχο της ζωή μας. Γι’αυτό και την κάθε μας αστοχία δεν την θεωρούμε αμαρτία μα κάτι το δεδομένο, φυσιολογικό, αποδεχτό. Έχουμε συνθηκολογήσει με την αμαρτία,
γι’αυτό και η πνευματική μας ζωή είναι νεκρή.
Δεν είμαι απαισιόδοξος, απλά μία διαπίστωση κάνω.
Συνεχώς ξερνούμε και μετά γυρίζουμε και τρώμε τα ξερατά μας. Αμαρτάνουμε και πριν καλά καλά η μεταμέλεια μας κτυπήσει την πόρτα ξαναμαρτάνουμε. Και το φοβερό είναι ότι δεν θεωρούμε ότι σφάλαμε, δεν θεωρούμε ότι αδικήσαμε, δεν θεωρούμε ότι παρεκκλίναμε του σκοπού της ζωή μας. Εάν πέσουμε μία φορά δεν σταματούμε, δεν τρέχουμε αμέσως στο πετραχήλι του πνευματικού μας για να αναστηθούμε αλλά λέμε με το λογισμό μας «αφού έπεσα μία φορά τώρα δεν πειράζει…ας ξαναπέσω. Όταν θα ξαναεπισκεφτώ τον πνευματικό μου τότε θα σταματήσω». Έχουμε δηλαδή την πτώση μας σχεδιασμένη. Όμως δεν ξέρουμε φίλοι μου πότε θα μας βρει ο θάνατος. Εάν πέσαμε μία φορά δεν χρειάζεται να πέφτουμε συνέχεια, ας σταματήσουμε στην μία φορά. Γιατί αν συνηθίσουμε να πέφτουμε με την δικαιολογία ότι «λερωθήκαμε λίγο άρα ποια η διαφορά του λίγο με το πολύ», τότε θα χάσουμε κάθε αίσθηση της πτώσης μας και με την πάροδο του χρόνου θα την θεωρούμε την φυσική μας κατάσταση.
Το να έχουμε αδελφοί μου εμπιστοσύνη στην αγάπη του Θεού δεν σημαίνει ότι μπορούμε να παραμένουμε ράθυμοι, αμελείς, αμετανόητοι. Η ουσία της χριστιανικής ελπίδος είναι ενεργητική, αυτό σημαίνει αγώνα και προσπάθεια στο στίβο των αρετών. Η ελπίδα χωρίς προσωπικό αγώνα είναι πλάνη και όλεθρος διότι οδηγεί τον άνθρωπο στην αιώνια απώλεια.
Χωρίς πραγματικό αγώνα και δίψα για τον Θεό, θα κοινωποιούμε το πρωί το συναξάρι της ημέρας και το βράδυ θα ποστάρουμε την φωτογραφία μας σε κάποιο μπαρ μ’ένα ποτό στο χέρι.
Από την μια το θυμιατό και από την άλλη το πούρο.
Και όλα αυτά θα γίνονται χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Θα μας είναι πολύ φυσικό και το ένα και το άλλο. Ίδια αξία για μας θα έχει η αγρυπνία σε ένα μοναστήρι και το ξενύχτι μας σε ένα κέντρο διασκέδασης.
Θα κάνουμε κυρήγματα περί Ορθοδόξου πνεύματος και συγχρόνως με την συμπεριφορά μας θα διχάζουμε, θα κατακρίνουμε, θα αυτοπροβαλόμαστε, χωρίς υπακοή, χωρίς ταπεινό και εκκλησιαστικό φρόνημα, χωρίς διάθεση για ομόνοια και ειρήνη. Θα «ορθοδοξούμε» πολεμώντας και θα νομίζουμε ότι είμαστε και «μάρτυρες της αληθείας», ενώ είμαστε φερέφωνα του διαβόλου.
Πώς είναι δυνατόν να μιλάς για τα πνευματικά ενώ συγχρόνως το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι ο τραπεζικός σου λογαριασμός, η ομορφιά του προσώπου σου, τα μοδάτα ρούχα σου, η αίγλη της κοινωνικής σου ζωής;
Φυσικά η πνευματική μας πρόοδο και σωτηρία πραγματώνεται δια της Χάριτος του Παρακλήτου όμως η Χάρις δεν έρχεται ουρανοκατέβατα, μαγικά, αλλά ενεργοποιείται δια της προσωπική μας προσπάθειας.
Ο Παράκλητος σκηνώνει μέσα μας όταν βρίσκει χώρο να το κάνει. Εάν δεν αδειάσουμε τον εαυτό μας απ΄όλα αυτά τα περριτά και μάταια ο Παράκλητος θα παραμένει εξόριστος.
Πως να μιλήσουμε για τα πνευματικά, όταν η ζωή μας είναι τόσο ρυπαρή;