Όταν μελετά κανείς την Επανάσταση του 1821, τόσο την προετοιμασία της, όσο και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, με τα αποτελέσματά της, τότε παρατηρεί ότι πράγματι επικρατούσαν δύο τάσεις. Η μία αναφερόταν στην απελευθέρωση του Ρωμαίικου και σαφώς κυοφορείτο μέσα στην παράδοση του Γένους μας, και η άλλη αναφερόταν στην απελευθέρωση και συγκρότηση ενός κρατιδίου του οποίου τα όρια θα ήταν περιορισμένα και βέβαια διαπνεόταν αυτή η τάση από τις αρχές του δυτικού Διαφωτισμού. Σαφώς η πρώτη τάση εκφραζόταν από εκείνους που διαπνέονταν από το πνεύμα που καλλιεργούσε η Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ η άλλη εκφραζόταν κυρίως από τους διαφωτιστές. Μέσα από αυτό το πρίσμα μπορούμε να κάνουμε λόγο για επιτυχία της επανάστασης του 1821, ότι απελευθερώθηκε μια επαρχία της παλαιάς Ρωμαϊκής - Ελληνικής Αυτοκρατορίας, και ταυτόχρονα για αποτυχία της επανάστασης, γιατί χάθηκε το Ρωμαίικο, το οποίο διασπάστηκε σε πολλά μικρά εθνικά κρατίδια.
Τελευταία διάβασα μερικές πολύ διεισδυτικές επισημάνσεις του εγκρίτου δημοσιογράφου κ. Αντωνίου Καρκαγιάννη πάνω στο θέμα αυτό. Αφού μελετά το τι ακριβώς έγινε κατά την διάρκεια της εθνικής αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα (1940-1949), ότι δηλαδή μια ντόπια πολιτική και ένοπλη ηγεσία, που είχε μια μειωμένη αντίληψη των πραγμάτων, “ήρθε αντιμέτωπη με πεπειραμένους πολιτικούς μηχανισμούς... και φυσικά ηττήθηκε η πρώτη...” συσχετίζει τα γεγονότα αυτά με το τι έγινε κατά την Επανάσταση του 1821 και παρατηρεί εύστοχα:
“Όλοι σχεδόν οι ιστοριογράφοι της Επαναστάσεως του 1821 έλκονται από τον πρωτογονισμό των καταπεταναίων και των καραβοκυραίων, πρωτογονισμός που αναμφισβήτητα χαρακτηριζόταν από ειλικρίνεια, αυθορμητισμό, στρατιωτική πανουργία, ηρωισμό και αυτοθυσία. Οι φυσικές αυτές αρετές δεν αναιρούν τον πρωτογονισμό τους, αντιθέτως τον υπογραμμίζουν.
Μπροστά σ’ αυτό τον ηρωικό έστω πρωτογονισμό, παραγνωρίστηκαν προσωπικότητες (και τώρα μόλις προσπαθούμε να τις ανακαλύψουμε) με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά και αρετές, όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο Ιωάννης Κωλλέτης, ο Μάουερ της αντιβασιλείας και ο μέγιστος όλων ο Ιωάννης Καποδίστριας. Αλλά και πολλοί άλλοι, που επί πολλά χρόνια λησμονήθηκαν στην γκρίζα περιοχή του “αντιδραστικού”, του “Φαναριώτη”, του “συμβιβασμένου”. Και όμως, αυτοί ήταν που γνώριζαν προς τα πού πήγαινε η επανάσταση και όχι ο Καραϊσκάκης που, στην αρχή, ήταν πεπεισμένος ότι ο πόλεμος γίνεται για... το αρματολίκι των Αγράφων!”.
Για την ολοκλήρωση ενός έργου απαιτείται η πείρα και πολιτική ευστροφία, αλλά και οι ηρωϊκοί αγώνες μερικών ενόπλων. Όταν οι δυο αυτές τάσεις δεν μπορούν να συνδυασθούν, τότε παρατηρείται αλλοίωση των αποτελεσμάτων. Το παρατηρούμε αυτό στην Επανάσταση του 1821. Ο τύπος των αγωνιστών της Επαναστάσεως ήταν ο τύπος που είχε διαμορφωθή από τις ενδογενείς δυνάμεις του Γένους μας, όπως το εξέφρασε η αυτοσυνειδησία της παραδόσεώς μας και το διαμόρφωνε η λεγομένη ελληνορθόδοξη Παράδοση, ενώ οι ιδέες της εθνικής– ελλαδικής ανεξαρτησίας προέρχονταν από τους δυτικούς διαφωτιστές. Σαφώς οι λεγόμενοι Φαναριώτες, γενικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο, έβλεπαν τα πράγματα βαθύτερα, επεδίωκαν την ανασύσταση της Ελληνικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όλοι αυτοί “γνώριζαν προς τα που πήγαινε η Επανάσταση”. Όμως δυστυχώς επεκράτησαν άλλες ιδέες, με αποτέλεσμα να ελευθερωθούν μερικά τμήματα της λεγομένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά να χαθούν άλλα σημαντικά τμήματα του ενιαίου Βυζαντινού-Ρωμαϊκού Κράτους, οπότε εξυπηρετήθηκαν τα δυτικά συμφέροντα της εποχής εκείνης, σύμφωνα με τα οποία έπρεπε να σχηματισθούν ανεξάρτητα μικρά εθνικά κρατίδια.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης θα παρατηρήση: “Οι Ρωμηοί επαναστάτησαν το 1821, δια να ξαναγίνη η Ρωμηοσύνη Κράτος με τον ρωμαίικον πολιτισμόν της που με υπερηφάνειαν και κάθε θυσίαν είχαν διαφυλάξει κατά τα σκληρά χρόνια της Τουρκοκρατίας, της Φραγκοκρατίας και της Αραβοκρατίας”. Φυσικά, αυτό επιζητούσε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το όραμα αυτό διαφαίνεται και στα σχέδια του Ρήγα Φεραίου, όπως εκφράζεται και στον θούριό του: “Βούλγαροι και Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμηοί / αράπηδες και άσπροι, με μια κοινή ορμή / για την ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί...”. Άλλωστε, γι’ αυτό και η Επανάσταση, εκτός από άλλους λόγους, έγινε στις παραδουνάβιες επαρχίες, όπου ήκμαζε το ελληνικό στοιχείο με την ρωμαίικη αντίληψη, όπως κατευθυνόταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τους Φαναριώτες.
Σπουδαίες έρευνες και παρουσιάσεις πάνω στο ενδιαφέρον αυτό θέμα έχουμε από τον π. Γεώργιο Μεταλληνό, ο οποίος σε διάφορα κείμενά του παρουσιάζει αυτήν την πλευρά του θέματος.
Αναφερόμενος ο π. Γεώργιος στον δυτικό Διαφωτισμό ισχυρίζεται ότι επεδίωκε την υποτίμηση του λεγομένου Βυζαντίου (τής Ρωμηοσύνης) και την έξαρση του αρχαίου ελληνικού τρόπου ζωής, με την μελέτη των αρχαίων συγγραφέων και φιλοσόφων. Συνέλεξε μάλιστα αποσπάσματα από έργα των δυτικών διαφωτιστών. Για παράδειγμα ο Βολταίρος έλεγε: “υπάρχει μια άλλη ιστορία πιο γελοία από την ιστορία της Ρώμης (...) είναι η ιστορία του Βυζαντίου”, που συνιστά “ντροπή για την ανθρώπινη σκέψη”. Ο Μοντεσκιέ έγραφε: “Η ιστορία της ελληνικής αυτοκρατορίας δεν είναι τίποτε άλλο από μία υφή επαναστάσεων, ανταρσιών και απιστιών”. Ο Άγγλος ιστορικός Γίββων, περιγράφοντας την ιστορία του ελληνορωμαϊκού κόσμου και κάνοντας λόγο για μια “παρατεινόμενη παρακμή” ομολογεί: “περιέγραψα το θρίαμβο του βαρβαρισμού και της θρησκείας”.
Αναλύοντας δε ο π. Γεώργιος Μεταλληνός το έργο του Αδαμαντίου Κοραή, υποστηρίζει ότι και εκείνος κινείται στα ίδια πλαίσια που κινούνται οι δυτικοί διαφωτιστές και τρέφει αντιπάθεια σε κάθε λεγόμενο “Βυζαντινό” και εξυψώνει κάθε τι που έχει σχέση με την αρχαία Ελλάδα. Μάλιστα ο Κοραής έφθασε στο σημείο να ομιλή για “ένα έθνος Γραικογάλλων”. Γράφει ο π. Γεώργιος: “Γι’ αυτό, χωρίς να αρνείται κανείς την φιλοπατρία του Κοραή και σε μεγάλο βαθμό την καλή θέλησή του, αναγκάζεται να δικαιώση εκείνους που είδαν και βλέπουν με μεγάλη επιφύλαξη και ανησυχία την κίνηση της μετακένωσης”, η οποία “κατήντησε ασυγκράτητη ξενομανία, για να μεταβάλη τελικά την χώρα μας σε πειθήνιο δορυφόρο του δυτικού πολιτισμού”.
Και ο π. Γεώργιος Μεταλληνός είναι σαφής και κατηγορηματικός: “Για να εκτιμήσουμε άρα στο σημείο αυτό σωστά την εθνική προσφορά του Κοραή, πρέπει να δούμε και τα αποτελέσματα της Επανάστασης του ’21, που είναι σ’ όλους γνωστά. Ασφυκτικό στρίμωγμα του Ελληνισμού στα μικρά κρατικά σύνορα, υποχώρηση και συρρίκνωση του οικουμενικού οράματος της ελληνορθόδοξης Ρωμηοσύνης, αποδυνάμωση του Ρωμαίικου Κέντρου, του Οικουμενικού Πατριαρχείου (τής Νέας Ρώμης, απ’ όπου και τα ρωμηοσύνη - ρωμαίικος - ρωμηός) εξάρτηση από τις Μεγάλες Δυνάμεις κάθε εποχής κλπ.”.
Μέσα από το πρίσμα αυτό πρέπει να δη κανείς την σύγχρονη κατάσταση και την ταλαιπωρία που υφίσταται το ελληνικό Κράτος και τις δυσκολίες του σχετικά με το λεγόμενο Βορειοηπειρωτικό, Μακεδονικό, Κυπριακό, Θρακικό. Εμείς διατηρούμε την “μεγάλη ιδέα” όχι σαν προσπάθεια προέκτασης των ελλαδικών συνόρων, αλλά σαν αναβίωση της Μεγάλης Ρωμανίας, ενώ οι δυτικοί σκέπτονται διαφορετικά, είναι επηρεασμένοι από τις ιδέες που έχουν διαμορφωθή από τον Διαφωτισμό, οπότε και η πολιτική έχει διαμορφωθή κατάλληλα.
Πριν μερικά χρόνια είχα συναντήσει στην Αγγλία έναν άγγλο Καθηγητή Πανεπιστημίου της ιστορίας, ο οποίος σε συζήτηση που είχα μαζί του διατύπωσε την απορία του: “Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάνατε εσείς οι Έλληνες την Επανάσταση του 1821. Τα πράγματα τότε ήταν έτοιμα για κατάργηση του Οθωμανικού Κράτους και την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Όμως η Επανάσταση του 1821 κατέληξε στην δημιουργία ενός ελληνικού κράτους και τα σπέρματα της δημιουργίας εθνικών κρατών στην Βαλκανική”.
Φυσικά, η απορία του Καθηγητού εξηγείται μόνο μέσα από τις πρακτικές και τις σκοπιμότητες των ξένων δυνάμεων να διαλύσουν κάθε όνειρο και ιδέα ανασυστάσεως της Ρωμηοσύνης και να ικανοποιήσουν έτσι τα σχέδια των Φράγκων.
Πάντως, το Οικουμενικό Πατριαρχείο τότε είχε σαφώς άλλη πολιτική, την οποία απεμπόλησαν οι διαφωτιστές. Μερικοί δε ενσυνείδητοι ή και αμαθείςκατασυκοφάντησαν τότε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και έτσι είτε εν γνώσει τους είτε εν αγνοία τους εξυπηρετούσαν τα σχέδια των δυτικών και ιδίως των Φράγκων. Όμως τα πράγματα δικαιώνουν την πολιτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Με όλα αυτά που σημείωσα φάνηκε ότι χαίρομαι για την ελευθερία της Ελλάδος. Ευγνωμονώ τους ήρωες και αγωνιστές της Επαναστάσεως του 1821. Δεν μπορώ όμως να μη στενοχωρούμαι για την απώλεια της Ρωμηοσύνης και το “ανολοκλήρωτο ’21”. Τουλάχιστον σήμερα πρέπει να ζήσουμε το πνεύμα της Ρωμηοσύνης, που είναι η ελληνορθόδοξη παράδοση, ώστε να αλώσουμε εκ των ένδον την Ευρώπη, και να την μετατρέψουμε σε μια νέα Ρωμηοσύνη. Άλλωστε υπάρχει η υποδομή, λόγω του ότι η Ευρώπη παλαιότερα ήταν ένα δυνατό κομμάτι της αρχαίας Χριστιανικής - Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και υπάρχουν πολλοί Ευρωπαίοι που αναζητούν αυτές τις πραγματικές ρίζες.
Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Τελευταία διάβασα μερικές πολύ διεισδυτικές επισημάνσεις του εγκρίτου δημοσιογράφου κ. Αντωνίου Καρκαγιάννη πάνω στο θέμα αυτό. Αφού μελετά το τι ακριβώς έγινε κατά την διάρκεια της εθνικής αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα (1940-1949), ότι δηλαδή μια ντόπια πολιτική και ένοπλη ηγεσία, που είχε μια μειωμένη αντίληψη των πραγμάτων, “ήρθε αντιμέτωπη με πεπειραμένους πολιτικούς μηχανισμούς... και φυσικά ηττήθηκε η πρώτη...” συσχετίζει τα γεγονότα αυτά με το τι έγινε κατά την Επανάσταση του 1821 και παρατηρεί εύστοχα:
“Όλοι σχεδόν οι ιστοριογράφοι της Επαναστάσεως του 1821 έλκονται από τον πρωτογονισμό των καταπεταναίων και των καραβοκυραίων, πρωτογονισμός που αναμφισβήτητα χαρακτηριζόταν από ειλικρίνεια, αυθορμητισμό, στρατιωτική πανουργία, ηρωισμό και αυτοθυσία. Οι φυσικές αυτές αρετές δεν αναιρούν τον πρωτογονισμό τους, αντιθέτως τον υπογραμμίζουν.
Μπροστά σ’ αυτό τον ηρωικό έστω πρωτογονισμό, παραγνωρίστηκαν προσωπικότητες (και τώρα μόλις προσπαθούμε να τις ανακαλύψουμε) με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά και αρετές, όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο Ιωάννης Κωλλέτης, ο Μάουερ της αντιβασιλείας και ο μέγιστος όλων ο Ιωάννης Καποδίστριας. Αλλά και πολλοί άλλοι, που επί πολλά χρόνια λησμονήθηκαν στην γκρίζα περιοχή του “αντιδραστικού”, του “Φαναριώτη”, του “συμβιβασμένου”. Και όμως, αυτοί ήταν που γνώριζαν προς τα πού πήγαινε η επανάσταση και όχι ο Καραϊσκάκης που, στην αρχή, ήταν πεπεισμένος ότι ο πόλεμος γίνεται για... το αρματολίκι των Αγράφων!”.
Για την ολοκλήρωση ενός έργου απαιτείται η πείρα και πολιτική ευστροφία, αλλά και οι ηρωϊκοί αγώνες μερικών ενόπλων. Όταν οι δυο αυτές τάσεις δεν μπορούν να συνδυασθούν, τότε παρατηρείται αλλοίωση των αποτελεσμάτων. Το παρατηρούμε αυτό στην Επανάσταση του 1821. Ο τύπος των αγωνιστών της Επαναστάσεως ήταν ο τύπος που είχε διαμορφωθή από τις ενδογενείς δυνάμεις του Γένους μας, όπως το εξέφρασε η αυτοσυνειδησία της παραδόσεώς μας και το διαμόρφωνε η λεγομένη ελληνορθόδοξη Παράδοση, ενώ οι ιδέες της εθνικής– ελλαδικής ανεξαρτησίας προέρχονταν από τους δυτικούς διαφωτιστές. Σαφώς οι λεγόμενοι Φαναριώτες, γενικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο, έβλεπαν τα πράγματα βαθύτερα, επεδίωκαν την ανασύσταση της Ελληνικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όλοι αυτοί “γνώριζαν προς τα που πήγαινε η Επανάσταση”. Όμως δυστυχώς επεκράτησαν άλλες ιδέες, με αποτέλεσμα να ελευθερωθούν μερικά τμήματα της λεγομένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά να χαθούν άλλα σημαντικά τμήματα του ενιαίου Βυζαντινού-Ρωμαϊκού Κράτους, οπότε εξυπηρετήθηκαν τα δυτικά συμφέροντα της εποχής εκείνης, σύμφωνα με τα οποία έπρεπε να σχηματισθούν ανεξάρτητα μικρά εθνικά κρατίδια.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης θα παρατηρήση: “Οι Ρωμηοί επαναστάτησαν το 1821, δια να ξαναγίνη η Ρωμηοσύνη Κράτος με τον ρωμαίικον πολιτισμόν της που με υπερηφάνειαν και κάθε θυσίαν είχαν διαφυλάξει κατά τα σκληρά χρόνια της Τουρκοκρατίας, της Φραγκοκρατίας και της Αραβοκρατίας”. Φυσικά, αυτό επιζητούσε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το όραμα αυτό διαφαίνεται και στα σχέδια του Ρήγα Φεραίου, όπως εκφράζεται και στον θούριό του: “Βούλγαροι και Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμηοί / αράπηδες και άσπροι, με μια κοινή ορμή / για την ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί...”. Άλλωστε, γι’ αυτό και η Επανάσταση, εκτός από άλλους λόγους, έγινε στις παραδουνάβιες επαρχίες, όπου ήκμαζε το ελληνικό στοιχείο με την ρωμαίικη αντίληψη, όπως κατευθυνόταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τους Φαναριώτες.
Σπουδαίες έρευνες και παρουσιάσεις πάνω στο ενδιαφέρον αυτό θέμα έχουμε από τον π. Γεώργιο Μεταλληνό, ο οποίος σε διάφορα κείμενά του παρουσιάζει αυτήν την πλευρά του θέματος.
Αναφερόμενος ο π. Γεώργιος στον δυτικό Διαφωτισμό ισχυρίζεται ότι επεδίωκε την υποτίμηση του λεγομένου Βυζαντίου (τής Ρωμηοσύνης) και την έξαρση του αρχαίου ελληνικού τρόπου ζωής, με την μελέτη των αρχαίων συγγραφέων και φιλοσόφων. Συνέλεξε μάλιστα αποσπάσματα από έργα των δυτικών διαφωτιστών. Για παράδειγμα ο Βολταίρος έλεγε: “υπάρχει μια άλλη ιστορία πιο γελοία από την ιστορία της Ρώμης (...) είναι η ιστορία του Βυζαντίου”, που συνιστά “ντροπή για την ανθρώπινη σκέψη”. Ο Μοντεσκιέ έγραφε: “Η ιστορία της ελληνικής αυτοκρατορίας δεν είναι τίποτε άλλο από μία υφή επαναστάσεων, ανταρσιών και απιστιών”. Ο Άγγλος ιστορικός Γίββων, περιγράφοντας την ιστορία του ελληνορωμαϊκού κόσμου και κάνοντας λόγο για μια “παρατεινόμενη παρακμή” ομολογεί: “περιέγραψα το θρίαμβο του βαρβαρισμού και της θρησκείας”.
Αναλύοντας δε ο π. Γεώργιος Μεταλληνός το έργο του Αδαμαντίου Κοραή, υποστηρίζει ότι και εκείνος κινείται στα ίδια πλαίσια που κινούνται οι δυτικοί διαφωτιστές και τρέφει αντιπάθεια σε κάθε λεγόμενο “Βυζαντινό” και εξυψώνει κάθε τι που έχει σχέση με την αρχαία Ελλάδα. Μάλιστα ο Κοραής έφθασε στο σημείο να ομιλή για “ένα έθνος Γραικογάλλων”. Γράφει ο π. Γεώργιος: “Γι’ αυτό, χωρίς να αρνείται κανείς την φιλοπατρία του Κοραή και σε μεγάλο βαθμό την καλή θέλησή του, αναγκάζεται να δικαιώση εκείνους που είδαν και βλέπουν με μεγάλη επιφύλαξη και ανησυχία την κίνηση της μετακένωσης”, η οποία “κατήντησε ασυγκράτητη ξενομανία, για να μεταβάλη τελικά την χώρα μας σε πειθήνιο δορυφόρο του δυτικού πολιτισμού”.
Και ο π. Γεώργιος Μεταλληνός είναι σαφής και κατηγορηματικός: “Για να εκτιμήσουμε άρα στο σημείο αυτό σωστά την εθνική προσφορά του Κοραή, πρέπει να δούμε και τα αποτελέσματα της Επανάστασης του ’21, που είναι σ’ όλους γνωστά. Ασφυκτικό στρίμωγμα του Ελληνισμού στα μικρά κρατικά σύνορα, υποχώρηση και συρρίκνωση του οικουμενικού οράματος της ελληνορθόδοξης Ρωμηοσύνης, αποδυνάμωση του Ρωμαίικου Κέντρου, του Οικουμενικού Πατριαρχείου (τής Νέας Ρώμης, απ’ όπου και τα ρωμηοσύνη - ρωμαίικος - ρωμηός) εξάρτηση από τις Μεγάλες Δυνάμεις κάθε εποχής κλπ.”.
Μέσα από το πρίσμα αυτό πρέπει να δη κανείς την σύγχρονη κατάσταση και την ταλαιπωρία που υφίσταται το ελληνικό Κράτος και τις δυσκολίες του σχετικά με το λεγόμενο Βορειοηπειρωτικό, Μακεδονικό, Κυπριακό, Θρακικό. Εμείς διατηρούμε την “μεγάλη ιδέα” όχι σαν προσπάθεια προέκτασης των ελλαδικών συνόρων, αλλά σαν αναβίωση της Μεγάλης Ρωμανίας, ενώ οι δυτικοί σκέπτονται διαφορετικά, είναι επηρεασμένοι από τις ιδέες που έχουν διαμορφωθή από τον Διαφωτισμό, οπότε και η πολιτική έχει διαμορφωθή κατάλληλα.
Πριν μερικά χρόνια είχα συναντήσει στην Αγγλία έναν άγγλο Καθηγητή Πανεπιστημίου της ιστορίας, ο οποίος σε συζήτηση που είχα μαζί του διατύπωσε την απορία του: “Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάνατε εσείς οι Έλληνες την Επανάσταση του 1821. Τα πράγματα τότε ήταν έτοιμα για κατάργηση του Οθωμανικού Κράτους και την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Όμως η Επανάσταση του 1821 κατέληξε στην δημιουργία ενός ελληνικού κράτους και τα σπέρματα της δημιουργίας εθνικών κρατών στην Βαλκανική”.
Φυσικά, η απορία του Καθηγητού εξηγείται μόνο μέσα από τις πρακτικές και τις σκοπιμότητες των ξένων δυνάμεων να διαλύσουν κάθε όνειρο και ιδέα ανασυστάσεως της Ρωμηοσύνης και να ικανοποιήσουν έτσι τα σχέδια των Φράγκων.
Πάντως, το Οικουμενικό Πατριαρχείο τότε είχε σαφώς άλλη πολιτική, την οποία απεμπόλησαν οι διαφωτιστές. Μερικοί δε ενσυνείδητοι ή και αμαθείςκατασυκοφάντησαν τότε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και έτσι είτε εν γνώσει τους είτε εν αγνοία τους εξυπηρετούσαν τα σχέδια των δυτικών και ιδίως των Φράγκων. Όμως τα πράγματα δικαιώνουν την πολιτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Με όλα αυτά που σημείωσα φάνηκε ότι χαίρομαι για την ελευθερία της Ελλάδος. Ευγνωμονώ τους ήρωες και αγωνιστές της Επαναστάσεως του 1821. Δεν μπορώ όμως να μη στενοχωρούμαι για την απώλεια της Ρωμηοσύνης και το “ανολοκλήρωτο ’21”. Τουλάχιστον σήμερα πρέπει να ζήσουμε το πνεύμα της Ρωμηοσύνης, που είναι η ελληνορθόδοξη παράδοση, ώστε να αλώσουμε εκ των ένδον την Ευρώπη, και να την μετατρέψουμε σε μια νέα Ρωμηοσύνη. Άλλωστε υπάρχει η υποδομή, λόγω του ότι η Ευρώπη παλαιότερα ήταν ένα δυνατό κομμάτι της αρχαίας Χριστιανικής - Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και υπάρχουν πολλοί Ευρωπαίοι που αναζητούν αυτές τις πραγματικές ρίζες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου