Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

Ἐξομολόγησις, τὸ Λουτρὸ τῆς Ψυχῆς (Αγνώστου)



ΙΣΩΣ νὰ ἔχῃς πλησιάσει καὶ μερικὲς ἄλλες φορὲς στὴν Ἐξομολόγησι καὶ ἀσφαλῶς θὰ ἤθελες νὰ μάθης περισσότερα γύρω ἀπὸ τὸ ἱερὸ αὐτὸ Μυστήριο, ποὺ τόση ἀνακούφισι καὶ γαλήνη χαρίζει στὴν ψυχή σου. Θὰ ἐπιθυμῇς ἀκόμη νὰ ἐμάθαινες πὼς θὰ πλησίαζες καλύτερα καὶ πὼς θὰ ἐχρησιμοποιοῦσες ἀποδοτικώτερα τὴν ἁγία καὶ πολύτιμη εὐκαιρία, ποὺ σοῦ χαρίζει διὰ τοῦ Μυστηρίου αὐτοῦ ὁ Θεός.

Ἴσως ὅμως νὰ εἶσαι ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ δὲν ἐγνώρισαν ὡς τώρα τὴν γαλήνη καὶ τὴν χαρὰ ποὺ χαρίζει ἡ Ἐξομολόγησις. Δὲν σοῦ ἐδόθη ἡ κατάλληλη εὐκαιρία. Δὲν γνωρίζεις τὴν ἀναγκαιότητα τῆς Ἐξομολογήσεως. Δὲν γνωρίζεις πὼς πρέπει νὰ ἐξομολογηθῇς. Θὰ ἤθελες ὅμως νὰ πληροφορηθῆς, νὰ μάθης...

Τὸ βιβλιαράκι αὐτό, μέσα στὶς ὀλίγες γραμμές του, αὐτὸ ἀκριβῶς σκοπεύει. Νὰ δώσῃ, εἰς ὅσους ἔχουν τὴν δίψα νὰ μάθουν, τὴν εὐκαιρία, νὰ γνωρίσουν τὰ βασικὰ γύρω ἀπὸ τὸ μεγάλο Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, νὰ βοηθήση εἰς τὸ νὰ κάνουν καλὴ Ἐξομολόγησι, νὰ αἰσθανθοῦν τὴν ἀνακούφισι καὶ τὴν χαρὰ ποὺ φέρνει ἡ Ἐξομολόγησις, χαρὰ ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἀντίλαλος τῆς χαρᾶς τοῦ οὐρανοῦ, διότι ὅπως εἶπε ὁ Χριστός: «Χαρὰ γίνεται ἐν οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῶ μετανοοῦντι».

Πρῶτα - πρῶτα θὰ ἀπαντήσουμε στὴν πρωταρχικὴ ἀπορία σου:
ΔΙΑΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΩ;

ΘΑ ἐξομολογηθῆς γιὰ νὰ βρῇς τὴν γαλήνη καὶ τὴν χαρά σου. Εἶσαι στενοχωρημένος καὶ λυπημένος. Πολλὲς σκέψεις καὶ ἀγωνίες βασανίζουν τὴν ψυχή σου. Νομίζεις ὅτι αἰτία τῆς ἀγωνίᾳς σου εἶναι ἡ ἀνέχει, ἡ ἀρρώστια, οἱ δυσκολίες ποὺ συναντᾷς... Πραγματικὰ ὅμως ἡ οὐσιαστικὴ ἀφορμὴ εὑρίσκεται ἀλλοῦ. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ λύπη τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τὴν πηγή της στὴν συνείδησί του. Ὅταν αὐτὴ εἰρηνεύῃ καὶ δὲν διαμαρτύρεται, τότε ὅση συννεφιὰ καὶ ἂν εἶναι ἄπ᾿ ἔξω, ὁ ἄνθρωπος χαίρεται τὴν ζωή του. Ὅταν ὅμως ἡ συνείδησις φωνάζῃ πὼς εἶσαι ἔνοχος, τότε καὶ μέσα στὴν πιὸ ζηλευτὴ ὑγεία καὶ στὰ μεγαλύτερα πλούτη καὶ στὶς ζωηρότερες ἀπολαύσεις, θὰ εἶσαι ὁ δυστυχής. Θὰ εἶσαι ἔνος ἄλλος Δαμοκλῆς, ποὺ θὰ βλέπῃς ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι σου νὰ κρέμεται τὸ ξίφος τῆς θείας δικαιοσύνης. Ἀπὸ τὴν κατάστασι αὐτὴ μόνο ἡ Ἐξομολόγησις ἔχει τὴν δύναμι νὰ σὲ λυτρώσῃ, διότι μόνο μὲ αὐτὴν ἐπιτυγχάνεται ἡ συγχώρησις τῶν ἁμαρτιῶν σου καὶ ἄρα ἡ γαλήνη τῆς συνειδήσεώς σου.

Θὰ ἐξομολογηθῆς γιὰ νὰ ἀποκτήσῃ καὶ πάλι ἡ ψυχή σου τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ὡραιότητα ποὺ τῆς ἔδωσεν ὁ Θεός. Οἱ παρεκτροπὲς καὶ οἱ ἁμαρτίες σου εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μολύνουν καὶ ἀσχημίζουν τὴν ψυχήν σου, ποὺ τὴν κάνουν ἀγνώριστη, τόσο, ὥστε νὰ τὴν ἀποστρέφεται ὁ Θεὸς καὶ σιγὰ-σιγὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι. Πρόσεξε καὶ θὰ ἰδῆς πόσο ἀποκρουστικὸς γίνεται ὁ ἄνθρωπος ὁ ἐγωϊστής, ὁ φθονερός, ὁ μέθυσος, ὁ ἐγκληματίας, ὅσο ὡραῖος καὶ ἂν εἶναι ἐξωτερικά.

Θὰ ἐξομολογηθῆς ἀκόμη, διότι αὐτὴ εἶναι ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸ στόμα τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα ὁ Θεὸς διέταξε: «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε, ἀφέλετε τὰς πονηρίας ἀπὸ τῶν ψυχῶν ὑμῶν». Ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ Κύριος μας εἰς μετάνοιαν ἐκάλεσαν: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Καὶ δὲν ὑπάρχει χριστιανικὴ ψυχή, ποὺ νὰ μὴ συγκινῆται διαβάζοντας τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, τὸν ὁποῖον ἡ πραγματικὴ μετάνοια καὶ ἡ εἰλικρινὴς ἐξομολόγησις ὡδήγησαν στὸ νὰ ξαναπάρῃ τὴν πρώτη του θέσι στὸ πατρικὸ σπίτι.

Πρέπει λοιπόν, εἶναι ἀνάγκη, νὰ ἐξομολογηθῆς.
ΠΟΥ ΘΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΩ;

ΟΧΙ μπροστὰ στὴν εἰκόνα οὔτε ἀπ᾿ εὐθείας στὸν Θεό. Ἐφ᾿ ὅσον πῆρες ἀπόφασι νὰ ἐξομολογηθῆς, εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ κάμῃς Ἐξομολόγησι ὅπως τὴν ὤρισε ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία καὶ ὄχι ὅπως νομίζεις σύ. Ὅσες φορὲς τὰ εἶπες στὴν εἰκόνα ἢ ἀπ᾿ εὐθείας στὸν Θεό, τί ἀπάντησι ἐπῆρες; Καὶ πῶς εἶσαι σίγουρος ὅτι ἔκαμες καλὴ Ἐξομολόγησι, ἀφοῦ γιὰ πολλὰ ἴσως σφάλματά σου δὲν ἐθεώρησες ἀνάγκη νὰ τὰ πῇς, διότι δὲν ἐγνώριζες πὼς εἶναι ἁμαρτίες; καὶ ὕστερα ἀπὸ μία τέτοια Ἐξομολόγησι τί ὁδηγίες καὶ τί συμβουλὲς ἐπῆρες γιὰ τὴν διόρθωσι τῆς ζωῆς σου;

Ἂν αὐτὸ ποὺ λὲς εἶναι ὀρθό, τότε θὰ εἶναι σωστὸ κι᾿ αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ πῶ τώρα: Ὅταν εἶσαι ἄρρωστος, δὲν χρειάζεται νὰ πᾷς στὸν γιατρό. Πάρε μία φωτογραφία τοῦ γιατροῦ καὶ πές της ποῦ πονεῖς καὶ τί αἰσθάνεσαι!

Ὄχι λοιπόν! Γιὰ νὰ ἐξομολογηθῇς, θὰ πᾷς στὸν Ἱερέα, στὸν Πνευματικό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐπιφορτισμένος ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ εἰδικὰ μὲ τὴν ἐργασία αὐτή. Ὁ Κύριος, μετὰ τὴν Ἀνάστασί Του, τὸ βράδυ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς Ἀναστάσεως, ἔδωσε στοὺς Ἀποστόλους τὴν εἰδικὴ αὐτὴ ἐξουσία μὲ τὸ νὰ ἐμφυσήσῃ εἰς αὐτοὺς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ μὲ τοὺς βαρυσήμαντους αὐτοὺς λόγους: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰωάν. κ´ 22-23).

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει τὰ ἑξῆς, ἑρμηνεύοντας τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρίου: «Καίτοι κατοικοῦν ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, ἐπετράπησαν νὰ διοικοῦν τὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ ἔλαβον ἐξουσίαν, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς οὔτε εἰς ἀγγέλους, οὔτε εἰς ἀρχαγγέλους ἔδωκε, διότι δὲν εἶπεν εἰς ἐκείνους «ὅσα ἂν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἂν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ». Ὅσα οἱ Ἱερεῖς ἐδῶ ἐπὶ τῆς γῆς ἐνεργοῦν (διὰ τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως), ταῦτα ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἐπικυρώνει καὶ ὁ Δεσπότης ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀπόφασιν τῶν δούλων τοῦ Ἱερέων...»

«Μετανοήσατε οἱ πεπλανημένοι, ἐπιστρέψατε τῇ καρδίᾳ» (Ἡσαΐας, μς´ 8)
ΟΧΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ

ΠΑΡ᾿ ὅλα αὐτὰ εἶναι μερικοί, ποὺ δικαιολογοῦνται πὼς δὲν ὑπάρχουν σήμερα καλοὶ Ἱερεῖς καὶ κατάλληλοι Ἐξομολόγοι. Αὐτὸ εἶναι μία μεγάλη ἀνακρίβεια. Σήμερα ὑπάρχουν καλοὶ Ἐξομολόγοι, περισσότεροι ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά. Τὸ μόνο ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ ψάξωμε νὰ τοὺς βροῦμε.

Ἂς κάνουμε γιὰ τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς ὅτι κάνουμε καὶ γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ σώματος. Ὅταν ἀρρωστήσωμε, ἐρωτοῦμε νὰ μάθωμε ποὺ εἶναι ὁ καλὸς γιατρός. Καὶ εἴμεθα διατεθειμένοι νὰ φθάσωμε καὶ στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀμερικὴ ἀκόμη. Γιατί νὰ μὴν κάνουμε τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὴν ψυχή μας; Θὰ σὲ ἐρωτοῦσα ἀκόμη καὶ κάτι ἄλλο: Μήπως ἐξετάζεις τί ἄνθρωπος εἶναι ὁ γιατρός, ὁ φαρμακοποιός, ὁ ἀρτοποιός σου; Δὲν πηγαίνεις μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ πάρῃς ὅτι σου χρειάζεται, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ ποιὸν τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν;

Ἔπειτα μὴ λησμονεῖς ὅτι ἡ χάρις τοῦ Μυστηρίου δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἱερέως. Ἡ συγχώρησις τῶν ἁμαρτιῶν σου, τὴν ὁποίαν πηγαίνεις νὰ λάβῃς στὴν Ἐξομολόγησι, δὲν πηγάζει ἀπὸ τὸν Ἱερέα, ἄλλ᾿ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ἐὰν προσέξῃς, θ᾿ ἀκούσῃς, στὸ τέλος τῆς Ἐξομολογήσεως, τὸν Ἱερέα, μετὰ τὴν ἀνάγνωσι τῆς εὐχῆς, νὰ σοῦ λέῃ καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος, (ὄχι ἐγώ), διὰ τῆς ἐμῆς ἐλαχιστότητος, ἔχει σε συγκεχωρημένον καὶ λελυμένον».
ΠΟΤΕ ΟΜΩΣ;

ΠΡΕΠΕΙ νὰ ἐξομολογηθῇς τὰ ταχύτερο. Χωρὶς νὰ χάσῃς καθόλου καιρό. Μὴ πῇς: Ἐξομολογοῦμαι ἀργότερα. Ὁ καιρὸς δὲν εἶναι στὴν ἐξουσία σου. Πόσους δὲν ἐγέλασε καὶ δὲν κατέστρεψε ἔτσι ὁ ἐχθρὸς τῆς ψυχῆς μας, ὁ διάβολος! Ὅσο ἀναβάλλεις, τόσο συσσωρεύονται ὅλοι καὶ περισσότερες ἁμαρτίες. Ὅσο περνᾷ ὁ καιρός, τόσο οἱ ἁμαρτίες σου θὰ γίνωνται βαρύτερες καὶ χειρότερες. Μὴ φαντάζεσαι ὅτι οἱ μεγάλοι ἁμαρτωλοὶ ἔφθασαν διὰ μιᾶς στὸ κατάντημά τους. Ἀπὸ μικρὲς ἁμαρτίες ἄρχισαν καὶ σιγὰ – σιγά, χωρὶς τὴν συγχώρησι καὶ τὴν ἐνίσχυσι τῆς Ἐξομολογήσεως, ἡ ψυχή τους συνήθισε στὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τὴν ζωὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἔτσι προχώρησαν ἀπὸ τὶς μικρότερες στὶς μεγαλύτερες ἁμαρτίες, χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθοῦν. Μὲ τὴν Ἐξομολόγησι βγάζεις ἀπὸ τὸ χωράφι τῆς ψυχῆς σου τοὺς σπόρους τοῦ κακοῦ, ποὺ σπέρνει ὁ διάβολος, καὶ δὲν τοὺς ἀφίνεις νὰ ριζολογήσουν καὶ νὰ ἀναπτυχθοῦν. Ἐπὶ πλέον, ὅσο ἀναβάλλεις νὰ ἐξομολογηθῇς, τόσο δυσκολώτερο σοῦ φαίνεται νὰ πλησιάσῃς στὸν Πνευματικό. Μὴ πῇς μὲ τὸν νοῦ σου: Θὰ μετανοήσω καὶ θὰ ἐξομολογηθῶ, ὅταν θὰ γηράσω. Ποιὸς σοῦ ὑπόσχεται ὅτι θὰ γηράσης; καὶ πὼς φαντάζεσαι ὅτι θὰ ἔχῃς τὴν ἀντοχὴ ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ μετανοήσῃς, ὅταν ξέρῃς πόσο ἀδύνατη γίνεται καὶ ἡ θέλησις καὶ ἡ σκέψις καὶ ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ ἡλικιωμένου ἀνθρώπου;

Μὴ σκεφθῇς: Τώρα εἶμαι πολὺ ἁμαρτωλός. Θὰ φροντίσω σιγὰ-σιγὰ νὰ διορθωθῶ καὶ μετὰ ἐξομολογοῦμαι. Ἀλλοίμονο ἂν ὁ βαρειὰ ἄρρωστος ἔλεγε θὰ γίνω καλύτερα καὶ μετὰ θὰ πάω στὸν γιατρό. Μὴν ἀφήσῃς νὰ πᾷς στὸν Πνευματικὸ τὴν τελευταία στιγμή, τὶς παραμονὲς τῶν μεγάλων Ἑορτῶν. Τότε εἶναι τόσοι πολλοὶ ποὺ περιμένουν νὰ ἐξομολογηθοῦν, ὥστε εἶναι ἀδύνατο καὶ ἀπὸ μέρους σου καὶ ἀπὸ μέρους ἐκείνου νὰ κάνῃς μία καλὴ Ἐξομολόγησι.

Πότε λοιπὸν θὰ ἐξομολογηθῆς;

Κάθε πότε πλένεσαι; Κάθε πότε πλένεις τὰ ροῦχα σου; Μήπως μένεις ἄπλυτος καὶ μὰ ἀκάθαρτα ροῦχα, λέγοντας ὅτι θὰ καθαριστῇς τὰ Χριστούγεννα ἢ τὸ Πάσχα; Μήπως ὅταν πονᾷς ἢ ὅταν σὲ καίῃ ὁ πυρετός, ἀφίνεις, ἔστων καὶ ὕστερα ἀπὸ μία ὥρα, νὰ ζητήσῃς τὴν βοήθεια τοῦ γιατροῦ; Ὅτι κάνῃς γιὰ τὸ σῶμα σου, θὰ κάνῃς καὶ γιὰ τὴν ψυχή σου. Μόλις αἰσθανθῇς τὸ πρῶτο λέρωμα, τὴν πρώτη πληγῆ, τὸ πρῶτο βάρος τῆς ἁμαρτίας, θὰ τρέξης ἀμέσως χωρὶς ἀναβολή.

Τῆς πατρῴας, δόξης σου, ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως, ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα, ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον· ὅθεν σοι τὴν τοῦ Ἀσώτου, φωνὴν κραυγάζω· Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου Πάτερ οἰκτίρμον· δέξαι με μετανοοῦντα, καὶ ποίησόν με, ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. (Κοντάκιον Κυριακῆς Ἀσώτου)
ΠΩΣ ΘΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΩ;

ΟΠΩΣ γιὰ νὰ πᾷς στὸν γιατρὸ πρέπει νὰ καταλάβης ὅτι εἶσαι ἄρρωστος, ἔτσι καὶ γιὰ νὰ ξεκινήσῃς νὰ ἐξομολογηθῆς πρέπει πρῶτα – πρῶτα νὰ συναισθανθῇς ὅτι εἶσαι ἕνας ἁμαρτωλός. Πολλοὶ νομίζουν πὼς δὲν ἔχουν ἁμαρτίες ἢ πιστεύουν πὼς οἱ ἁμαρτίες τους εἶναι ἀσήμαντες καὶ ἐλαφρές, ἄλλωστε ἔχουν τόσες δικαιολογίες γιὰ τὰ σφάλματά τους. Ὅμως ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ βεβαιώνει κατηγορηματικὰ ὅτι δὲν ὑπάρχει δίκαιος «οὐδὲ εἷς» καὶ μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι «ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν». Ὅσες καὶ ὅποιες καὶ ἂν εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας, εἶναι ἁμαρτίες, ποὺ γιὰ νὰ συγχωρηθοῦν ἐχρειάσθη νὰ σταυρωθῆ ὁ Χριστός.

Ἐὰν λὲς ὅτι δὲν ἔχεις ἁμαρτίες, ἢ ὅτι οἱ ἁμαρτίες σου εἶναι ἐλαφρὲς καὶ δικαιολογημένες, αὐτὸ σημαίνει πὼς δὲν γνωρίζεις ὅσο πρέπει τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ θὰ σὲ βοηθήσωμε σύντομα καὶ ἁπλὰ νὰ ἐξετάσης τὸν ἑαυτό σου κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἀνακαλύψῃς καὶ ἐξακριβώσῃς τὶς ἁμαρτίες σου. Ὁ κατάλογος τῶν ἐρωτημάτων αὐτῶν δὲν ἐξαντλεῖ καὶ δὲν περιλαμβάνει – διότι δὲν εἶναι ἔυκολο – ὅλες τὶς περιπτώσεις ποὺ μπορεῖ νὰ ἐγίναμε ἔνοχοι ἀπέναντι τοῦ θείου νόμου. Θὰ σοῦ εἶναι ὅμως μία καλὴ ἀρχὴ καὶ μία ἀρκετὴ βοήθεια γιὰ ἂν κάνῃς μία καλὴ ἐξέτασι τοῦ ἑαυτοῦ σου.

Μὴ ξεκινήσῃς, λοιπόν, ἀπροετοίμαστος γιὰ τὴν Ἐξομολόγησι. Διάλεξε ἕναν ἤρεμο τόπο καὶ σὲ μία ἥσυχη ὥρα, βάλε κάτω τὸν ἑαυτό σου καὶ ἐξέτασε τὸν ἀμερόληπτα καὶ χωρὶς ἐλαφρυντικά.
Α´

Ἐξέτασέ τον πρῶτα ἐὰν εἶναι ἐντάξει στὰ καθήκοντά του πρὸς τὸν Θεό:

Ποιὰ εἶναι ἡ πίστις σου καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη σου πρὸς τὸν Θεό; Μήπως στὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς σου ἀπελπίζεσαι καὶ γογγύζεις κατὰ τοῦ Θεοῦ; Μήπως πιστεύεις σὲ ὄνειρα καὶ δεισιδαιμονίες; μήπως διαφωτίζεις καὶ ὁδηγεῖς ἄλλους στὰ νὰ τηρήσουν διάφορες δεισιδαιμονίες καὶ προλήψεις; Κατέφυγες καμμιὰ φορὰ στὰ μάγια, τὸν πνευματισμὸ κλπ.; Μήπως παρεσύρθης ποτὲ ἀπὸ αἱρετικὲς διδασκαλίες; Μήπως συζητεῖς μὲ τοὺς μάρτυρας τοῦ Ἰεχωβᾶ ἢ ἄλλους αἱρετικούς; Μήπως πηγαίνεις στὶς συναθροίσεις τους, ἢ διαβάζεις τὰ βιβλία τους; Ἀφίνεις τὸ στόμα σου ἐλεύθερο ὥστε νὰ βγαίνουν ἀπ᾿ αὐτὸ ἀπρεπεῖς λόγοι, ὕβρεις, κακολογίες, κατάρες; Μήπως ὠρκίσθηκες χωρὶς λόγο ἤ, τὸ χειρότερο, ψευδῶς; Προσεύχεσαι καὶ ἐκκλησιάζεσαι τακτικά; Στέκεσαι στὴν προσευχὴ καὶ στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν ἀπαιτούμενη εὐλάβεια; Φυλάττεις τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς, τὶς νηστεῖες (ἐφ᾿ ὅσον εἶσαι ὑγιής) καὶ τοὺς ἄλλους κανονισμοὺς τῆς Ἐκκλησίας μας;
Β´

Ἐξέτασε ἔπειτα τῆς συμπεριφορά σου πρὸς τοὺς ἄλλους:

Δείχνεις τὴν ὑπακοὴ καὶ τὸν σεβασμὸ ποὺ ἐπιβάλλεται στοὺς Ἱερεῖς, τοὺς γονεῖς, τοὺς διδασκάλους σου καὶ γενικῶς πρὸς τοὺς μεγαλυτέρους σου; Τοὺς τιμᾷς καὶ τοὺς βοηθεῖς στὶς ἀνάγκες τους; Μήπως συνηθίζεις νὰ κατακρίνεις ἢ νὰ κακολογῇς τοὺς Ἱερεῖς ἢ νὰ συμμετέχῃς σὲ συζητήσεις ὅπου διασύρεται καὶ σχολιάζεται ὁ κλῆρος;

Ἂν εἶσαι πατέρας ἢ μητέρα, μήπως ἀποφεύγεις τὴν τεκνογονία;

Φροντίζεις ὅπως πρέπει γιὰ τὰ παιδιά σου, φροντίζεις γιὰ τὶς ψυχές τους, προσέχεις νὰ τοὺς δίνῃς τὸ καλὸ παράδειγμα;

Μήπως ὑβρίζεις ἢ καταριέσαι τὰ παιδιά σου;

Μήπως ἐμποδίζεις τὰ παιδιά σου ἀπὸ τὸ Κατηχητικὸ Σχολεῖο ἢ τὰ σπρώχνεις στὴν κοσμικὴ ζωή;

Μήπως στενοχωρεῖσαι ἂν κάποιο παιδί σου ἐξεδήλωσε διάθεσι νὰ γίνῃ κληρικὸς ἢ νὰ ἀφιερωθῆ στὸν Χριστὸ καὶ κάνῃς τὸ πᾶν γιὰ νὰ τὸ ἐμποδίσῃς;

Μήπως δημιουργεῖς σκηνὲς καὶ ἐπεισόδια, ἢ βάζεις λόγια καὶ δημιουργεῖς ψυχρότητα ἢ διχόνοια ἀνάμεσα στὴν νύφη, τὴν πεθερά, ἢ τοὺς συγγενεῖς σου;

Ἂν εἶσαι ἐργοδότης ἢ προϊστάμενος, πῶς συμπεριφέρεσαι πρὸς τοὺς κατωτέρους σου; Μήπως τοὺς ἀδικεῖς; Ἂν εἶσαι ἐργάτης ἢ ὑφιστάμενος, εἶσαι εὐσυνείδητος στὴν ἐργασία σου;
Γ´

Μήπως ἐμποδίζεις τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὸν ἐκκλησιασμὸ ἢ ἀπὸ τὴν ἐκτέλεσι τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων τους; Μήπως εἰρωνεύεσαι ἐκείνους, ποὺ ἐξομολογοῦνται καὶ κοινωνοῦν τακτικὰ καὶ γενικὰ ὅσους προσπαθοῦν νὰ ζήσουν τὴν χριστιανικὴ ζωή;

Ἐξέτασε ἀκόμη ἂν ἀγαπᾷς ὅλους, ἂν συγχωρῇς ἐκείνους ποὺ σὲ ἔβλαψαν, ἂν ὀργίζεσαι, ἂν ἐζημίωσες κανέναν, ἂν ἐφάνης ἀσυνεπὴς στὶς ὑποχρεώσεις σου, ἂν στὸ ἐπάγγελμά σου ἐργάζεσαι μὲ τιμιότητα, χωρὶς νοθεῖες, αἰσχροκέρδεια κλπ.

Μήπως ὑποκύπτεις στὰ σοβαρὰ ἁμαρτήματα τῆς χαρτοπαιξίας, τῆς συκοφαντίας, τῆς κατακρίσεως;...
Δ´

Ἐξέτασε ἀκόμη, μὲ ἰδιαιτέραν αὐστηρότητα τὴν ζωή σου ἀπὸ ἠθικῆς ἀπόψεως. Προσέχεις τί διαβάζεις, τί ἀκοῦς, τί συζητεῖς; Μήπως συχνάζεις σὲ θεάματα ποὺ προσβάλλουν τὴν ἠθική, σὲ διασκεδάσεις, χορούς κλπ.;

Μήπως σὲ παρασύρει ἡ μόδα, ὁ καλλωπισμὸς καὶ ἡ φιλαρέσκεια, ὥστε νὰ δημιουργῇς περιττὰ ἔξοδα, ἢ νὰ παραμελῇς ἄλλα σοβαρώτερα καθήκοντα, ἢ νὰ χάνῃς ἄσκοπα τὸν πολύτιμο χρόνο σου;

Μήπως διέπραξες ὁποιαδήποτε ἀνήθικη ἁμαρτία μὲ ὁποιοδήποτε πρόσωπο;

Ἂν εἶσαι νέος ἢ νέα, μήπως ἐκτίθεσαι σὲ συζητήσεις καὶ συναναστροφές, ποὺ θὰ σὲ ὁδηγήσουν ἴσως σὲ ἠθικὲς παρεκτροπές;

Μήπως, μὲ τὴν ἐνδυμασία σου, μὲ τὰ βλέμματά σου, μὲ τὰ λόγια σου, γενικὰ μὲ τὴν ἀπρόσεκτη συμπεριφορά σου, γίνεσαι ἀφορμὴ σκανδάλου;

Ἂν εἶσαι μνηστευμένος, προσέχεις τὴν ἁγνότητα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς σου μέχρι τῆς ἡμέρας τοῦ γάμου σου;

Ἂν εἶσαι σύζυγος, ἐτήρησες κατὰ πάντα τὴν συζυγικὴ πίστι;

«Ἐπιστράφητε, υἱοί, ἐπιστρέφοντες, καὶ ἰάσομαι τὰ συντρίμματα ὑμῶν». (Ἱερεμίας, Γ´ 22)
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΙ

ΑΦΟΥ κάνῃς ὅσο μπορεῖς καλύτερα αὐτὴ τὴν ἐξέτασι τῆς συνειδήσεώς σου, θὰ πρέπῃ νὰ αἰσθανθῆς στὰ βάθη τῆς ψηχῆς σου λύπη καὶ συντριβή. Διότι μὲ τὶς ἁμαρτές σου ὕρβισες τὸν Θεό. Σὺ ὁ μικρὸς ἄνθρωπος τὸν μεγάλο Θεό. Σὺ ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος τὸν Ἅγιο Θεό. Τὸ πλάσμα τὸν Πλάστη του. Τὸ δημιούργημα τὸν Δημιουργό του. Ἐκεῖνον, εἰς τοῦ ὁποίου τὰ χέρια εὑρίσκεται ἡ ζωή σου καὶ ἡ ὑπαρξίς σου. Ἐκεῖνον, εἰς ἕνα νεῦμα τοῦ ὁποίου ὑποτάσσεται τὸ σύμπαν. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἀκόμη ἐφάνηκες ἀχάριστος στὸν μεγαλύτερό σου εὐεργέτη. Σὲ Ἐκεῖνον, ποὺ σοῦ χαρίζει ὅλα τὰ ἀγαθά. Σὲ Ἐκεῖνον, ποὺ σὲ ἀνέχεται καὶ δὲν σὲ τιμωρεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου. Σὲ Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος δὲν ἐσυλλογίσθηκε τὸν Υἱό Του, ἀλλὰ τὸν παρέδωκε στὸν σκληρὸ καὶ ἀτιμωτικὸ θάνατο τοῦ Σταυροῦ γιὰ τὴν δική σου σωτηρία.

Θὰ λυπηθῇς καὶ θὰ στενοχωρηθῇς γιὰ ὅλα αὐτά. Τότε θὰ εἶναι πραγματικὴ ἡ μετάνοιά σου. Τότε θὰ δεχθῆ τὴν Ἐξομολόγησί σου ὁ Θεός. «Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει». Ὅλοι ὅσοι πραγματικὰ μετενόησαν, αὐτὸ ἔκαναν. Ὁ Δαβὶδ ἔλεγε: «Λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω». Ἡ πόρνη ἐκείνη γυναίκα μὲ τὰ δάκρυα τὴν ἔπλυνε τὰ πόδια τοῦ Σωτῆρος. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀρνήθηκε τὸν Χριστό, ἀλλὰ μόλις συναισθάνθηκε τὸ σφάλμα τοῦ «ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς».

Μὲ τὴν λύπη αὐτὴ καὶ τὴν κατάνυξι ξεκίνησε γιὰ τὸ Ἐξομολογητήριο.

Δίδου μοι κατάνυξιν καὶ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσιν καὶ τοῦ βίου διόρθωσιν, εἰς πάθη τοῦ σώματος νῦν βεβυθισμένῳ καὶ μεμακρυσμένῳ ἐκ σοῦ, Θεὲ παμβασιλεῦ, καὶ μηδαμόθεν ἐλπίδα ἔχοντι καὶ σῶσόν με τὸν ἄσωτον διὰ πολλὴν ἀγαθότητα, Ἰησοῦ παντοδύναμε, ὁ Σωτὴρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν. (Προσόμοιον κατανυκτικὸν γ´ ἤχου)
ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΟΥ ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου μὲ εὐθύτητα καὶ εἰλικρίνεια. Γνώριζε ὅτι καὶ μία ἔστω ἁμαρτία ἂν δὲν ἐξομολογηθῇς, ὄχι μόνο δὲν συγχωρεῖσαι δι᾿ ὅσες ἐξομολογήθηκες, ἀλλὰ διέπραξες καὶ μία ἀκόμη σοβαρώτερη ἁμαρτία, διότι ἐνόμισες πὼς θὰ κρυφθῇς ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος τὰ γνωρίζει ὅλα. Μὴν ἀφίνης τὸν ἑαυτό σου νὰ παρασύρεται ἀπὸ τὸ αἴσθημα τῆς ἐντροπῆς ποὺ σοῦ δημιουργεῖ τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ Διάβολος. Πρέπει κανεὶς νὰ ἐντρέπεται τὴν ὥρα ποὺ ἁμαρτάνει καὶ ὄχι τὴν ὥρα ποὺ ἐξομολογεῖται. Συλλογίσου πόση ἀγάπη δείχνει καὶ στὰ σημεῖο αὐτὸ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος δὲν ἀπαιτεῖ νὰ φανερωθοῦν οἱ ἁμαρτίες σου ἐνώπιον πολλῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἐπιβάλλει τῶν ἀνθρώπων ἡ δικαιοσύνη, ἀλλὰ ἐνώπιον μόνο του Ἱερέως, ὁ ὁποῖος καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνος ἄνθρωπος, ποὺ θὰ μάθῃ τὰ σφάλματά σου. Καὶ ὁ Πνευματικὸς εἶναι ἀπόλυτα ὑποχρεωμένος –ἐπὶ ποινῇ καθαιρέσεως– νὰ τηρήσῃ ἱερὰ καὶ ἀπαραβίαστα τὰ μυστικὰ τῆς Ἐξομολογήσεως, ὄχι μόνο στὶς ἰδιωτικές του συζητήσεις, ἀλλὰ καὶ ἐνώπιον οἱασδήποτε δικαστικῆς ἢ πολιτικῆς ἀρχῆς. Σκέψου ἄλλωστε ὅτι ὁπωσδήποτε οἱ ἁμαρτίες μας πρέπει μία φορᾷ νὰ φανερωθοῦν. Καὶ θὰ φανερωθοῦν ἢ ἐδῶ, στὸν Πνευματικό σου ὁπότε θὰ συγχωρηθοῦν, ἢ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ἐνώπιον δισεκατομμυρίων ἀνθρώπων, χωρὶς ἐλπίδα συγχωρήσεως, ἀλλὰ μόνο πρὸς καταισχύνη καὶ αἰώνια τιμωρία μας. Ποῦ λοιπὸν εἶναι προτιμότερο νὰ φανερώσῃς τὶς ἁμαρτίες σου; συλλογίσου ἀκόμη, τί θὰ ἔλεγες γιὰ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος, ἐνῷ πῆγε στὸν γιατρό, ἐντρέπεται ἂν δείξη σὲ αὐτὸν τὶς πληγὲς καὶ τὰ ἄρρωστα μέλῃ του; Πῶς μπορεῖ νὰ περιμένῃ θεραπεία ὁ ἄνθρωπος αὐτός; Γιὰ νὰ ἐξασφαλισθῇς καὶ νὰ νικήσῃς ἐξ ἀρχῆς τὸν θανάσιμο αὐτὸ κίνδυνο, ἐξομολογήσου πρώτη ἐκείνη τὴν ἁμαρτία, γιὰ τὴν ὁποία ἐντρέπεσαι περισσότερο.
ΠΡΟΣΕΧΕ ΟΤΑΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΑΙ

ΜΗ πῇς ἀόριστα καὶ γενικά: Εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλός. Ὅπως ὁ ἄρρωστος δὲν λέει στὸν γιατρὸ ἁπλῶς: Εἶμαι ἄρρωστος. Ἐξομολογήσου καθαρὰ τὸ εἶδος τὴν κάθε ἁμαρτίας σου καὶ ἂν μία ἢ πολλὲς φορὲς ἔπεσες σὲ αὐτή.

Μὴ περιμένεις τὸν Πνευματικὸ νὰ σὲ ἐρωτᾷ: «Λέγε σὺ πρῶτος τὰς ἁμαρτίας σου, ἵνα δικαιωθῆς». Κατηγόρησε μόνο τὸν ἑαυτό σου. Μὴ ζητήσῃς νὰ ρίξης τὰ βάρος στοὺς ἄλλους, ὅπως ἔκαμε ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα. Μὴ προσπαθήσης νὰ δικαιολογηθῇς.

Ἐὰν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος τῶν ἁμαρτωλῶν, τότε τί πρέπει νὰ ποῦμε ἐμεῖς:
ΑΦΟΥ ΟΜΙΛΗΣΗΣ, ΑΚΟΥΣΕ

ΑΚΟΥΣΕ μὲ μεγάλη προσοχὴ τί θὰ σοῦ πῇ ὁ Πνευματικός. Γράψε στὸ πλάτος τῆς καρδιᾶς σου τὶς ὑποδείξεις καὶ τὶς συμβουλές του, μὲ τὴν ἴδια καὶ μεγαλύτερη προσοχή, μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄρρωστος ἀκούει τὶς ὁδηγίες τοῦ γιατροῦ, γιὰ τὰ φάρμακα ποὺ πρέπει νὰ πάρῃ καὶ τὴν δίαιτα ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθήσῃ. Δέξου μὲ χαρὰ καὶ προσπάθησε νὰ ἐφαρμόσῃς μὲ ἀκρίβεια καὶ σχολαστικὰ τὸν «κανόνα» ποὺ θὰ σοῦ βάλῃ. Ἰδιαίτερα πρόσεξε μὴ τυχὸν καὶ προσέλθῃς στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ Πνευματικοῦ.

Ὅταν ἡ Ἐξομολόγησίς σου γίνῃ κατὰ τὸν τρόπο ποὺ ἐκθέσαμε ἕως τώρα, τότε θὰ δοκιμάσῃς προσωπικὰ καὶ ὁ ἴδιος τὰ μεγάλα ἀποτελέσματα καὶ τὴν ἀνέκφραστη εἰρήνη καὶ χαρά, ποὺ φέρνει στὴν ψυχὴ ἡ καλὴ Ἐξομολόγησις.

Ὁ Ἀμνὸς ὁ τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων πάντων τὰς ἁμαρτίας, ἄρον τὸν κλοιὸν ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸν βαρύν, τὸν τῆς ἁμαρτίας, καὶ ὡς εὔσπλαγχνός μοι δὸς δάκρυα κατανύξεως. (Ἐκ τοῦ Μεγάλου Κανόνος)
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙ

ΑΦΟΥ λοιπὸν ἐξομολογηθῇς, χρειάζεται νὰ προσέξῃς καλύτερα τὴν ζωή σου.

Τώρα ποὺ ὁ Κύριος σὲ συγχώρησε καὶ ἡ ψυχή σου καθαρίστηκε ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῆς ἁμαρτίας, πρόσεξε νὰ μὴν ξαναλυπήσῃς τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἁμαρτίες σου. Προφύλαξε τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ κάθε τί ποὺ μπορεῖ νὰ ξαναλερώσῃ τὴν ψυχή σου. Διότι πρέπει νὰ ξέρῃς ὅτι ἡ μετάνοια καὶ ἡ χριστιανικὴ μόρφωσις καὶ ἡ χριστιανικὴ ζωὴ δὲν εἶναι ὑπόθεσις μιᾶς μέρας, ἀλλὰ ἔργο ποὺ πρέπει νὰ σὲ ἀπασχολῇ σὲ ὅλη σου τὴν ζωή.

Μὲν ἐπαναπαυθῇς, λοιπόν, στὸν ὅτι μετενόησες καὶ ἐξομολογήθηκες, ἀλλὰ φρόντισε νὰ ἐξακολουθήσῃς τὸν καλὸ δρόμο, ποὺ σοῦ ἔδειξε ὁ Θεὸς καὶ ποὺ θὰ σὲ ὁδηγήση στὴν ἀληθινὴ εὐτυχία.

«Μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι» (Ψαλμ. ΛΑ´ 1)
ΑΓΩΝΙΖΟΥ ΤΟΝ ΚΑΛΟΝ ΑΓΩΝΑ

ΠΑΡΕ σταθερὴ καὶ ὁριστικὴ ἀπόφασι νὰ ἀγωνίζεσαι ἐναντίον κάθε ἁμαρτίας καὶ νὰ εἶσαι ἕτοιμος γιὰ κάθε θυσία, προκειμένου νὰ τηρήσῃς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ εὐγενέστερος ἀγών. Ὁ ἀγὼν ποὺ λυτρώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀγωνία καὶ τοῦ δημιουργεῖ τὴν βαθύτερη χαρά. Ἀγωνίζου, ἐνθυμούμενος ὅτι κάθε φορὰ ποὺ ἀγωνίσθηκες γιὰ νὰ νικήσῃς τὸν πειρασμό, ὕστερα ἀπὸ λίγο κόπο ἐδοκίμασες τὴν μεγαλύτερη ἱκανοποίησι, ἐνῷ ἐὰν ὑπεχώρησες στὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἁμαρτίας, ὕστερα ἀπὸ λίγη εὐχαρίστησι ἐδοκίμασες τὴν μεγαλύτερη ἀπογοήτευσι καὶ ἀηδία. Ἀγωνίζου... Κι ἂν στὸν ἀγῶνα αὐτὸν τραυματισθῇς, μὴν ἀποθαρρύνεσαι. Σπεῦσε γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, σπεῦσε δὲ πάντοτε στὸ ἰατρεῖο τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐξομολόγησι. Θὰ βρίσκῃς πάντοτε ἐκεῖ τὴν θεραπεία, τὴν συγγνώμη, τὴν δύναμι νὰ συνεχίσης τὸν ἀγῶνα σου.

«Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον, ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμο ὅλον καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;». (Μάρκ. Η´ 36)
ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕ ΤΑ ΚΑΤΑΛΛΗΛΑ ΜΕΣΑ

ΦΡΟΝΤΙΣΕ νὰ μελετᾷς καὶ νὰ μαθαίνῃς καλύτερα τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ. Μὴ παραλείπεις μὲ τὴν προσευχὴ νὰ ζητῇς παρὰ τοῦ Θεοῦ δύναμι καὶ ἐνίσχυσι, ὥστε νὰ ἀγωνίζεσαι κατὰ τῆς ἁμαρτίας. Ἰδιαιτέρως δὲ μὴ παραλείπεις τὸν τακτικὸ ἐκκλησιασμὸ καὶ τὴν οὐράνια τροφὴ τῆς ψυχῆς μας, τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ὅποιος τρέφεται παίρνει ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τοῦ χρειάζονται γιὰ νὰ συντηρηθῇ καὶ ἀναπτυχθῇ ἡ ψυχή του.

«Χαρὰ γίνεται ἐν οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῶ μετανοοῦντι». (Λουκ. ΙΕ´ 10)
ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ

ΕΞΕΥΓΕΝΙΖΕΙ τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἰρηνεύει τὴν ψυχή του. Τοῦ δίνει ὁδηγίες καὶ κατευθύνσεις γιὰ τὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς. Ἡ Ἐξομολόγησις εἶναι πραγματικὴ εὐλογία τῆς ζωῆς μας, διότι εἶναι ἐκείνη ποὺ συμφιλιώνει τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς χαρίζει τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν τους καὶ ἐπὶ πλέον τοὺς προετοιμάζει γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦν ἐντός τους τὴν μεγάλη δωρεὰ τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Ἀγάπησε τὴν μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά, πήγαινε ὅσο μπορεῖς πιὸ συχνὰ σὲ αὐτὴν καὶ ἔτσι θὰ δοκιμάσης καὶ θὰ ἰδῆς καινούργιες ἡμέρες στὴν ζωή σου, ἡμέρες ἀληθινῆς χαρᾶς καὶ εἰρήνης.

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019

Να μιμούμαστε τους ενάρετους (Όσιος Εφραίμ ο Σύρος)

Να αγαπάς τον καλό σύντροφο και να αποφεύγεις τον κακό, επειδή ούτε ο μάγος, ούτε ο ληστής, ούτε ο τυμβωρύχος γεννήθηκαν τέτοιοι, αλλά τα έμαθαν αυτά από ανθρώπους, των οποίων ο νους είχε διαφθαρεί από τον σατανά. Γιατί ο Θεός όλα τα έκανε πολύ καλά (Γεν. 1:31). Να μη σε ευχαριστούν τα λουτρά και τα συμπόσια και τα κοινά δείπνα και η καλοπέραση, για να μην πέσεις σε ολέθριους κινδύνους. Να θυμάσαι διαρκώς την οδύνη των αμαρτωλών και να φοβάσαι μήπως σύντομα βρεθείς και εσύ μαζί τους. Δεν μπήκες ποτέ σε σπίτι όπου κλαίνε νεκρό, και βλέποντας τον σπαραγμό και τα κλάματα δεν βιάστηκες να πεταχτείς έξω από εκεί; Από τα πρόσκαιρα λοιπόν πρέπει να συμπεραίνεις για τα αιώνια· γιατί λέει η Γραφή: «Δώσε αφορμή στον σοφό, και θα γίνει σοφότερος» (Παροιμ. 9:9). Με αθωότητα να δέχεσαι τις εντολές του Θεού και με πανουργία να αποκρούεις τα τεχνάσματα του διαβόλου και να κόβεις τις βλαβερές συναναστροφές, για να μείνεις μέσα σου ήρεμος.

Αντίθετα, να ακούσεις τον Κύριο που λέει: «Πολλοί είναι καλεσμένοι, λίγοι όμως εκλεκτοί» (Ματθ. 22:14), και: «Τι λίγοι αυτοί που σώζονται!» (Λουκ. 13:23). Γίνε λοιπόν και εσύ ένας από τους εκλεκτούς και τους λίγους και όχι από τους πολλούς και άξιους για την απώλεια. Γιατί όσοι κάνουν το κακό, είτε ζουν σε κοινόβιο είτε σε οποιονδήποτε τόπο, είναι παιδιά του πονηρού και παρομοιάζονται με τα ζιζάνια που είναι ανάμεσα στα στάχια (Ματθ. 13:38). Εσύ λοιπόν να γίνεις σιτάρι, για να συναχθείς στις αποθήκες του Κυρίου και να μην καείς ως ζιζάνιο με φωτιά που δεν σβήνει.

Συλλογίσου ότι ο δίκαιος Λωτ κατοικούσε στα Σόδομα, αλλά δεν παρασύρθηκε από τη φιληδονία και την ασέλγειά τους· γι’ αυτό και σώθηκε, όπως λέει η Γραφή: «Κατοικώντας ανάμεσά τους ο δίκαιος, καθημερινά υπέφερε ψυχικά βλέποντας και ακούγοντας τα παράνομα έργα τους». Και συμπληρώνει: «Ξέρει ο Κύριος να σώζει τους ευσεβείς από τους πειρασμούς και να φυλάγει την τιμωρία για τους άδικους την ημέρα της κρίσεως» (Β’ Πέτρ. 2:8-9) κτλ. Ο Λωτ λοιπόν, ενώ κατοικούσε με τέτοιους, δεν χάθηκε μαζί τους. Ο Γιεζί όμως υπηρετούσε τον προφήτη Ελισσαίο και αμάρτησε (Δ’ Βασ. 5:20-27). Όμοια και ο Σαμουήλ έμενε μαζί με τον Ηλεί και συναναστρεφόταν με τους γιους του· και ενώ εκείνοι χάθηκαν, αυτός σώθηκε (Α’ Βασ. κεφ. 3-4), γιατί αγαπούσε αληθινά τον Κύριο και δεν ζήλευε τον τρόπο ζωής των ανόμων. Ο Ιούδας πάλι ακολουθούσε μαζί με τους μαθητές τον Κύριο, και όμως τον παρέδωσε στα χέρια των ανόμων.

Επομένως ο καθένας μας πρέπει να προσέχει διαρκώς τον εαυτό του. Και αν ζούμε μαζί με ενάρετους, βλέποντας αυτούς, ας ζήσουμε και εμείς ενάρετα, έχοντας κοντά μας τα υποδείγματα της αρετής. Αν πάλι ζούμε μαζί με αμαρτωλούς, ας φροντίσουμε όχι μόνο να μη ζηλέψουμε τα έργα τους, αλλά μάλλον να τους δώσουμε και αφορμές σωτηρίας με την καλή μας διαγωγή. Αν όμως κάποιος πει: «Είμαι αδύνατος και αμελής, και από τους απρόσεκτους ανθρώπους εύκολα παρασύρομαι στα κακά», αυτός ας προσέχει τις άγιες Γραφές και ας ζηλεύει τον τρόπο ζωής των αγίων πατέρων, και έτσι θα έχει προκοπή φανερή στον Θεό και τους ανθρώπους. Ας πηγαίνει μάλιστα και σε ανθρώπους που φοβούνται τον Κύριο, οι οποίοι θεραπεύουν τις ψυχές, και ό,τι του λένε, να το δέχεται με λαχτάρα και να το κάνει πράξη, και σύντομα θα έχει καρπό. Γιατί λέει η Γραφή: «Ρώτησε τον πατέρα σου, και θα σου εξηγήσει· τους γεροντότερους, και θα σου πουν» (Δευτ. 32:7).



(Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Α’, Υπόθεση ΚΕ’ (25), σελ. 232. Εκδόσεις “Το Περιβόλι της Παναγίας”, Θεσσαλονίκη 2001)

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

Ἀνδρόγυνα νὰ εἶστε ἀγαπημένα (Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ἰερεμία)

1.Σέ σᾶς ἀπευθύνομαι τώρα, ὦ ἀνδρόγυνα, καί σᾶς εὔχομαι νά εἶστε εὐτυχισμένα. Καί τήν εὐτυχία στό ἀνδρόγυνο δέν τήν δίνουν οὔτε τά ἔπιπλα πολυτελείας οὔτε τά πλούσια φαγητά, ἀλλά ἡ ἀγάπη τῶν συζύγων μεταξύ τους. Καί πρέπει βέβαια τό ἀνδρόγυνο νά συνδέεται μέ τήν ἀγάπη, γιατί τό ἔχουν ὑποσχεθεῖ καί τό ἔχουν ὁρκιστεῖ οἱ σύζυγοι αὐτό. Ὅταν στεφανώθηκαν ἀπό τόν ἱερέα καί ἔγινε τό ἱερό Μυστήριο τοῦ γάμους τους, τότε πού ἦταν πιασμένοι χέρι-χέρι, τότε ἔγινε ἕνα ἱερό συμβόλαιο μεταξύ τους ὅτι θά εἶναι ἀγαπημένοι καί ἑνωμένοι καί δέν θά ἐπιτρέπουν τίποτε νά τούς χωρίσει. Τίποτε! Ὅπως ἔλεγαν οἱ παλαιοί, «οὔτε τό φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη, δέν χωρίζει τό ἀνδρόγυνο»!

2. Νά ἀποφεύγετε, ὦ ἀνδρόγυνα, τίς μεταξύ σας συγκρούσεις. Ὅταν καταλαβαίνετε ὅτι κάποιος λόγος ἤ ἕνα θέμα, θά ἐνοχλήσει καί θά πειράξει τό ταῖρι σας, μή τόν πεῖτε αὐτόν τόν λόγο καί μή θίγετε αὐτό τό θέμα. Ἀλλά καί ὅταν χρειάζεται νά πεῖτε κάτι, στό ὁποῖο οἱ δυό σας ἔχετε ἀντίθετη γνώμη, νά τά λέτε μέ καλό τρόπο καί μέ ἥσυχη κουβέντα. Ὄχι μέ φωνές καί μαλώματα καί ὄχι μέ πικρές καί προσβλητικές κουβέντες. Μερικά ἀνδρόγυνα ἔχουν ξεχάσει νά μιλᾶνε γλυκά μεταξύ τους. Καί ἐνῶ μέ ἄλλους, μέ ἀνθρώπους ἔξω ἀπό τό σπίτι, μιλᾶνε μέ....γλυκές ἐκφράσεις, ὅμως μεταξύ τους μερικά ἀνδρόγυνα μιλᾶνε λές καί εἶναι ἐχθροί.
Ἄκουσα μέ τά αὐτιά μου «καυγᾶ» ἀνδρογύνου περπατῶντας σέ δρόμο καί πικράθηκα πολύ. Πικράθηκα μέ τόν ἄνδρα πού μίλαγε σκληρά στήν γυναίκα του, πικράθηκα ὅμως περισσότερο καί μέ τήν γυναίκα, γιατί καί αὐτή δέν «πήγαινε πίσω», ἀλλά ἔλεγε σκληρότερα λόγια καί μάλιστα αὐτή ἔλεγε καί ἀπειλές. Φανταστεῖτε τώρα καί τό πλήγωμα τῶν παιδιῶν στήν ψυχούλα τους νά ἀκοῦνε τέτοιο καυγᾶ τῶν ἀγαπημένων τους γονέων. Ξέρετε ποιά εἶναι ἡ ζημιά τῶν παιδιῶν αὐτῶν; Ὅτι θά μισήσουν τόν γάμο. Φτάνει αὐτό καί δέν χρειάζεται χειρότερο. Ἀλλά, ἐπειδή ὁ γάμος εἶναι καί μία ἀνάγκη στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου, τά παιδιά τοιούτων γονέων, γονέων πού γκρινιάζουν καί γλυκό ψωμί δέν τρῶνε, θά ζοῦν τόν γάμο τους χωρίς νόμιμο γάμο!

3. Χριστιανοί μου! Δέν ὑπάρχει τίποτε τό καλύτερο ἀπό ἕνα ἀγαπημένο ἀνδρόγυνο. Φροντίστε λοιπόν, ὦ σύζυγοι, σεῖς πού ἔχετε συνάψει γάμο, φροντίστε νά εἶστε ἀγαπημένα ἀνδρόγυνα. Ξαναλέγω: Νά ἀποφεύγετε νά λέτε πικρά καί προσβλητικά λόγια. Ἀπό τά λόγια ἀρχίζει τό κακό. Ἀλλά, ἄν τέλος πάντων, νικηθήκατε ἀπό τόν θυμό καί εἴπατε ἄπρεπα λόγια, ἐσύ ὁ ἄνδρας στήν γυναίκα σου ἤ ἐσύ ἡ γυναίκα στόν ἄνδρα σου, γρήγορα νά ζητᾶτε συγγνώμη, εἰλικρινῆ συγγνώμη. Εἶναι ὡραῖο ἡ γυναίκα νά λέει, «συγχώρησέ με, ἄνδρα μου, γιά τά λόγια πού σοῦ εἶπα. Δέν τά πίστευα. Μετανοῶ». Καί εἶναι τό ἴδιο ὡραῖο καί πιό ὡραῖο ἀκόμη νά λέει καί ὁ ἄνδρας τό ἴδιο στήν γυναίκα του. Μέ τήν συγγνώμη σβήνονται ὅλα. Σᾶς εὔχομαι, καλοί μου, νά εἶστε ἀγαπημένα καί εὐτυχισμένα ἀνδρόγυνα. Νά κάνετε τήν προσευχή σας καί νά βρεῖτε ἕνα καλό πνευματικό καί γιά σᾶς καί γιά τά παιδιά σας. Εὔχομαι ἡ Παναγία μας νά σᾶς προστατεύει.


Μέ πολλές εὐχές
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

Περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος - Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός

Γι’ αυτό πιστεύουμε σ’ ένα Θεό, τον πρωταρχικό αίτιο, τον αδημιούργητο, αγέννητο, άφθαρτο και αθάνατο, αιώνιο, άπειρο, απερίγραπτο, απεριόριστο, παντοδύναμο, απλό, ασύνθετο, ασώματο, αμετάβλητο, απαθή, άτρεπτο, αναλλοίωτο, αόρατο· σ’ Αυτόν που είναι πηγή αγαθότητος και δικαιοσύνης, νοερό φως και απρόσιτο, δύναμη που ξεπερνά κάθε μέτρο και μετριέται μόνο με το δικό της θέλημα —διότι κατορθώνει όλα όσα θέλει—· σ’ Αυτόν που δημιουργεί όλα τα κτίσματα, ορατά και αόρατα, που όλα τα συνέχει, τα συντηρεί και τα προνοεί· εξουσιάζει, κυβερνά και βασιλεύει πάνω σ’ όλα, με βασιλεία ατέλεστη και αθάνατη, στην οποία τίποτε δεν αντιστέκεται· όλα τα γεμίζει και από τίποτε δεν περιέχεται, και μάλλον η ίδια περικλείει τα σύμπαντα, τα συγκρατεί και είναι ανώτερη απ’ αυτά. (Πιστεύουμε σε μία δύναμη) που με άσπιλο τρόπο ζωογονεί όλα τα όντα και είναι πάνω απ’ αυτά· ξεχωρίζει από κάθε ον, επειδή είναι υπερούσια ουσία, ανώτερη από τα κτίσματα, υπέρθεη, υπεράγαθη, υπερπλήρης· που ορίζει όλες τις αρχές και εξουσίες και βρίσκεται πάνω από κάθε αρχή και εξουσία, πάνω από κάθε ουσία, ζωή, λόγο και νόημα· είναι η ίδια το φως, η ίδια η αγαθοσύνη, η ίδια η ζωή, η ίδια η ουσία, διότι δεν έχει την ύπαρξη από άλλον ή από κάποιο υπάρχον ον, αλλά η ίδια είναι η αιτία της υπάρξεως, η ζωή των ζώντων, ο λόγος όσων έχουν λογική, η αιτία κάθε καλού για όλα. Τα γνωρίζει όλα προτού δημιουργηθούν. Είναι μία ουσία, μία θεότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ενέργεια, μία αρχή, μία εξουσία, μία κυριότητα, μία βασιλεία, την οποία γνωρίζουμε σε τρεις τέλειες υποστάσεις και την προσκυνάμε με μία συγχρόνως προσκύνηση· κάθε λογική ύπαρξη της δημιουργίας πιστεύει και λατρεύει (τις τρεις υποστάσεις) που είναι ενωμένες ασύγχυτα και διακρίνονται αχώριστα. Αυτό είναι το παράδοξο (για τη λογική). (Πιστεύουμε) στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, που στο όνομά τους έχουμε βαπτισθεί. Διότι ο Κύριος στους αποστόλους αυτή την εντολή έδωσε, όταν βαπτίζουν. Είπε, «να βαπτίζουν αυτούς στο όνομα του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». 
(Πιστεύουμε) σ’ ένα Πατέρα, τη δημιουργική αρχή και αιτία όλων, ο οποίος δεν γεννήθηκε από κάποιον, αλλά είναι ο μόνος χωρίς αρχική αιτία και αγέννητος· που είναι δημιουργός όλων, αλλά κατά φύσιν Πατέρας μόνον του μονογενή Υιού του, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, ο οποίος (ο Πατέρας) εκπορεύει το Πανάγιο Πνεύμα. Πιστεύουμε και σ’ ένα Υιό, μονογενή υιό του Θεού (Πατέρα), τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, που γεννήθηκε από τον Πατέρα πριν απ’ όλους τους αιώνες, φως (ο Υιός) από το φως (του Πατέρα), αληθινός Θεός από αληθινό Θεό, που γεννήθηκε και δεν δημιουργήθηκε, ομοούσιος με τον Πατέρα, και ο οποίος δημιούργησε τα πάντα. Λέγοντας «προ πάντων των αιώνων» δείχνουμε ότι η γέννησή του είναι άχρονη και άναρχη. Διότι ο Υιός του Θεού δεν προήλθε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, καθώς είναι η ακτινοβολία της θείας δόξης, ο τύπος της υποστάσεως του Πατέρα, η ζωντανή σοφία και δύναμη, ο ενυπόστατος λόγος, η τέλεια και ζωντανή εικόνα της ουσίας του αόρατου Θεού· ήταν πάντοτε με τον Πατέρα στους κόλπους του και γεννήθηκε απ’ Αυτόν προαιωνίως και χωρίς αρχή. 
Δεν υπήρχε χρόνος που ο Πατέρας ήταν χωρίς τον Υιό, αλλά ο Πατέρας και ο Υιός, που γεννήθηκε απ’ Αυτόν, υπήρχαν συγχρόνως· διότι χωρίς Υιό, δεν καλείται Πατέρας. 
Εάν δεν είχε Υιό, δεν θα ήταν Πατέρας· κι αν απόκτησε κατόπιν Υιό, έγινε Πατέρας μετά τη γέννηση, χωρίς να είναι πριν απ’ αυτήν· και μεταβλήθηκε από το να μην είναι Πατέρας στην κατάσταση να γίνει Πατέρας, το οποίο είναι χειρότερο από κάθε βλασφημία (ο Θεός δεν μεταβάλλεται). Διότι είναι αδύνατο να πούμε για τον Πατέρα ότι δεν έχει τη φυσική γονιμότητα· και η γονιμότητα έχει την ιδιότητα να γεννά όμοιο απόγονο από την ίδια φύση. Για τη γέννηση του Υιού είναι ασέβεια να λέμε ότι μεσολάβησε χρονικό διάστημα και ότι ο Υιός γεννήθηκε χρονικά μετά τον Πατέρα. Διότι ισχυριζόμαστε ότι η γέννηση του Υιού είναι από την ουσία του Πατέρα. Και αν δεν δεχθούμε ότι ο Υιός από την αρχή συνυπήρχε με τον Πατέρα, από τον οποίο και γεννήθηκε, θεσμοθετούμε μεταβολή στην υπόσταση του Πατέρα· ότι, δηλαδή, δεν ήταν στην αρχή Πατέρας αλλά έγινε κατόπιν. Μπορεί βέβαια η κτίση να έγινε μετέπειτα, αλλά δεν προήλθε από την ουσία του Πατέρα, εφόσον δημιουργήθηκε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη με τη θέληση και τη δύναμή Του· έτσι αυτό δεν σημαίνει μεταβολή στη φύση του Θεού. Διότι, γέννηση σημαίνει προέλευση του γεννημένου από την ουσία του γεννήτορα και ομοιότητα στην ουσία· αντίθετα, πλάση και δημιουργία σημαίνει ότι το δημιούργημα είναι απέξω και όχι από την ουσία του δημιουργού και παντελώς ανόμοιο. 
Για το Θεό όμως, ο οποίος είναι ο μόνος απαθής, αναλλοίωτος, αμετάβλητος και παραμένει αιώνια στην ίδια κατάσταση, και η γέννηση και η δημιουργία είναι απαθείς ιδιότητες. Αφού, σαν απλός και ασύνθετος, είναι από τη φύση του απαθής και αμετάβλητος· δεν είναι στη φύση του να υφίσταται πάθος ή μεταβολή, ούτε όταν γεννά ούτε όταν δημιουργεί, και δεν χρειάζεται βοήθεια από κανέναν. Η γέννησή του είναι χωρίς αρχή και αιώνια, επειδή είναι έργο της φύσεως και προέρχεται από την ουσία του· έτσι ο γεννήτορας δεν υφίσταται μεταβολή· δεν υπάρχει προηγούμενος και επόμενος Θεός, ώστε να δεχθεί προσθήκη. Η κτίση, όντας έργο της θελήσεως του Θεού, δεν έχει την ίδια ουσία με το Θεό, επειδή αυτό που προέρχεται από το μηδέν δεν γίνεται να είναι σύγχρονο με το άναρχο και αιώνιο. Όπως λοιπόν ο άνθρωπος και ο Θεός δεν δημιουργούν με ίδιο τρόπο —διότι ο άνθρωπος τίποτε δεν δημιουργεί από το μηδέν, αλλά ό,τι φτιάχνει, το κάνει από προϋπάρχουσα ύλη· και το κάνει όχι μόνο επειδή το θέλησε, αλλά και αφού σκέφτηκε και σχεδίασε πρώτα στο νου του το μελλούμενο να γίνει· έπειτα το δουλεύει με τα χέρια και υπομένει κόπο και κούραση· και πολλές φορές απέτυχε, διότι δεν έγινε το έργο του όπως το θέλει· αντίθετα ο Θεός, μόνο με τη θέλησή του τα δημιούργησε όλα από το μηδέν στην ύπαρξη— έτσι, λοιπόν, δεν δημιουργεί με τον ίδιο τρόπο ο Θεός και ο άνθρωπος. Διότι ο Θεός, όντας έξω από το χρόνο και χωρίς αρχή, απαθής, αμετάβλητος, ασώματος, μόνος και αιώνιος, γεννά εκτός χρόνου και χωρίς αρχή, απαθώς και χωρίς μεταβολή και δίχως συνεργασία. Μάλιστα, η ακατάληπτη γέννησή του δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Γεννά χωρίς αρχή, διότι είναι αμετάβλητος· γεννά χωρίς μεταβολή, διότι είναι απαθής και χωρίς σώμα· γεννά, επίσης, χωρίς συνεργασία, διότι είναι και πάλι ασώματος, ένας και μοναδικός Θεός, χωρίς να έχει την ανάγκη άλλου· και γεννά χωρίς τέλος και διακοπή, επειδή είναι άναρχος, άχρονος, αιώνιος και αμετάβλητος πάντοτε. Διότι το από τη φύση του χωρίς αρχή είναι και χωρίς τέλος, ενώ εκείνο που χαριστικά είναι χωρίς τέλος δεν είναι και οπωσδήποτε χωρίς αρχή, όπως συμβαίνει με τους αγγέλους. 
Ο αιώνιος, λοιπόν, Θεός γεννά χωρίς αρχή και τέλος το Λόγο του, που είναι τέλειος· έτσι ώστε να μη γεννά μέσα στο χρόνο ο Θεός, που έχει τη φύση και την ύπαρξή του πάνω από το χρόνο. Ενώ ο άνθρωπος είναι φανερό ότι γεννά με αντίθετο τρόπο, διότι και ο ίδιος γεννιέται και φθείρεται, είναι ρευστός και πολλαπλασιάζεται, έχει σώμα και διακρίνεται η φύση του σε αρσενικό και θηλυκό γένος. Διότι το αρσενικό γένος χρειάζεται τη βοήθεια του θηλυκού. Αλλά ας μας σπλαγχνισθεί ο Θεός ο οποίος είναι πέρα απ’ όλα και ξεπερνά κάθε έννοια και αντίληψη. 
Η Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία διδάσκει ότι υπάρχει συγχρόνως ο Πατέρας και ο μονογενής του Υιός, ο οποίος γεννήθηκε απ’ Αυτόν εκτός χρόνου, με τρόπο αμετάβλητο, απαθή και ακατάληπτο, όπως το γνωρίζει μόνον ο Θεός του σύμπαντος. Συμβαίνει το ίδιο με τη φωτιά, που υπάρχει ταυτόχρονα με το φως της, και όχι πρώτα η φωτιά και μετά το φως, αλλά ταυτόχρονα. Και όπως το φως προέρχεται από τη φωτιά και είναι πάντοτε μαζί της, χωρίς καθόλου να ξεχωρίζει, έτσι και ο Υιός γεννιέται από τον Πατέρα χωρίς καθόλου να χωρίζεται απ’ Αυτόν· αλλά πάντοτε είναι μαζί του. Το φως όμως, αν και προέρχεται χωρίς να ξεχωρίζει από τη φωτιά και μένει πάντοτε μαζί της, δεν έχει δική του ξεχωριστή ύπαρξη από τη φωτιά —διότι είναι φυσική ποιότητα της φωτιάς. Αντίθετα, ο μονογενής Υιός του Θεού, που γεννήθηκε αχώριστα και αδιάσπαστα από τον Πατέρα και μένει πάντοτε ενωμένος μαζί Του, έχει ιδιαίτερη υπόσταση απ’ αυτήν του Πατέρα. Ο Λόγος, λοιπόν, ονομάζεται και απαύγασμα (λάμψη) του Πατέρα, διότι γεννήθηκε απ’ Αυτόν χωρίς συνεργασία, με τρόπο απαθή, πέρα από το χρόνο, αμετάβλητο και αχώριστο. Ονομάζεται, επίσης, Υιός και χαρακτήρας της υποστάσεως του Πατέρα, επειδή είναι τέλειος, έχει δική του υπόσταση και είναι όμοιος σε όλα με τον Πατέρα, εκτός από την ιδιότητα της αγεννησίας. Ονομάζεται μονογενής, διότι μόνος αυτός γεννήθηκε από τον Πατέρα μόνο. 
Καμιά άλλη γέννηση δεν εξομοιώνεται με τη γέννηση του Υιού του Θεού, ούτε υπάρχει άλλος Υιός του Θεού. Ακόμη και το Άγιο Πνεύμα, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα, παρ’ όλα αυτά δεν γεννιέται αλλά εκπορεύεται. Αυτό αποτελεί άλλο τρόπο υπάρξεως, ακατάληπτο και άγνωστο, όπως και η γέννηση του Υιού. Γι’ αυτό το λόγο, όσα έχει ο Πατέρας, είναι και δικά του, εκτός από την αγεννησία, η οποία δεν σημαίνει διαφορά στην ουσία ή στο αξίωμα, αλλά στον τρόπο υπάρξεως. Όπως και ο Αδάμ που δεν γεννήθηκε (από άνθρωπο) διότι τον έπλασε ο Θεός, και ο Σήθ που γεννήθηκε απο άνθρωπο αφού είναι παιδί του Αδάμ, και η Εύα που προήλθε από την πλευρά του Αδάμ καθώς δεν γεννήθηκε, όλοι αυτοί δεν διαφέρουν στη φύση μεταξύ τους –διότι όλοι είναι το ίδιο άνθρωποι–, αλλά διαφέρουν στον τρόπο της υπάρξεως. Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η λέξη «αγένητο» που γράφεται με ένα «ν» σημαίνει το άκτιστο, δηλαδή το αδημιούργητο· ενώ η λέξη «αγέννητο» με δύο «ν» σημαίνει αυτό που δεν έχει γεννηθεί. Σύμφωνα με τη σημασία της πρώτης λέξεως διαφέρει η μία ουσία από την άλλη· διότι άλλη ουσία είναι το άκτιστο, δηλαδή το αγένητο μ’ ένα «ν», και άλλη το γεννητό, δηλαδή το κτιστό. Σύμφωνα όμως με τη δεύτερη σημασία της λέξεως δεν διαφέρει η μία ουσία από την άλλη· διότι η αρχική υπόσταση κάθε είδους ζώου είναι αγέννητη (μη δημιουργημένη), όχι αγένητη (άκτιστη). Διότι δημιουργήθηκαν και ήλθαν στην ύπαρξη από το δημιουργό Λόγο· και δεν δημιουργήθηκαν, επειδή δεν υπήρχε κάποιο άλλο όμοιο ον, από το οποίο να πλασθούν. 
Συνεπώς, με την πρώτη σημασία της λέξεως συμφωνούν οι τρεις υπέρθεες υποστάσεις της αγίας θεότητος· διότι είναι ομοούσιες και άκτιστες. Δεν συμφωνούν όμως καθόλου με τη σημασία της δεύτερης λέξεως. Διότι μόνον ο Πατέρας είναι αγέννητος· δεν προήλθε η ύπαρξή του από κάποια άλλη υπόσταση. Και μόνον ο Υιός είναι γεννητός· διότι έχει γεννηθεί χωρίς αρχή και τέλος από την ουσία του Πατέρα. Και μόνο το Άγιο Πνεύμα είναι εκπορευτό από την ουσία του Πατέρα, όχι γεννημένο αλλά εκπορευόμενο. Έτσι μας διδάσκει η Αγία Γραφή, ενώ ο τρόπος και της γεννήσεως και της εκπορεύσεως παραμένει ακατάληπτος.
 Πρέπει να γνωρίζουμε και το εξής· η ιδιότητα της πατρότητας, της υιότητας και της εκπορεύσεως δεν μεταφέρθηκε στη μακαρία θεότητα από τη δική μας κατάσταση. Το αντίθετο· από εκεί έχει δοθεί σε μας, όπως λέει ο θείος Απόστολος: «Γι’ αυτό λυγίζω τα γόνατά μου μπροστά στον Πατέρα, από τον οποίο προέρχεται κάθε πατρότητα και στον ουρανό και στη γη». Αν μάλιστα λέμε ότι ο Πατέρας είναι η αρχική αιτία του Υιού και μεγαλύτερος, δεν εννοούμε ότι Αυτός προηγείται από τον Υιό στο χρόνο και τη φύση, διότι «μ’ αυτόν (τον Υιό) κατασκεύασε το σύμπαν». Ούτε εννοούμε ότι προηγείται σε κάτι άλλο, παρά μόνο στην αιτία· δηλαδή, ο Υιός γεννήθηκε από τον Πατέρα και όχι ο Πατέρας από τον Υιό· ο Πατέρας είναι αίτιος του Υιού στην ουσία, όπως η φωτιά δεν προέρχεται από το φως, αλλά μάλλον το φως από τη φωτιά. 
Όταν, λοιπόν, ακούσουμε ότι ο Πατέρας είναι η αρχική ουσία του Υιού και μεγαλύτερός του, ας εννοήσουμε ότι είναι στην αιτία. Και όπως δεν λέμε ότι είναι από άλλη ουσία η φωτιά και από άλλη το φως, έτσι δεν είναι δυνατόν να πούμε ότι ο Πατέρας είναι από άλλη ουσία και από άλλη ο Υιός, αλλά είναι από τη μία και ίδια ουσία. Και όπως λέμε ότι η φωτιά φωτίζει με το φως που βγαίνει απ’ αυτήν, και δεν θεωρούμε το φως που πηγάζει από τη φωτιά ως υπηρετικό όργανό της, αλλά μάλλον ως φυσική της ιδιότητα, έτσι λέμε ότι ο Πατέρας όλα όσα κάνει, τα κάνει με το μονογενή του Υιό, ο οποίος δεν λειτουργεί ως υπηρετικό όργανο, αλλά ως φυσική και ενυπόστατη δύναμη (του Πατέρα). Και όπως λέμε ότι η φωτιά φωτίζει και ότι το φως της φωτιάς επίσης φωτίζει, κατά τον ίδιο τρόπο «όλα, όσα κάνει ο Πατέρας, τα ίδια κάνει και ο Υιός». Αλλά, ενώ το φως δεν έχει ιδιαίτερη υπόσταση από τη φωτιά, ο Υιός αποτελεί τέλεια υπόσταση και είναι αχώριστος από την υπόσταση του Πατέρα, όπως το αποδείξαμε παραπάνω. Διότι είναι αδύνατο να βρεθεί στην κτίση εικόνα που να φανερώνει απαράλλακτα με το περιεχόμενό της την κατάσταση της Αγίας Τριάδος. Διότι, πώς το κτιστό και σύνθετο, το μεταβλητό και τρεπτό, το περιορισμένο και σχηματισμένο και φθαρτό, είναι δυνατόν να φανερώσει τη θεία ουσία που είναι απαλλαγμένη απ’ όλα αυτά; Είναι μάλιστα φανερό ότι όλη η κτίση είναι δέσμια στα περισσότερα απ’ αυτά και ότι στη φύση της εξουσιάζεται από τη φθορά. 
Πιστεύουμε, επίσης, και στο ένα Άγιο Πνεύμα, το Κύριο και ζωοποιό, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα και αναπαύεται στον Υιό· το προσκυνάμε και το δοξάζουμε μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό επειδή είναι ομοούσιο και συναιώνιο. Είναι το Πνεύμα του Θεού, το ευθές, που εξουσιάζει το νου, πηγή ζωής και αγιασμού, που συνυπάρχει και το επικαλούμαστε μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό· που είναι άκτιστο, πλήρες, δημιουργικό, κυριαρχικό, πανδημιουργικό, παντοδύναμο και απειροδύναμο· που κυριαρχεί σ’ όλη την κτίση χωρίς να διευθύνεται από κανένα, γεμίζει χωρίς να το γεμίζουν, μετέχουν σ’ αυτό και δεν μετέχει το ίδιο, αγιάζει και δεν αγιάζεται, και παρηγορεί διότι δέχεται τις παρακλήσεις όλων· είναι σ’ όλα όμοιο με τον Πατέρα και τον Υιό, εκπορεύεται από τον Πατέρα, μεταδίδεται μέσω του Υιού και το δέχεται όλη η κτίση. 
Μ’ αυτό δημιουργείται και λαμβάνουν ουσία τα σύμπαντα, τα αγιάζει και τα συγκρατεί· είναι ενυπόστατο, έχει δηλαδή δική του υπόσταση, αχώριστο και συνδεδεμένο με τον Πατέρα και τον Υιό· τα έχει όλα, όσα έχει και ο Πατέρας και ο Υιός, εκτός από την ιδιότητα του αγέννητου και του γεννητού. Διότι ο Πατέρας είναι αναίτιος και αγέννητος, επειδή δεν προήλθε από κανέναν· έχει την ύπαρξη από τον εαυτό του και, ό,τι έχει, δεν το έχει από άλλον· αυτός μάλιστα είναι η αρχή και η αιτία της φυσικής υπάρξεως όλων των όντων. Ο Υιός πάλι προέρχεται με γέννηση από τον Πατέρα· και το Άγιο Πνεύμα πάλι από τον Πατέρα, όχι όμως με γέννηση αλλά με εκπόρευση. Ήδη μάθαμε ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ γεννήσεως και εκπορεύσεως· ποιός όμως είναι ακριβώς ο τρόπος της διαφοράς, δεν το ξέρουμε καθόλου. Το ίδιο δεν γνωρίζουμε τί είδους είναι η γέννηση του Υιού από τον Πατέρα και τί η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Όλα, λοιπόν, όσα έχει ο Υιός, τα έχει και το Πνεύμα από τον Πατέρα· έχει και την ίδια την ύπαρξη. 
Κι αν δεν υπάρχει ο Πατέρας, δεν υπάρχει ούτε ο Υιός ούτε και το Πνεύμα. Κι αν ο Πατέρας δεν έχει κάτι, δεν το έχει ούτε ο Υιός, ούτε και το Πνεύμα. Και εξαιτίας του Πατέρα, επειδή δηλαδή υπάρχει ο Πατέρας, υπάρχουν ο Υιός και το Πνεύμα. Και εξαιτίας του Πατέρα ο Υιός και το Πνεύμα έχουν όλα όσα έχουν· δηλαδή τα έχουν, επειδή τα έχει ο Πατέρας, εκτός από την ιδιότητα της αγεννησίας, της γεννήσεως και της εκπορεύσεως. Διότι, οι άγιες τρεις υποστάσεις διαφέρουν μεταξύ τους μόνον σ’ αυτές τις υποστατικές ιδιότητες· δεν διαφέρουν στην ουσία, αλλά διαιρούνται αχώριστα από την ιδιαιτερότητα της καθεμιάς υποστάσεως. 
Ισχυριζόμαστε, επίσης, ότι καθένα από τα τρία πρόσωπα έχει τέλεια υπόσταση, για να μη δεχθούμε ως τέλεια μια σύνθετη φύση που αποτελείται από τρεις ατελείς υποστάσεις· αλλά να γνωρίσουμε στις τρεις τέλειες υποστάσεις μία απλή ουσία με άπειρη και προαιώνια τελειότητα. Διότι, καθετί που αποτελείται από ατελή μέρη είναι οπωσδήποτε σύνθετο, ενώ είναι αδύνατο να γίνει σύνθεση από τέλειες υποστάσεις. Γι’ αυτό λέμε ότι η ουσία δεν αποτελείται από υποστάσεις αλλά υπάρχει σε υποστάσεις. Και ονομάσαμε ατελή αυτά που δεν διατηρούν τη μορφή του αντικειμένου που αποτελείται απ’ αυτά. Η πέτρα, για παράδειγμα, το ξύλο, το σίδερο, το καθένα είναι ξεχωριστά τέλειο στην ιδιαίτερη φύση του· όσον αφορά όμως το σπίτι που χτίζεται απ’ αυτά, το καθένα είναι ατελές· διότι κανένα απ’ αυτά από μόνο του δεν είναι σπίτι. Λέμε, λοιπόν, ότι οι υποστάσεις είναι τέλειες, για να μη νομίσουμε ότι η θεία φύση είναι σύνθετη· «διότι η σύνθεση αποτελεί αιτία διαχωρισμού». Και πάλι λέμε ότι οι τρεις υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν, για να μη εισάγουμε πλήθος και όμιλο θεών. Με τις τρεις υποστάσεις εννοούμε το ασύνθετο και ασύγχυτο, ενώ με το ομοούσιο και την αλληλοΰπαρξη των υποστάσεων και την ταύτιση του θελήματος, της ενέργειας, της δυνάμεως, της εξουσίας και της κινήσεως, για να το πως έτσι, γνωρίζουμε ότι ο Θεός είναι αδιαίρετος και ένας. Ο Θεός πράγματι είναι ένας, ο Θεός Πατέρας, ο Λόγος και το Πνεύμα του. Και πρέπει κανείς να γνωρίζει ότι άλλο πράγμα είναι η πραγματική θεώρηση, και άλλο θεώρηση με τη λογική και το νου. Στην περίπτωση των δημιουργημάτων, η διάκριση των υποστάσεων νοείται πραγματικά· διότι ο Πέτρος είναι στην πραγματικότητα ξεχωριστός από τον Παύλο. Αλλά, τα κοινά γνωρίσματα και η συγγένεια νοούνται με τη λογική και την αντίληψη. Διότι με το νου αντιλαμβανόμαστε ότι ο Πέτρος και ο Παύλος έχουν την ίδια, μία και κοινή φύση. Ο καθένας τους είναι θνητή λογική ύπαρξη και έχει σάρκα με ψυχή, που διαθέτει λογική και νου. Αυτή η κοινή φύση μπορεί να γίνει αντιληπτή με τη λογική. Και ούτε οι υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν. Διότι, η καθεμιά υφίσταται ιδιαιτέρως και χωριστά· υπάρχει, δηλαδή, μόνη της, και είναι πάρα πολλά αυτά που την διακρίνουν από την άλλη. Διαφέρουν μάλιστα στην απόσταση και στο χρόνο· ξεχωρίζουν επίσης, στη γνώμη, τη δύναμη και τη μορφή, δηλαδή στο σχήμα, τις συνήθειες, την ιδιοσυγκρασία, την αξία, το επάγγελμα και όλες τις ιδιότητες του χαρακτήρα. 
Περισσότερο όμως απ’ όλα διαφέρουν στο ότι ζουν χωριστά και όχι μαζί. Γι’ αυτό και λέμε, δύο, τρεις και πολλοί άνθρωποι. Και αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε σ’ όλα τα κτίσματα. Αλλά, στην Αγία, υπερούσια, υπερβατική και ακατάληπτη Τριάδα παρατηρούμε το αντίθετο. Διότι εκεί η κοινωνία και η ενότητα νοούνται πραγματικά, επειδή υπάρχει το συναΐδιο, η ταυτότητα της ουσίας, της ενέργειας και θελήσεως, η συμφωνία της γνώμης, η ταύτιση της εξουσίας, της δυνάμεως και της καλωσύνης και η ενιαία εκδήλωση της κινήσεως· ας προσέξουμε, δεν είπα ομοιότητα αλλά (απόλυτη) ταύτιση. Διότι είναι μία ουσία, μία αγαθότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ενέργεια, μία εξουσία· είναι μία και η ίδια κίνηση των τριών υποστάσεων, και όχι τρεις όμοιες μεταξύ τους. Διότι η καθεμία (υπόσταση) απ’ αυτές σχετίζεται με την άλλη όχι λιγότερο απ’ ότι με τον εαυτό της· δηλαδή, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι ένα σε όλα, εκτός από την αγεννησία, τη γέννηση και την εκπόρευση· η διαίρεση όμως θεωρείται με το νου. Διότι γνωρίζουμε ένα Θεό· και μόνο στις ιδιότητες της πατρότητος, της υιότητος και της εκπορεύσεως εννοούμε τη διαφορά σχετικά με την αιτία, το αποτέλεσμα και την τελειότητα της υποστάσεως, δηλαδή όσον αφορά στον τρόπο της υπάρξεως. Διότι δεν μπορούμε να λέμε ότι ισχύει για τον απερίγραπτο Θεό τοπική απομάκρυνση όπως γίνεται σε μας –εφόσον οι υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν, όχι για να συγχέονται, αλλά για ανήκει η μία στην άλλη, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου, που είπε: «Εγώ υπάρχω με τον Πατέρα, και ο Πατέρας με μένα»· ούτε μπορούμε να μιλάμε για διαφορά θελήσεως ή γνώμης ή ενέργειας ή δυνάμεως ή κάποιου άλλου, τα οποία προξενούν γενικά σε μας την πραγματική διαίρεση. Γι’ αυτό και δεν κάνουμε λόγο για τρεις θεούς, για τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, αλλά κυρίως για ένα Θεό, την Αγία Τριάδα, επειδή ο Υιός και το Πνεύμα αναφέρονται σε ένα αίτιο· δεν συνθέτουν ούτε συγχωνεύονται, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Σαβέλλιου για συνένωση –διότι, όπως είπαμε, ενώνονται όχι για να συγχέονται, αλλά να αλληλοϋπάρχουν· και έχουν την αλληλοπεριχώρηση χωρίς καμιά συγχώνευση ή ανάμειξη–· ούτε βγαίνουν έξω από την ουσία τους ούτε χωρίζονται, σύμφωνα με τη διαίρεση της διδαχής του Αρείου. Διότι, αν πρέπει να το πω με συντομία, η θεότητα –αν και χωρισμένη σε μέρη–είναι αδιαίρετη, σαν μια σύνθεση και συνένωση του φωτός σε τρεις ήλιους ενωμένους και αχώριστους μεταξύ τους. Όταν, λοιπόν, για να το πω έτσι, στρέψουμε την προσοχή μας στη θεότητα, στην πρώτη αιτία και μοναδική αρχή, στην ενότητα και ταυτότητα της θεότητος, στην κίνηση, τη βούληση και την ταυτότητα της ουσίας, της δυνάμεως, της ενέργειας και εξουσίας, ένα γίνεται αντιληπτό από τη φαντασία μας. 
Όταν πάλι στρέψουμε την προσοχή σ’ αυτά που υπάρχει η θεότητα, ή, για να το πω με μεγαλύτερη ακρίβεια, σ’ αυτά που αποτελούν τη θεότητα και σ’ αυτά που προήλθαν από την πρώτη αιτία προαιωνίως, με κοινή συμφωνία και χωρίς διαίρεση, εννοώ δηλαδή τις υποστάσεις του Υιού και του Πνεύματος, τότε τρία είναι αυτά που προσκυνάμε. Ένας είναι ο Πατέρας, ο Πατέρας που είναι άναρχος, δηλαδή χωρίς αιτία· διότι δεν τον δημιούργησε κάποιος. Ένας είναι ο Υιός, ο Υιός που δεν είναι χωρίς αρχή, δηλαδή έχει αιτία· διότι προέρχεται από τον Πατέρα. Αν όμως υπολογίσεις την αρχή με την έναρξη του χρόνου, τότε είναι και άναρχος· διότι αυτός δημιούργησε το χρόνο, και δεν υπόκειται στο χρόνο. Ένα είναι το Πνεύμα, το Άγιο Πνεύμα, που προέρχεται από τον Πατέρα, όχι ως υιός αλλά εκπορευόμενο. Ούτε ο Πατέρας χάνει την αγεννησία επειδή γέννησε, ούτε ο Υιός χάνει τη γέννηση επειδή προέρχεται από τον αγέννητο. Πώς είναι δυνατόν να γίνει αυτό; Ούτε το Πνεύμα μεταβάλλεται σε Πατέρα ή σε Υιό, επειδή εκπορεύεται και είναι Θεός· διότι η ιδιότητα μένει σταθερή. Και πώς θα μείνει σταθερή η ιδιότητα, όταν κινείται και μεταβάλλεται; Διότι, εάν ο Πατέρας είναι Υιός, δεν είναι κυριολεκτικά Πατέρας. Κι αν ο Υιός είναι Πατέρας, δεν είναι κυριολεκτικά Υιός· επειδή ένας είναι στην κυριολεξία ο Υιός και ένα το Άγιο Πνεύμα. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι για τον Πατέρα λέμε ότι δεν γεννήθηκε από κάποιον· λέμε όμως ότι αυτός είναι ο Πατέρας του Υιού. Για τον Υιό λέμε ότι δεν είναι ούτε ο αίτιος ούτε Πατέρας· λέμε ότι προέρχεται από τον Πατέρα και είναι Υιός του Πατέρα. Και για το Άγιο Πνεύμα πάλι λέμε ότι προέρχεται από τον Πατέρα και το καλούμε Πνεύμα του Πατέρα. Και δεν λέμε ότι το Πνεύμα προέρχεται από τον Υιό· το ονομάζουμε Πνεύμα του Υιού· λέει ο θείος απόστολος: «εάν κάποιος δεν έχει το Πνεύμα του Χριστού, αυτός δεν ανήκει σ’ αυτόν». Ομολογούμε ότι με τον Υιό μας φανερώθηκε και μεταδόθηκε. Λέει ότι «Φύσησε» και είπε στους μαθητές του: «Λάβετε το Άγιο Πνεύμα». Όπως ακριβώς η ακτίνα και η λάμψη προέρχονται από τον ήλιο –διότι αυτός είναι η πηγή της ακτίνας και της λάμψεως–, και με την ακτίνα μας μεταδίδεται η λάμψη και αυτή είναι που μας φωτίζει και στην οποία μετέχουμε. Για τον Υιό, βέβαια, ούτε λέμε ότι είναι Υιός του Πνεύματος ούτε γεννήθηκε από το Πνεύμα.

Σχετικά με το να μην απελπιζόμαστε (Άγιος Αμφιλόχιος, Επίσκοπος Ικονίου)



Τέτοια ἔλεγε, καί ὅταν ἔβγαινε ἀπό τήν ἐκκλησία ἔπεφτε πάλι στόν βοῦρκο. Ὅμως καί πάλι δέν ἀπελπιζόταν γιά τή σωτηρία του, ἀλλά ἀπό τήν ἁμαρτία ξαναγύριζε στήν ἐκκλησία καί ἔλεγε τά παρόμοια πρός τόν φιλάνθρωπο Κύριο καί Θεό: «Ἐσένα, Κύριε, βάζω ἐγγυητή, ὅτι ἀπό ἐδῶ καί πέρα δέν θά ξανακάνω αὐτή τήν ἁμαρτία· μόνο, ἀγαθέ, συγχώρησέ μου ὅσες ἁμαρτίες σοῦ ἔκανα ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τώρα». Καί ἀφοῦ ἔδινε αὐτές τίς φοβερές ὑποσχέσεις, πάλι γύριζε στή βαριά ἁμαρτία του. Καί ἔβλεπε κανείς τή γλυκύτατη φιλανθρωπία καί τήν ἄπειρη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ νά ἀνέχεται καθημερινά καί νά ὑπομένει τήν ἀδιόρθωτη καί βαριά παράβαση καί τήν ἀχαριστία τοῦ ἀδελφοῦ καί νά θέλει ἀπό πολλή εὐσπλαχνία τή μετάνοιά του καί τήν ὁριστική ἐπιστροφή του. Γιατί αὐτό δέν γινόταν γιά ἕνα, δύο ἤ τρία χρόνια, ἀλλά γιά δέκα καί περισσότερο.


Βλέπετε ἀδελφοί, τήν ἄμετρη ἀνοχή καί τήν ἄπειρη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου; Πῶς κάθε φορὰ δείχνει μακροθυμία καί καλοσύνη, ὑπομένοντας τίς βαριές ἀνομίες καί ἁμαρτίες μας; Γιατί αὐτό πού συγκλονίζει καί προκαλεῖ θαυμασμό σχετικά μέ τήν πλούσια εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι ὁ ἀδελφός, ἐνῶ ὑποσχόταν καί συμφωνοῦσε νά μήν ξανακάνει τήν ἁμαρτία, ἀποδεικνυόταν ψεύτης.

Μία μέρα λοιπόν, καθώς γινόταν αὐτό, ὁ ἀδερφός, ἀφοῦ ἔκανε τήν ἁμαρτία, πῆγε τρέχοντας στήν ἐκκλησία, θρηνώντας καί στενάζοντας καί κλαίγοντας καί βιάζοντας τὴν εὐσπλαχνία τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ νά τόν λυπηθεῖ καί νά τόν γλυτώσει ἀπό τόν βοῦρκο τῆς ἀσωτείας. Καθώς λοιπόν ὁ ἀδελφός παρακαλοῦσε τόν φιλάνθρωπο Θεό, ὁ ἀρχέκακος διάβολος, ἡ καταστροφή τῶν ψυχῶν μας, εἶδε ὅτι τίποτε δέν κάνει, ἀλλά ὅσο αὐτός ἔραβε μέ τήν ἁμαρτία, ὁ ἀδελφός τά ξήλωνε μέ τή μετάνοια. Μέ θράσος λοιπόν τοῦ παρουσιάστηκε φανερά καί, στρέφοντας τό πρόσωπό του πρός τή σεβάσμια εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, κραύγαζε καί ἔλεγε: «Τί θά γίνει μ’ ἐμᾶς τούς δύο, Ἰησοῦ Χριστέ; Ἡ ἄπειρη συμπάθειά σου μέ νικᾶ καί μέ ρίχνει κάτω, καθώς δέχεσαι αὐτόν τόν πόρνο, τόν ἄσωτο, πού κάθε μέρα σοῦ λέει ψέματα καί δέν λογαριάζει τήν ἐξουσία σου. Γιατί λοιπόν δέν τόν καῖς, ἀλλά μακροθυμεῖς καί τόν ἀνέχεσαι; Ἐσύ πρόκειται νά δικάσεις τοῦ μοιχούς καί τούς πόρνους καί νά ἐξολοθρεύσεις ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς. Πράγματι, δέν εἶσαι δίκαιος κριτής, ἀλλά ὅπου νομίσει ἡ ἐξουσία σου, κρίνεις ἄδικα καί παραβλέπεις. Ἐμένα, γιά τή μικρή παράβαση τῆς ὑπερηφάνειας, μέ ἔριξες ἀπό τόν οὐρανό κάτω· καί αὐτός εἶναι ψεύτης καί πόρνος καί ἄσωτος, καί ἐπειδή πέφτει μπροστά σου, τοῦ χαρίζεις ἀτάραχος τήν εὐμένειά σου. Γιατί λοιπόν σέ λένε δίκαιο κριτή; Ὅπως βλέπω, καί ἐσύ χαρίζεσαι σέ πρόσωπα ἀπό τήν πολλή σου ἀγαθότητα καί παραβλέπεις τό δίκαιο». Καί αὐτά ὁ διάβολος τά ἔλεγε πνιγμένος ἀπό τήν πολλή πίκρα του καί βγάζοντας φλόγες καί καπνό ἀπό τά ρουθούνια του.

Ἀφοῦ τά εἶπε αὐτά ὁ διάβολος, σώπασε· καί ἀμέσως ἀκούστηκε μία φωνή σάν ἀπό τό ἅγιο βῆμα νά λέει: «Παμπόνηρε καί ὀλέθριε δράκοντα, δέν χόρτασε ἡ κακία σου πού κατάπιες ὅλο τόν κόσμο, ἀλλά καί αὐτόν πού κατέφυγε στό ἄπειρο ἔλεος τῆς εὐσπλαχνίας μου πασχίζεις νά τόν ἁρπάξεις καί νά τόν καταπιεῖς; Ἔχεις νά παρουσιάσεις ἁμαρτήματα τόσα ποὺ νά ζυγίζουν βαρύτερα ἀπό τό πολύτιμο αἷμα ποὺ ἔχυσα γι’ αὐτόν ἐπάνω στόν σταυρό; Μάθε ὅτι ἡ σταύρωση καί ὁ θάνατός μου συγχώρησαν τίς ἁμαρτίες του. Καί ἐσύ βέβαια, ὅταν αὐτός πηγαίνει στήν ἁμαρτία, δέν τόν διώχνεις, ἀλλά τόν δέχεσαι μέ χαρά καί δέν τόν ἀποστρέφεσαι, οὔτε τόν ἐμποδίζεις, γιατί ἐλπίζεις νά τόν κερδίσεις. Ἐγώ λοπόν, πού εἶμαι τέτοιος σπλαχνικός καί φιλάνθρωπος, πού ἔδωσα ἐντολή στόν κορυφαῖο μου ἀπόστολο Πέτρο νά συγχωρεῖ ὥς ἑβδομήντα φορές καί ἑπτά αὐτόν πού ἁμαρτάνει καθημερινά, ἄραγε δέν θά συγχωρήσω καί δέν θά τόν σπλαχνιστῶ; Ναί, σοῦ λέω· καί ἐπειδή καταφεύγει σ’ ἐμένα, δέν θά τόν ἀποστραφῶ, ὥσπου νά τόν πάρω δικό μου· γιατί ἐγώ γιά τούς ἁμαρτωλούς σταυρώθηκα καί γι’ αὐτούς ἅπλωσα τά ἄχραντα χέρια μου, ἔτσι ὥστε ὅποιος θέλει νά σωθεῖ, νά καταφεύγει σ’ ἐμένα καί νά σώζεται. Κανέναν δέν ἀποστρέφομαι οὔτε διώχνω· ἀκόμη καί μύριες φορές τή μέρα νά ἁμαρτήσει κάποιος καί μύριες φορές νά ἔρθει σ’ ἐμένα, δέν θά φύγει λυπημένος. Γιατί δέν ἦρθα νά καλέσω σέ μετάνοια τούς ἐνάρετους ἀλλά τούς ἁμαρτωλούς».

Μόλις ἀκούστηκαν αὐτά τά λόγια, ὁ διάβολος ἔμεινε στή θέση του τρέμοντας, χωρίς νά μπορεῖ νά φύγει. Καί ἀκούστηκε πάλι ἡ φωνή: «Ἄκουσε, ἀπατεώνα, καί σχετικά μέ αὐτό πού εἶπες, ὅτι δηλαδή εἶμαι ἄδικος. Γιατί ἐγώ εἶμαι δίκαιος σέ ὅλους, καί σέ ὅποια κατάσταση βρῶ κάποιον, σύμφωνα μέ αὐτή τόν κρίνω. Δές, λοιπόν· αὐτόν τόν βρῆκα τώρα σέ μετάνοια καί ἐπιστροφή, πεσμένο μπροστά στά πόδια μου καί νικητή σου. Θά τόν πάρω λοιπόν καί θά σώσω τήν ψυχή του, ἐπειδή δέν ἀπελπίστηκε γιά τή σωτηρία του. Καί ἐσύ, βλέποντας τήν τιμή πού τοῦ κάνω, νά σουβλιστεῖς ἀπό τόν φθόνο σου καί νά καταντροπιαστεῖς».

Καί ὅπως ἦταν ὁ ἀδελφός πεσμένος μπρούμυτα καί θρηνοῦσε, παρέδωσε τήν ψυχή του· καί ἀμέσως ἦρθε ὀργή μεγάλη σάν φωτιά καί ἔπεσε ἐπάνω στόν σατανᾶ καί τόν κατέκαιγε. Ἀπό αὐτό λοιπόν ἄς μάθουμε, ἀδελφοί, τήν ἄμετρη εὐσπλαχνία καί φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καί πόσο καλό Κύριο ἔχουμε, καί ποτέ νά μήν ἀπελπιστοῦμε ἤ νά ἀμελήσουμε τή σωτηρία μας.

Κάποιος ἄλλος πάλι πού μετανόησε μετά τήν ἁμαρτία ἀποσύρθηκε στήν ἡσυχία· συνέβη ὅμως τότε νά χτυπήσει σέ πέτρα καί νά πληγωθεῖ στό πόδι, καί τόσο αἷμα νά τρέξει ἀπό τήν πληγή, ὥστε νά ξεψυχήσει ἀπό τήν αἱμοραγία. Ἦρθαν λοιπόν οἱ δαίμονες θέλοντας νά πάρουν τήν ψυχή του· καί τούς λένε οἱ ἄγγελοι: «Κοιτάξτε στήν πέτρα καί δεῖτε τό αἷμα του πού ἔχυσε γιά τόν Κύριο». Καί μέ αὐτό πού εἶπαν οἱ ἄγγελοι, ἀφέθηκε ἐλεύθερη ἡ ψυχή.

Σέ κάποιον ἀδερφό πού ἔπεσε σέ ἁμαρτία, παρουσιάστηκε ὁ σατανᾶς καί εἶπε: «Δέν εἶσαι χριστιανός». Ὁ ἀδελφός τοῦ ἀποκρίθηκε: «ὅποιος καί νά εἶμαι, πάντως εἶμαι καλύτερός σου». Ὁ σατανᾶς εἶπε πάλι: «Σοῦ λέω, θά πᾶς στήν κόλαση». Καί ὁ ἀδελφός τοῦ ἀπάντησε: «Δέν εἶσαι ἐσύ κριτής μου οὔτε ὁ Θεός μου». Ἔτσι ὁ σατανᾶς ἔφυγε ἄπρακτος, ἐνῶ ὁ ἀδελφός ἔδειξε εἰλικρινῆ μετάνοια στόν Θεό καί ἔγινε ἄξιος.

Ἕνας ἀδελφός ποὺ εἶχε κυριευθεῖ ἀπό λύπη, ρώτησε κάποιον γέροντα: «Τί νά κάνω; Οἱ λογισμοί μου λένε ὅτι ἄδικα ἀπαρνήθηκα τόν κόσμο καί ὅτι δέν μπορῶ νά σωθῶ». Καί ὁ γέροντας ἀποκρίθηκε: «Ἀκόμη καί ἄν δέν μποροῦμε νά μποῦμε στή Γῆ τῆς ἐπαγγελίας, μᾶς συμφέρει νά ἀφήσουμε τά κόκκαλά μας στήν ἔρημο παρά νά γυρίσουμε πίσω στή Αἴγυπτο».

Ἄλλος ἀδελφός ρώτησε τόν ἴδιο γέροντα: «Πάτερ, τί ἐννοεῖ ὁ προφήτης ὅταν λέει: ‘‘Δέν ὑπάρχει γι’ αὐτό σωτηρία ἀπό τόν Θεό του’’;» καί ὁ γέροντας εἶπε: «Ἐννοεῖ τούς λογισμούς τῆς ἀπελπισίας πού σπέρνονται ἀπό τούς δαίμονες σέ αὐτόν πού ἁμάρτησε καί τοῦ λένε• ‘‘Δέν ὑπάρχει πιά γιά σένα σωτηρία ἀπό τόν Θεό’’, καί προσπαθοῦν νά τόν γκρεμίσουν στήν ἀπελπισία. Αὐτούς πρέπει κανείς νά τούς ἀντιμάχεται λέγοντας• ‘‘ Καταφύγιό μου εἶναι ὁ Κύριος, καί αὐτός θά ἐλευθερώσει ἀπό τήν παγίδα τά πόδια μου’’».

Κάποιος ἀπό τούς πατέρες διηγήθηκε ὅτι στήν Θεσσαλονίκη ὑπῆρχε ἕνα ἀσκητήριο παρθένων. Μία ἀπό αὐτές, ἀπό ἐνέργεια τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ, ἔφυγε ἀπό τό μοναστήρι καί ἔπεσε σέ πορνεία, καί ἔμεινε στό πάθος αὐτό ἀρκετό καιρό. Κάποτε ὅμως, μέ τή βοήθεια τοῦ φιλάνθρωπου Θεοῦ, μετανόησε καί γύρισε στό κοινόβιό της. Καί φτάνοντας μπροστά στήν πύλη, ἔπεσε νεκρή.

Ὁ θάνατός της ἀποκαλύφθηκε σέ κάποιον ἅγιο, ὁ ὁποῖος εἶδε τούς ἁγίους ἀγγέλους πού ἦρθαν νά πάρουν τήν ψυχή της, καί δαίμονες πού τούς ἀκολουθοῦσαν. Στόν διάλογο πού ἔγινε μεταξύ τους, οἱ ἅγιοι ἄγγελοι ἔλεγαν ὅτι γύρισε μέ μετάνοια. Οἱ δαίμονες πάλι ἀντέλεγαν: «Τόσο καιρό εἶναι ὑποδουλωμένη σ’ ἐμᾶς καί εἶναι δική μας· ἄλλωστε δέν πρόλαβε οὔτε νά μπεῖ στό κοινόβιο, καί πῶς λέτε ὅτι μετανόησε;» καί εἶπαν οἱ ἄγγελοι: «Ἀπό τή στιγμή πού εἶδε ὁ Θεός τήν πρόθεσή της νά ἔχει κλίση στόν σκοπό αὐτό, δέχτηκε τή μετάνοιά της· καί ἡ μετάνοια βέβαια ἦταν στήν ἐξουσία της, λόγω τοῦ σκοποῦ πού ἔβαλε, ἡ ζωή της ὅμως ἦταν στήν ἐξουσία τοῦ Κυρίου τοῦ σύμπαντος». Μέ τά λόγια αὐτά ντροπιάστηκαν οἱ δαίμονες καί ἔφυγαν. Καί αὐτός πού εἶδε τήν ἀποκάλυψη, τή διηγήθηκε στούς παρόντες.

Ὁ ἀββάς Ἁλώνιος εἶπε ὅτι, ἄν θέλει ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ ἀπό τό πρωί ὥς τό βράδι νά φτάσει σέ θεῖα μέτρα.

Ἕνας ἀδελφός ρώτησε τόν ἀββᾶ Μωυσῆ: «Ἔστω ὅτι κάποιος δέρνει τόν δοῦλο του γιά κάποιο σφάλμα ποὺ ἔκανε· τί θά πεῖ ὁ δοῦλος;». Ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας: «Ἄν εἶναι δοῦλος καλός, θά πεῖ· ‘‘Σπλαχνίσου με ἔσφαλα’’». «Δέν λέει τίποτε ἄλλο;» ξαναρώτησε ὁ ἀδελφός. «Τίποτε», ἀπάντησε ὁ γέροντας· «γιατί ἀπό τή στιγμή πού θά ἀναγνωρίσει τό σφάλμα του καί θά πεῖ ὅτι ἔσφαλε, ἀμέσως τόν σπλαχνίζεται ὁ κύριός του».

Κάποιος ἀδελφός εἶπε στόν ἀββᾶ Ποιμένα: «Ἄν πέσω σέ ἀξιοδάκρυτο παράπτωμα, μέ κατατρώει ὁ λογισμός μου καί μέ κατηγορεῖ πού ἔπεσα». Ὁ γέροντας ἀπάντησε: «Ἄν, τήν ὥρα πού ἄνθρωπος πέσει σέ σφάλμα, πεῖ ‘‘ἁμάρτησα’’, ἀμέσως παύει ὁ λογισμός».

Κάποιας νέας, πού λεγόταν Ταϊσία, πέθαναν οἱ γονεῖς καί ἔμεινε ὀρφανή. Αὐτή τότε μετέτρεψε τό σπίτι της σέ ξενώνα τῶν πατέρων τῆς Σκήτης καί γιά πολύ καιρό τούς δεχόταν καί τούς φιλοξενοῦσε. Ὅταν ὅμως ξόδεψε ὅσα εἶχε, ἄρχισε νά στερεῖται. Τήν πλησίασαν τότε ἄνθρωποι διεστραμμένοι καί τήν ἔβγαλαν ἀπό τόν καλό δρόμο. Καί ζοῦσε πλέον ἁμαρτωλά,. Ἔτσι πού κατάντησε καί στήν πορνεία.

Ὅταν τό ἔμαθαν οἱ πατέρες, λυπήθηκαν πάρα πολύ καί κάλεσαν τόν ἀββᾶ Ἰωάννη τόν Κολοβό καί τοῦ εἶπαν: «Ἀκούσαμε γιά τήν τάδε ἀδελφή ὅτι ζεῖ στήν ἁμαρτία. Αὐτή, ὅταν μποροῦσε, εἶχε δείξει ἀγάπη σ’ ἐμᾶς· ἄς τή βοηθήσουμε καί ἐμεῖς τώρα, ὅπως μποροῦμε. Κάνε λοιπόν τόν κόπο νά πᾶς σέ αὐτήν καί μέ σοφία πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, φρόντισε γιά τή διόρθωσή της».

Πῆγε λοιπόν ὁ γέροντας σέ αὐτήν, καί εἶπε στή γριά πού φύλαγε στήν πόρτα: «Πές στήν κυρία σου ὅτι ἦρθα». Ἐκείνη τόν ἔδιωξε λέγοντας: «Ἐσεῖς παλιά τῆς τά φάγατε ὅλα καί τώρα εἶναι φτωχή». Ὁ γέροντας ἐπέμενε: «Πές της, καί θά δεῖ πολύ καλό ἀπό ἐμένα». Ἀνέβηκε λοιπόν ἡ γριά καί ἀνέφερε στή νέα γιά τόν γέροντα. Ἀκούγοντάς την ἐκείνη εἶπε: «Αὐτοί οἱ μοναχοί ὅλο γυρίζουν κατά τήν Ἐρυθρά Θάλασσα καί βρίσκουν μαργαριτάρια». Στολίστηκε λοιπόν, κάθισε στό κρεβάτι καί εἶπε στή θυρωρό: «Φέρε τον ἐδῶ».

Ὅταν μπῆκε ὁ ἀββάς Ἰωάννης, κάθισε κοντά της καί, κοιτώντας την στό πρόσωπο, τῆς εἶπε: «Τί σέ ἔκανε νά ἀπορρίψεις τόν Ἰησοῦ, ὥστε νά φτάσεις σέ αὐτή τήν κατάσταση;» Αὐτή, ἀκούγοντας τά λόγια του, πάγωσε· καί ὁ γέροντας, σκύβοντας τό κεφάλι, ἄρχισε νά κλαίει πικρά. «Ἀββᾶ, γιατί κλαῖς;» τόν ρώτησε. Αὐτός σήκωσε λίγο τό κεφάλι του, καί σκύβοντας πάλι εἶπε: «Βλέπω τόν σατανᾶ νά χορεύει στό πρόσωπό σου, καί πῶς νά μήν κλάψω;» «Ὑπάρχει μετάνοια, ἀββᾶ;» ρώτησε ἡ κόρη. «Ναί», τῆς εἶπε ὁ γέροντας. Καί ἐκείνη πρόσθεσε: «Πάρε με, ὅπου νομίζεις». «Πᾶμε», εἶπε ὁ γέροντας, καί αὐτή ἀμέσως σηκώθηκε νά τόν ἀκολουθήσει. Ὁ γέροντας παρατήρησε ὅτι δέν ἄφησε καμιά παραγγελία γιά τό σπίτι της καί θαύμασε.

Κοντεύοντας στήν ἔρημο, τούς πρόλαβε τό βράδυ. Καί ὁ γέροντας τῆς ἑτοίμασε ἕνα μικρό προσκέφαλο, τό σταύρωσε καί τῆς εἶπε νά κοιμηθεῖ ἐκεῖ. Ἔκανε ἔπειτα καί γιά τόν ἑαυτό του πιό πέρα καί ἀφοῦ τελείωσε τίς προσευχές του πλαγίασε καί αὐτός.

Τά μεσάνυχτα ξύπνησε καί βλέπει κάτι σάν δρόμο ἀπό φῶς νά ξεκινᾶ ἀπό αὐτήν καί νά καταλήγει στόν οὐρανό, καί εἶδε τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νά ἀνεβάζουν τήν ψυχή της. Σηκώθηκε, πλησίασε καί τή σκούντηξε μέ τό πόδι. Ὅταν κατάλαβε ὅτι ἦταν νεκρή, γονάτισε μέ τό πρόσωπο στή γῆ καί παρακαλοῦσε τόν Θεό. Καί ἄκουσε μία φωνή νά τοῦ λέει ὅτι ἡ μία ὥρα τῆς μετανοίας της ἔγινε δεκτή περισσότερο ἀπό τή μετάνοια πολλῶν ἄλλων, πού διαρκεῖ πολύν καιρό ἀλλά δέν ἔχει θέρμη.

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2019

Περὶ τοῦ μὴ καταφρονεῖν τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἁγίων μυστηρίων. (Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου) Για τον εκκλησιασμό.


Λιμάνια πνευματικὰ οἱ ναοί


Μὲ λιμάνια μέσα στὸ πέλαγος μοιάζουν οἱ ναοί, ποὺ ὁ Θεὸς ἐγκατέστησε στὶς πόλεις· πνευματικὰ λιμάνια, ὅπου βρίσκουμε ἀπερίγραπτη ψυχικὴ ἠρεμία ὅσοι σ᾿ αὐτὰ καταφεύγουμε, ζαλισμένοι ἀπὸ τὴν κοσμικὴ τύρβη. Κι ὅπως ἀκριβῶς ἕνα ἀπάνεμο κι ἀκύμαντο λιμάνι προσφέρει ἀσφάλεια στὰ ἀραγμένα πλοῖα, ἔτσι καὶ ὁ ναὸς σῴζει ἀπὸ τὴν τρικυμία τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν ὅσους σ᾿ αὐτὸν προστρέχουν καὶ ἀξιώνει τοὺς πιστοὺς νὰ στέκονται μὲ ἀσφάλεια καὶ ν᾿ ἀκοῦνε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ γαλήνη πολλή.

Ὁ ναὸς εἶναι θεμέλιο τῆς ἀρετῆς καὶ σχολεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Πάτησε στὰ πρόθυρά του μόνο, ὁποιαδήποτε ὥρα, κι ἀμέσως θὰ ξεχάσεις τὶς καθημερινὲς φροντίδες. Πέρασε μέσα, καὶ μία αὔρα πνευματικὴ θὰ περικυκλώσει τὴν ψυχή σου. Αὐτὴ ἡ ἡσυχία προξενεῖ δέος καὶ διδάσκει τὴ χριστιανικὴ ζωὴ· ἀνορθώνει τὸ φρόνημα καὶ δὲν σὲ ἀφήνει νὰ θυμᾶσαι τὰ παρόντα· σὲ μεταφέρει ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Κι ἂν τόσο μεγάλο εἶναι τὸ κέρδος ὅταν δὲν γίνεται λατρευτικὴ σύναξη, σκέψου, ὅταν τελεῖται ἡ Λειτουργία καὶ οἱ προφῆτες διδάσκουν, οἱ ἀπόστολοι κηρύσσουν τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Χριστὸς βρίσκεται ἀνάμεσα στοὺς πιστούς, ὁ Θεὸς Πατέρας δέχεται τὴν τελούμενη θυσία, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χορηγεῖ τὴ δική Του ἀγαλλίαση, τότε λοιπόν, μὲ πόση ὠφέλεια πλημμυρισμένοι δὲν φεύγουν ἀπὸ τὸ ναὸ οἱ ἐκκλησιαζόμενοι;

Στὴν ἐκκλησία συντηρεῖται ἡ χαρὰ ὅσων χαίρονται· στὴν ἐκκλησία βρίσκεται ἡ εὐθυμία τῶν πικραμένων, ἡ εὐφροσύνη τῶν λυπημένων, ἡ ἀναψυχὴ τῶν βασανισμένων, ἡ ἀνάπαυση τῶν κουρασμένων. Γιατί ὁ Χριστὸς λέει: «Ἐλᾶτε σ᾿ ἐμένα ὅλοι ὅσοι εἶστε κουρασμένοι καὶ φορτωμένοι μὲ προβλήματα, κι ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω» (Ματθ. 11:28). Τί πιὸ ποθητὸ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ φωνή; Τί πιὸ γλυκὸ ἀπὸ τούτη τὴν πρόσκληση; Σὲ συμπόσιο σὲ καλεῖ ὁ Κύριος, ὅταν σὲ προσκαλεῖ στὴν ἐκκλησία· σὲ ἀνάπαυση ἀπὸ τοὺς κόπους σὲ παρακινεὶ· σὲ ἀνακούφιση ἀπὸ τὶς ὀδύνες σὲ μεταφέρει. Γιατὶ σὲ ξαλαφρώνει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτημάτων. Μὲ τὴν πνευματικὴ ἀπόλαυση θεραπεύει τὴ στενοχώρια καὶ μὲ τὴ χαρὰ τὴ λύπη.


Γιατί δὲν ἐκκλησιάζεσαι;


Παρ᾿ ὅλα αὐτά, λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία. Τί θλιβερό! Στοὺς χοροὺς καὶ στὶς διασκεδάσεις τρέχουμε πρόθυμα. Τὶς ἀνοησίες τῶν τραγουδιστῶν τὶς ἀκοῦμε μὲ εὐχαρίστηση. Τὶς αἰσχρολογίες τῶν ἠθοποιῶν τὶς ἀπολαμβάνουμε γιὰ ὦρες, δίχως νὰ βαριόμαστε. Καὶ μόνο ὅταν μιλάει ὁ Θεός, χασμουριόμαστε, ξυνόμαστε καὶ ζαλιζόμαστε. Μὰ καὶ στὰ ἱπποδρόμια, μολονότι δὲν ὑπάρχει στέγη γιὰ νὰ προστατεύει τοὺς θεατὲς ἀπὸ τὴ βροχή, τρέχουν οἱ περισσότεροι σὰν μανιακοί, ἀκόμα κι ὅταν βρέχει ραγδαῖα, ἀκόμα κι ὅταν ὁ ἄνεμος σηκώνει τὰ πάντα. Δὲν λογαριάζουν οὔτε τὴν κακοκαιρία οὔτε τὸ κρύο οὔτε τὴν ἀπόσταση. Τίποτα δὲν τοὺς κρατάει στὰ σπίτια τους. Ὅταν, ὅμως, πρόκειται νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία, τότε καὶ τὸ ψιλόβροχο τοὺς γίνεται ἐμπόδιο. Κι ἂν τοὺς ρωτήσεις, ποιὸς εἶναι ὁ Ἀμὼς ἢ ὁ Ὀβδιού, πόσοι εἶναι οἱ προφῆτες ἢ οἱ ἀπόστολοι, δὲν μποροῦν ν᾿ ἀνοίξουν τὸ στόμα τους. Γιὰ τ᾿ ἄλογα, ὅμως, τοὺς τραγουδιστὲς καὶ τοὺς ἠθοποιοὺς μποροῦν σὲ πληροφορήσουν μὲ κάθε λεπτομέρεια. Εἶναι κατάσταση αὐτή;

Γιορτάζουμε μνῆμες ἁγίων, καὶ σχεδὸν κανένας δὲν παρουσιάζεται στὸ ναό. Φαίνεται πὼς ἡ ἀπόσταση παρασύρει τοὺς χριστιανοὺς στὴν ἀμέλεια· ἢ μᾶλλον ὄχι ἡ ἀπόσταση, ἀλλὰ ἡ ἀμέλεια μόνο τοὺς ἐμποδίζει. Γιατί, ὅπως τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀγαθὴ προαίρεση καὶ ζῆλο νὰ κάνει κάτι, ἔτσι καὶ τὸν ἀμελῆ, τὸν ρᾴθυμο καὶ ἀναβλητικὸ ὅλα μποροῦν νὰ τὸν ἐμποδίσουν.

Οἱ μάρτυρες ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν Ἀλήθεια, κι ἐσὺ λογαριάζεις μία τόσο μικρὴ ἀπόσταση; Ἐκεῖνοι θυσίασαν τὴ ζωή τους γιὰ τὸ Χριστό, κι ἐσὺ δὲν θέλεις οὔτε λίγο νὰ κοπιάσεις; Ὁ Κύριος πέθανε γιὰ χάρη σου, κι ἐσὺ Τὸν περιφρονεῖς; Γιορτάζουμε μνῆμες ἁγίων, κι ἐσὺ βαριέσαι νὰ ἔρθεις στὸ ναό, προτιμώντας νὰ κάθεσαι στὸ σπίτι σου; Καὶ ὅμως, πρέπει νὰ ἔρθεις, γιὰ νὰ δεῖς τὸ διάβολο νὰ νικιέται, τὸν ἅγιο νὰ νικάει, τὸ Θεὸ νὰ δοξάζεται καὶ τὴν Ἐκκλησία νὰ θριαμβεύει.

«Μὰ εἶμαι ἁμαρτωλός», λές, «καὶ δὲν τολμῶ ν᾿ ἀντικρύσω τὸν ἅγιο». Ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶσαι ἁμαρτωλός, ἔλα ἐδῶ, γιὰ νὰ γίνεις δίκαιος. Ἢ μήπως δὲν γνωρίζεις, ὅτι καὶ αὐτοὶ ποὺ στέκονται μπροστὰ στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, ἔχουν διαπράξει ἁμαρτίες; Γι᾿ αὐτὸ οἰκονόμησε ὁ Θεὸς νὰ ὑποφέρουν καὶ οἱ ἱερεῖς ἀπὸ κάποια πάθη, ὥστε νὰ κατανοοῦν τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ νὰ συγχωροῦν τοὺς ἄλλους.

«Ἀφοῦ, ὅμως, δὲν τήρησα ὅσα ἄκουσα στὴν ἐκκλησία», θὰ μοῦ πεῖ κάποιος, «πῶς μπορῶ νὰ ἔρθω πάλι;». Ἔλα νὰ ξανακούσεις τὸν θεῖο λόγο. Καὶ προσπάθησε τώρα νὰ τὸν ἐφαρμόσεις. Ἂν βάλεις φάρμακο πάνω στὸ τραῦμα σου καὶ δὲν τὸ ἐπουλώσει τὴν ἴδια μέρα, δὲν θὰ ξαναβάλεις καὶ τὴν ἑπόμενη; Ἂν ὁ ξυλοκόπος, ποὺ θέλει νὰ κόψει μία βελανιδιά, δὲν κατορθώσει νὰ τὴ ρίξει μὲ τὴν πρώτη τσεκουριά, δὲν τὴ χτυπάει καὶ δεύτερη καὶ πέμπτη καὶ δέκατη φορά; Κάνε κι ἐσὺ τὸ ἴδιο.

Ἀλλά, θὰ μοῦ πεῖς, σ᾿ ἐμποδίζουν νὰ ἐκκλησιαστεῖς ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀνάγκη νὰ ἐργαστεῖς. Ὅμως δὲν εἶναι εὔλογη καὶ τούτη ἡ πρόφαση. Ἑφτὰ μέρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα. Αὐτὲς τὶς ἑφτὰ μέρες τὶς μοιράστηκε ὁ Θεὸς μαζί μας. Καὶ σ᾿ ἐμᾶς ἔδωσε ἕξι, ἐνῷ γιὰ τὸν ἑαυτό Του ἄφησε μία. Αὐτὴ τὴ μοναδικὴ μέρα, λοιπόν, δὲν δέχεσαι νὰ σταματήσεις τὶς ἐργασίες;

Καὶ γιατί λέω γιὰ ὁλόκληρη μέρα; Ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε στὴν περίπτωση τῆς ἐλεημοσύνης ἡ χήρα του Εὐαγγελίου, τὸ ἴδιο κάνε κι ἐσὺ στὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς μιᾶς μέρας. Ἔδωσε ἐκείνη δυὸ λεπτὰ καὶ πῆρε πολλὴ χάρη ἀπὸ τὸ Θεό. Δάνεισε κι ἐσὺ δυὸ ὧρες στὸ Θεό, πηγαίνοντας στὴν ἐκκλησία, καὶ θὰ φέρεις στὸ σπίτι σου κέρδη ἀμέτρητων ἡμερῶν. Ἂν ὅμως δὲν δέχεσαι νὰ κάνεις κάτι τέτοιο, σκέψου μήπως μ᾿ αὐτή σου τὴ στάση χάσεις κόπους πολλῶν ἐτῶν. Γιατὶ ὁ Θεός, ὅταν περιφρονεῖται, γνωρίζει νὰ σκορπίζει τὰ χρήματα ποὺ συγκεντρώνεις μὲ τὴν ἐργασία τῆς Κυριακῆς.

Μὰ κι ἂν ἀκόμα ἔβρισκες ὁλόκληρο θησαυροφυλάκιο γεμάτο ἀπὸ χρυσάφι καὶ ἐξ αἰτίας του ἀπουσίαζες ἀπὸ τὸ ναό, θὰ ἦταν πολὺ μεγαλύτερη ἡ ζημιά σου· καὶ τόσο μεγαλύτερη, ὅσο ἀνώτερα εἶναι τὰ πνευματικὰ ἀπὸ τὰ ὑλικά. Γιατί τὰ ὑλικὰ πράγματα, κι ἂν ἀκόμα εἶναι πολλὰ καὶ τρέχουν ἄφθονα ἀπὸ παντοῦ, δὲν τὰ παίρνουμε στὴν ἄλλη ζωή, δὲν μεταφέρονται μαζί μας στὸν οὐρανό, δὲν παρουσιάζονται στὸ φοβερὸ ἐκεῖνο βῆμα τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ πολλὲς φορές, καὶ πρὶν ἀκόμα πεθάνουμε, μᾶς ἐγκαταλείπουν. Ἀντίθετα, ὁ πνευματικὸς θησαυρὸς ποὺ ἀποκτοῦμε στὴν ἐκκλησία, εἶναι κτῆμα ἀναφαίρετο καὶ μᾶς ἀκολουθεῖ παντοῦ.

«Ναί, ἀλλὰ μπορῶ», λέει κάποιος ἄλλος, «νὰ προσευχηθῶ καὶ στὸ σπίτι μου». Ἀπατᾷς τὸν ἑαυτό σου, ἄνθρωπε. Βεβαίως, εἶναι δυνατὸν νὰ προσευχηθεῖς καὶ στὸ σπίτι σου· εἶναι ἀδύνατον ὅμως νὰ προσευχηθεῖς ἔτσι, ὅπως προσεύχεσαι στὴν ἐκκλησία, ὅπου ὑπάρχει τὸ πλῆθος τῶν πατέρων καὶ ὅπου ὁμόφωνη κραυγὴ ἱκεσίας ἀναπέμπεται στὸ Θεό. Δὲν σὲ ἀκούει τόσο πολὺ ὁ Κύριος ὅταν Τὸν παρακαλεῖς μόνος σου, ὅσο ὅταν Τὸν παρακαλεῖς ἑνωμένος μὲ τοὺς ἀδελφούς σου. Γιατὶ στὴν ἐκκλησία ὑπάρχουν περισσότερες πνευματικὲς προϋποθέσεις ἀπ᾿ ὅσες στὸ σπίτι. Ὑπάρχουν ἡ ὁμόνοια, ἡ συμφωνία τῶν πιστῶν, ὁ σύνδεσμος τῆς ἀγάπης, οἱ εὐχὲς τῶν ἱερέων. Γι᾿ αὐτό, ἄλλωστε, οἱ ἱερεῖς προΐστανται τῶν ἀκολουθιῶν· γιὰ νὰ ἐνισχύονται μὲ τὶς δυνατότερες εὐχὲς τοὺς οἱ ἀσθενέστερες εὐχὲς τοῦ λαοῦ, κι ἔτσι ὅλες μαζὶ ν᾿ ἀνεβαίνουν στὸν οὐρανό.

Ὅταν προσευχόμαστε ὁ καθένας χωριστά, εἴμαστε ἀνίσχυροι· ὅταν ὅμως συγκεντρωνόμαστε ὅλοι μαζί, τότε γινόμαστε πιὸ δυνατοὶ καὶ ἑλκύουμε σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Κάποτε ὁ ἀπόστολος Πέτρος βρισκόταν ἁλυσοδεμένος στὴ φυλακή. Ἔγινε ὅμως θερμὴ προσευχὴ ἀπὸ τοὺς συναγμένους πιστούς, κι ἀμέσως ἐλευθερώθηκε. Τί θὰ μποροῦσε, ἑπομένως, νὰ εἶναι πιὸ δυνατὸ ἀπὸ τὴν κοινὴ προσευχή, ποῦ ὠφέλησε κι αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς στύλους τῆς Ἐκκλησίας;


Ἡ προσέλευσή μας στὸ ναό


Σᾶς παρακαλῶ, λοιπόν, καὶ σᾶς ἱκετεύω, ἂς προτιμᾶτε ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀσχολία καὶ φροντίδα τὸν ἐκκλησιασμό. Ἂς τρέχουμε πρόθυμα, ὅπου κι ἂν βρισκόμαστε, στὴν ἐκκλησία.

Προσέξτε, ὅμως, κανεὶς νὰ μὴν μπεῖ στὸν ἱερὸ αὐτὸ χῶρο, ἔχοντας βιοτικὲς φροντίδες ἢ περισπασμοὺς ἢ φόβους. Ἀλλὰ ἀφοῦ τ᾿ ἀφήσουμε ὅλα τοῦτα ἔξω, στὶς πύλες τοῦ ναοῦ, τότε ἂς περάσουμε μέσα. Γιατὶ ἐρχόμαστε στὰ ἀνάκτορα τῶν οὐρανῶν, πατᾶμε σὲ τόπους ποὺ ἀστράφτουν.

Ἂς διώξουμε ἀπὸ τὴν ψυχή μας πρῶτα-πρῶτα τὴ μνησικακία, γιὰ νὰ μὴν κατακριθοῦμε, ὅταν παρουσιαστοῦμε μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ προσευχηθοῦμε λέγοντας: «Πάτερ ἡμῶν..., ἅφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Διαφορετικά, πῶς θέλεις νὰ φανεῖ ὁ Δεσπότης Χριστὸς γλυκὸς καὶ πρᾶος ἀπέναντί σου, ἀφοῦ ἐσὺ γίνεσαι στὸν συνάνθρωπό σου σκληρὸς καὶ δὲν τὸν συγχωρεῖς; Πῶς θὰ μπορέσεις νὰ ὑψώσεις τὰ χέρια σου στὸν οὐρανό; Πῶς θὰ κινήσεις τὴ γλῶσσα σου σὲ λόγια προσευχῆς; Πῶς θὰ ζητήσεις συγγνώμη; Ἀκόμα κι ἂν θέλει ὁ Θεὸς νὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες σου, δὲν Τὸν ἀφήνεις ἐσύ, ἐπειδὴ δὲν συγχωρεῖς τὸν πλησίον σου.

Ἡ ἀμφίεσή μας


Μὰ καὶ ἡ ἐνδυμασία μας στὸ ναὸ νὰ εἶναι καλὴ ἀπὸ κάθε πλευρά. Νὰ εἶναι κόσμια καὶ ὄχι ἐξεζητημένη. Γιατί τὸ κόσμιο εἶναι σεμνό, ἐνῷ τὸ ἐξεζητημένο εἶναι ἄσεμνο.

Αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς παραγγέλλει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν λέει: «Θέλω νὰ προσεύχονται οἱ ἄνδρες σὲ κάθε τόπο, σηκώνοντας πρὸς τὸν οὐρανὸ χέρια ὅσια, χωρὶς ὀργὴ καὶ δισταγμὸ ὀλιγοπιστίας. Ἐπίσης καὶ οἱ γυναῖκες νὰ προσεύχονται μὲ ἀμφίεση σεμνή, στολίζοντας τὸν ἑαυτό τους μὲ σεμνότητα καὶ σωφροσύνη, ὄχι μὲ περίτεχνες κομμώσεις καὶ χρυσὰ κοσμήματα ἢ μαργαριτάρια ἢ ἐνδύματα πολυτελῆ, ἀλλὰ μὲ ὅ,τι ταιριάζει στὶς γυναῖκες ποὺ λένε ὅτι σέβονται τὸ Θεό, δηλαδὴ μὲ καλὰ ἔργα» (Α´ Τιμ. 2:8-10). Ἄν, λοιπόν, ἀπαγορεύει στὶς γυναῖκες ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἀπόδειξη πλούτου, πολὺ περισσότερο ἀπαγορεύει ὅσα κινοῦν τὴν περιέργεια, ὅπως τὰ φτιασίδια, τὸ βάψιμο τῶν ματιῶν, τὸ κουνιστὸ βάδισμα, τὰ παράξενα ροῦχα καὶ τὰ παρόμοια.

Τί λές, γυναῖκα; Ἔρχεσαι στὸ ναὸ νὰ προσευχηθεῖς, καὶ στολίζεσαι μὲ χρυσαφικὰ καὶ χτενίζεσαι ἐπιτηδευμένα; Μήπως ἦρθες γιὰ νὰ χορέψεις; Μήπως γιὰ νὰ λάβεις μέρος σὲ γαμήλια γιορτή; Ἐκεῖ ἔχουν θέση τὰ χρυσαφικὰ καὶ οἱ πολυτέλειες· ἐδῶ δὲν χρειάζεται τίποτα ἀπ᾿ αὐτά. Ἦρθες νὰ παρακαλέσεις τὸ Θεὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου. Τί στολίζεις, λοιπόν, τὸν ἑαυτό σου; Αὐτὴ ἡ ἐμφάνιση δὲν εἶναι γυναίκας ποὺ ἱκετεύει. Πῶς μπορεῖς νὰ στενάξεις, πῶς μπορεῖς νὰ δακρύσεις, πῶς μπορεῖς νὰ προσευχηθεῖς μὲ θέρμη, ἔχοντας τέτοια ἀμφίεση; Θέλεις νὰ φαίνεσαι εὐπρεπής; Φόρεσε τὸ Χριστὸ καὶ ὄχι τὸ χρυσό. Ντύσου τὴν ἐλεημοσύνη, τὴ φιλανθρωπία, τὴ σωφροσύνη, τὴν ταπεινοφροσύνη. Αὐτὰ ἀξίζουν περισσότερο ἀπ᾿ ὅλο τὸ χρυσάφι. Αὐτὰ καὶ τὴν ὡραία τὴν κάνουν ὡραιότερη καὶ τὴν ἄσχημη τὴν ὀμορφαίνουν. Νὰ ξέρεις, γυναῖκα, πώς, ὅταν στολιστεῖς πολύ, γίνεσαι πιὸ αἰσχρὴ κι ἀπὸ τὴ γυμνή, γιατὶ ἔχεις ἀποβάλει πιὰ τὴν κοσμιότητα.


Προσοχὴ καὶ προσευχή


Ἀλλὰ καὶ ἡ διαγωγή μας, ὅσο βρισκόμαστε μέσα στὸ ναό, ἂς εἶναι ἡ πρέπουσα, ὅπως ἁρμόζει σὲ ἄνθρωπο ποὺ βρίσκεται μπροστὰ στὸ Θεό. Νὰ μὴν ἀσχολούμαστε μὲ ἄσκοπες συζητήσεις, μὰ νὰ στεκόμαστε μὲ φόβο καὶ τρόμο, μὲ προσοχὴ καὶ προθυμία, μὲ τὸ βλέμμα στραμμένο στὴ γῆ καὶ τὴν ψυχὴ ὑψωμένη στὸν οὐρανό.

Γιατὶ ἔρχονται πολλοὶ στὴν ἐκκλησία, ἐπαναλαμβάνουν μηχανικὰ ψαλμοὺς καὶ εὐχές, καὶ φεύγουν, δίχως νὰ ξέρουν τί εἶπαν. Τὰ χείλη κινοῦνται, ἀλλὰ τ᾿ αὐτιὰ δὲν ἀκοῦνε. Ἐσὺ δὲν ἀκοῦς τὴν προσευχή σου, καὶ θέλεις νὰ σὲ εἰσακούσει ὁ Θεός; Γονάτισα, λες· ἀλλὰ ὁ νοῦς σου πετοῦσε μακριά. Τὸ σῶμα σου ἦταν μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ ἡ ψυχή σου ἔξω. Τὸ στόμα ἔλεγε τὴν προσευχὴ καὶ ὁ νοῦς μετροῦσε τόκους, συμβόλαια, συναλλαγές, χωράφια, κτήματα, συναναστροφὲς μὲ φίλους. Κι ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν, γιατὶ ὁ διάβολος εἶναι πονηρός· ξέρει πὼς τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς κερδίζουμε πολλά, γι᾿ αὐτὸ τότε ἐπιτίθεται μὲ μεγαλύτερη σφοδρότητα. Ἄλλες φορὲς εἴμαστε ξαπλωμένοι στὸ κρεβάτι, καὶ τίποτα δὲν σκεφτόμαστε· ᾔρθαμε ὅμως στὴν ἐκκλησία νὰ προσευχηθοῦμε, καὶ ὁ διάβολος μᾶς ἔβαλε ἕνα σωρὸ λογισμούς, ὥστε καθόλου νὰ μὴν ὠφεληθοῦμε.

Ἄν, ἀλήθεια, ὁ Θεός σου ζητήσει λόγο γιὰ τὴν ἀδιαφορία ἢ καὶ τὴν ἀσέβεια ποῦ δείχνεις στὶς λατρευτικὲς συνάξεις, τί θὰ κάνεις; Νά, τὴν ὥρα ποὺ Αὐτὸς σοῦ μιλάει, ἐσύ, ἀντὶ νὰ προσεύχεσαι, ἔχεις πιάσει κουβέντα μὲ τὸν διπλανό σου γιὰ πράγματα ἀνώφελα. Καὶ ὅλα τ᾿ ἄλλα ἁμαρτήματά μας ἂν παραβλέψει ὁ Θεός, τοῦτο φτάνει γιὰ νὰ στερηθοῦμε τὴ σωτηρία. Μὴν τὸ θεωρεῖς μικρὸ παράπτωμα. Γιὰ νὰ καταλάβεις, τὴ βαρύτητά του, σκέψου τί γίνεται στὴν ἀνάλογη περίπτωση τῶν ἀνθρώπων. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι συζητᾷς μ᾿ ἕνα ἐπίσημο πρόσωπο ἢ μ᾿ ἕναν ἐγκάρδιο φίλο σου. Καὶ ἐνῷ ἐκεῖνος σοῦ μιλάει, ἐσὺ γυρίζεις ἀδιάφορα τὸ κεφάλι σου καὶ ἀρχίζεις νὰ κουβεντιάζεις μὲ κάποιον ἄλλο. Δὲν θὰ προσβληθεῖ ὁ συνομιλητής σου ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀπρέπειά σου; Δὲν θὰ θυμώσει; Δὲν θὰ σοῦ ζητήσει τὸ λόγο;

Ἀλίμονο! Βρίσκεσαι στὴ θεία Λειτουργία, κι ἐνῷ τὸ βασιλικὸ τραπέζι εἶναι ἑτοιμασμένο, ἐνῷ ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ θυσιάζεται γιὰ χάρη σου, ἐνῷ ὁ ἱερέας ἀγωνίζεται γιὰ τὴ σωτηρία σου, ἐσὺ ἀδιαφορεῖς. Τὴν ὥρα ποὺ τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφεὶμ σκεπάζουν τὰ πρόσωπά τους ἀπὸ δέος καὶ ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα παρακαλοῦν τὸ Θεὸ γιὰ σένα, τὴ στιγμὴ ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἡ φωτιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ χύνεται ἀπὸ τὴν ἄχραντη πλευρά Του μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο, τὴ στιγμὴ αὐτὴ ἡ συνείδησή σου, ἄραγε, δὲν σὲ ἐλέγχει γιὰ τὴν ἀπροσεξία σου; Σκέψου, ἄνθρωπέ μου, μπροστὰ σὲ Ποιὸν στέκεσαι τὴν ὥρα τῆς φρικτῆς μυσταγωγίας καὶ μαζὶ μὲ ποιοὺς – μὲ τὰ Χερουβείμ, μὲ τὰ Σεραφείμ, μὲ ὅλες τὶς οὐράνιες δυνάμεις. Ἀναλογίσου μαζὶ μὲ ποιοὺς ψάλλεις καὶ προσεύχεσαι. Εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ συνέλθεις, ὅταν θυμηθεῖς ὅτι, ἐνῷ ἔχεις ὑλικὸ σῶμα, ἀξιώνεσαι νὰ ὑμνεῖς τὸν Κύριό της κτίσεως μαζὶ μὲ τοὺς ἀσώματους ἀγγέλους.

Μὴ συμμετέχεις, λοιπόν, στὴν ἱερὴ ἐκείνη ὑμνῳδία μὲ ἀδιαφορία. Μὴν ἔχεις στὸ νοῦ σου βιοτικὲς σκέψεις. Διῶξε κάθε γήινο λογισμὸ καὶ ἀνέβα νοερὰ στὸν οὐρανό, κοντὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Πέταξε ἐκεῖ μαζὶ μὲ τὰ Σεραφείμ, φτερούγισε μαζί τους, ψάλε τὸν τρισάγιο ὕμνο στὴν Παναγία Τριάδα.


Ἡ θεία Κοινωνία


Καὶ σὰν ἔρθει ἡ στιγμὴ τῆς θείας Κοινωνίας καὶ πρόκειται νὰ πλησιάσεις τὴν ἁγία Τράπεζα, πίστευε ἀκλόνητα πὼς ἐκεῖ εἶναι παρὼν ὁ Χριστός, ὁ Βασιλιὰς τῶν ὅλων. Ὅταν δεῖς τὸν ἱερέα νὰ σοῦ προσφέρει τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, μὴ νομίσεις ὅτι ὁ ἱερέας τὸ κάνει αὐτό, ἀλλὰ πίστευε ὅτι τὸ χέρι ποὺ ἁπλώνεται εἶναι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ποὺ λάμπρυνε μὲ τὴν παρουσία Τοῦ τὴν τράπεζα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, Αὐτὸς καὶ τώρα διακοσμεῖ τὴν Τράπεζα τῆς θείας Λειτουργίας. Παραβρίσκεται πραγματικὰ καὶ ἐξετάζει τοῦ καθενὸς τὴν προαίρεση καὶ παρατηρεῖ ποιὸς πλησιάζει μὲ εὐλάβεια ταιριαστὴ στὸ ἅγιο Μυστήριο, ποιὸς μὲ πονηρὴ συνείδηση, μὲ σκέψεις βρωμερὲς καὶ ἀκάθαρτες, μὲ πράξεις μολυσμένες. Ἀναλογίσου, λοιπόν, κι ἐσὺ ποιὸ ἐλάττωμά σου διόρθωσες, ποιὰν ἀρετὴ κατόρθωσες, ποιὰν ἁμαρτία ἔσβησες μὲ τὴν ἐξομολόγηση, σὲ τί ἔγινες καλύτερος. Ἂν ἡ συνείδησή σου σὲ πληροφορεῖ ὅτι φρόντισες ἀρκετὰ γιὰ τὴν ἐπούλωση τῶν ψυχικῶν σου τραυμάτων, ἂν ἔκανες κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴ νηστεία, κοινώνησε μὲ φόβο Θεοῦ. Ἀλλιῶς, μεῖνε μακριὰ ἀπὸ τὰ ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ὅταν καθαριστεῖς ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου, τότε νὰ πλησιάσεις.

Νὰ προσέρχεστε, λοιπόν, στὴ θεία Κοινωνία μὲ φόβο καὶ τρόμο, μὲ συνείδηση καθαρή, μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Χωρὶς νὰ θορυβεῖτε, χωρὶς νὰ ποδοπατᾶτε καὶ νὰ σπρώχνετε τοὺς διπλανούς σας. Γιατί αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴ μεγαλύτερη τρέλα καὶ τὴ χειρότερη περιφρόνηση τῶν θείων Μυστηρίων.

Πές μου, ἄνθρωπε, γιατὶ κάνεις θόρυβο; Γιατί βιάζεσαι; Σὲ πιέζει τάχα ἡ ἀνάγκη νὰ κάνεις τὶς δουλειές σου; Καὶ σοῦ περνάει ἄραγε, τὴν ὥρα ποῦ πᾶς νὰ κοινωνήσεις, ἡ σκέψη ὅτι ἔχεις δουλειές; Ἔχεις μήπως τὴν αἴσθηση ὅτι εἶσαι πάνω στὴ γῆ; Νομίζεις ὅτι βρίσκεσαι μαζὶ μὲ ἀνθρώπους καὶ ὄχι μὲ τοὺς χοροὺς τῶν ἀγγέλων; Μὰ κάτι τέτοιο εἶναι δεῖγμα πέτρινης καρδιᾶς...


Κάθε πότε νὰ κοινωνοῦμε;


Ὑπάρχει κι ἕνα ἄλλο θέμα: Πολλοὶ κοινωνοῦν μία φορὰ τὸ χρόνο, ἄλλοι δυὸ φορές, ἄλλοι περισσότερες. Ποιοὺς ἀπ᾿ αὐτοὺς θὰ ἐπιδοκιμάσουμε; Ὅσους μιὰ φορά, ὅσους πολλὲς ἢ ὅσους λίγες φορὲς μεταλαβαίνουν; Οὔτε τοὺς μία οὔτε τὶς πολλὲς οὔτε τοὺς λίγες, μὰ ἐκείνους ποὺ πλησιάζουν στὸ ἅγιο Ποτήριο μὲ καρδιὰ ἁγνή, μὲ βίο ἀνεπίληπτο. Αὐτοὶ ἂς κοινωνοῦν πάντα. Οἱ ἄλλοι, οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, ἂς μένουν μακριὰ ἀπὸ τὰ ἄχραντα Μυστήρια, γιατί ἀλλιῶς κρῖμα καὶ καταδίκη, ἑτοιμάζουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ὁ ἅγιος ἀπόστολος λέει: «Ὅποιος τρώει τὸν ἄρτο καὶ πίνει τὸ ποτήριο τοῦ Κυρίου μὲ τρόπο ἀνάξιο, γίνεται ἔνοχος ἁμαρτήματος ἀπέναντι στὸ σῶμα καὶ στὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, προκαλώντας τὴν καταδίκη του» (Α´ Κορ. 11:27, 29). Θὰ τιμωρηθεῖ, δηλαδή, τόσο αὐστηρά, ὅσο καὶ οἱ σταυρωτὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ κι ἐκεῖνοι ἔγιναν ἔνοχοι ἁμαρτήματος ἀπέναντι στὸ σῶμα Του.

Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἔχουν φτάσει σὲ τέτοιο σημεῖο περιφρονήσεως τῶν ἁγίων Μυστηρίων, ὥστε, ἐνῷ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἀμέτρητες κακίες καὶ δὲν διορθώνουν καθόλου τὸν ἑαυτό τους, κοινωνοῦν στὶς γιορτὲς ἀπροετοίμαστοι. Μὴ γνωρίζοντας ὅτι προϋπόθεση τῆς θείας Κοινωνίας δὲν εἶναι ἡ γιορτή, ἀλλά, καθὼς εἴπαμε, ἡ καθαρὴ συνείδηση. Καὶ ὅπως αὐτὸς ποὺ δὲν αἰσθάνεται κανένα κακὸ στὴ συνείδησή του, πρέπει καθημερινὰ νὰ προσέρχεται στὴ θεία Κοινωνία, ἔτσι κι αὐτὸς ποὺ εἶναι φορτωμένος ἁμαρτήματα καὶ δὲν μετανοεῖ, πρέπει νὰ μὴν κοινωνεῖ οὔτε στὴ γιορτή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πάλι σᾶς παρακαλῶ ὅλους νὰ μὴν πλησιάζετε στὰ θεῖα Μυστήρια ἔτσι ἀπροετοίμαστοι κι ἐπειδὴ τὸ ἀπαιτεῖ ἡ γιορτή, ἀλλά, ἂν κάποτε ἀποφασίσετε νὰ λάβετε μέρος στὴ θεία Λειτουργία καὶ νὰ κοινωνήσετε, νὰ καθαρίζετε καλὰ τὸν ἑαυτό σας, ἀπὸ πολλὲς μέρες πρίν, μὲ τὴ μετάνοια, τὴν προσευχή, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴ φροντίδα γιὰ τὰ πνευματικὰ πράγματα.

Παραμονὴ ὡς τὴν ἀπόλυση


Ἦρθες, λοιπόν, στὴν ἐκκλησία καὶ ἀξιώθηκες νὰ συναντήσεις τὸ Χριστό; Μὴ φύγεις, ἂν δὲν τελειώσει ἡ ἀκολουθία. Ἂν φύγεις πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπόλυση, εἶσαι ἔνοχος ὅσο κι ἕνας δραπέτης. Πηγαίνεις στὸ θέατρο καί, ἂν δὲν τελειώσει ἡ παράσταση, δὲν φεύγεις. Μπαίνεις στὴν ἐκκλησία, στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου, καὶ γυρίζεις τὴν πλάτη στὰ ἄχραντα Μυστήρια; Φοβήσου τουλάχιστον ἐκεῖνον ποὺ εἶπε: «Ὅποιος καταφρονεῖ τὸ Θεό, θὰ καταφρονηθεῖ ἀπ᾿ Αὐτόν» (Πρβλ. Παροιμ. 13:13).

Τί κάνεις, ἄνθρωπε; Ἐνῷ ὁ Χριστὸς εἶναι παρών, οἱ ἄγγελοί Του παραστέκονται, οἱ ἀδελφοί σου κοινωνοῦν ἀκόμα, ἐσὺ τοὺς ἐγκαταλείπεις καὶ φεύγεις; Ὁ Χριστός σου προσφέρει τὴν ἁγία σάρκα Του, κι ἐσὺ δὲν περιμένεις λίγο, γιὰ νὰ Τὸν εὐχαριστήσεις ἔστω μὲ τὰ λόγια; Ὅταν παρακάθεσαι σὲ δεῖπνο, δὲν τολμᾷς νὰ φύγεις, ἔστω κι ἂν ἔχεις χορτάσει, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ φίλοι σου κάθονται ἀκόμα στὸ τραπέζι. Καὶ τώρα ποὺ τελοῦνται τὰ φρικτὰ Μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, τ᾿ ἀφήνεις ὅλα στὴ μέση καὶ φεύγεις;

Θέλετε νὰ σᾶς πῶ τίνος τὸ ἔργο κάνουν ὅσοι φεύγουν πρὶν τελειώσει ἡ θεία Λειτουργία καὶ δὲν συμμετέχουν ἔτσι στὶς τελευταῖες εὐχαριστήριες εὐχές; Ἴσως εἶναι βαρὺ αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ πῶ, μὰ πρέπει νὰ τὸ πῶ. Ὅταν ὁ Ἰούδας πῆρε μέρος στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο τοῦ Χριστοῦ, ἐνῷ ὅλοι ἦταν καθισμένοι στὸ τραπέζι, αὐτὸς σηκώθηκε πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους κι ἔφυγε. Ἐκεῖνον, λοιπόν, τὸν Ἰούδα μιμοῦνται... Ἂν δὲν ἔφευγε τότε ἐκεῖνος, δὲν θὰ γινόταν προδότης, δὲν θὰ χανόταν. Ἂν δὲν ξεχώριζε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ ποίμνιο, δὲν θὰ τὸν ἔβρισκε μόνο του ὁ λύκος, γιὰ νὰ τὸν φάει.

Μετὰ τὸν ἐκκλησιασμὸ


Ἐμεῖς ἂς ἀναχωροῦμε ἀπὸ τὴ θεία Λειτουργία σὰν λιοντάρια ποὺ βγάζουν φωτιά, ἔχοντας γίνει φοβεροὶ ἀκόμα καὶ στὸ διάβολο. Γιατὶ τὸ ἅγιο αἷμα τοῦ Κυρίου ποὺ κοινωνοῦμε, ποτίζει τὴν ψυχή μας καὶ τῆς δίνει μεγάλη δύναμη. Ὅταν τὸ μεταλαβαίνουμε ἄξια, διώχνει τοὺς δαίμονες μακριὰ καὶ φέρνει κοντά μας τοὺς ἀγγέλους καὶ τὸν Κύριο τῶν ἀγγέλων. Αὐτὸ τὸ αἷμα εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν μας, μ᾿ αὐτὸ λούζεται ἡ ψυχή, μ᾿ αὐτὸ στολίζεται. Αὐτὸ τὸ αἷμα κάνει τὸ νοῦ μας λαμπρότερο ἀπὸ τὴ φωτιά, αὐτὸ κάνει τὴν ψυχή μας λαμπρότερη ἀπὸ τὸ χρυσάφι.

Προσελκύστε, λοιπόν, τοὺς ἀδελφούς μας στὴν ἐκκλησία, προτρέψτε τοὺς πλανημένους, συμβουλέψτε τους ὄχι μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ καὶ μὲ ἔργα. Κι ἂν ἀκόμα τίποτα δὲν πεῖς, ἀλλὰ βγεῖς ἀπὸ τὴν ἱερὴ σύναξη, δείχνοντας στοὺς ἀπόντες – καὶ μὲ τὴν ἐμφάνιση καὶ μὲ τὸ βλέμμα καὶ μὲ τὴ φωνὴ καὶ μὲ τὸ βάδισμα καὶ μ᾿ ὅλη σου τὴ σεμνότητα – τί κέρδος ποὺ ἀποκόμισες ἀπὸ τὸ ναό, αὐτὸ εἶναι ἀρκετὸ γιὰ παραίνεση καὶ συμβουλή. Γιατὶ ἔτσι πρέπει νὰ βγαίνουμε ἀπὸ τὸ ναό, σὰν ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἄδυτα, σὰν νὰ κατεβαίνουμε ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς οὐρανούς. Δίδαξε ὅσους δὲν ἐκκλησιάζονται ὅτι ἔψαλες μαζὶ μὲ τὰ Σεραφείμ, ὅτι ἀνήκεις στὴν οὐράνια πολιτεία, ὅτι συναντήθηκες μὲ τὸ Χριστὸ καὶ μίλησες μαζί Του. Ἂν ἔτσι ζοῦμε τὴ θεία Λειτουργία, δὲν θὰ χρειαστεῖ νὰ ποῦμε τίποτα στοὺς ἀπόντες. Ἀλλὰ βλέποντας ἐκεῖνοι τὴ δική μας ὠφέλεια, θὰ νιώσουν τὴ δική τους ζημιὰ καὶ θὰ τρέξουν γρήγορα στὴν ἐκκλησία, γιὰ ν᾿ ἀπολαύσουν τὰ ἴδια ἀγαθά, μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, αἰώνια ἀνήκει ἡ δόξα.

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

Τὰ ἀγαθὰ τῆς νηστείας. (Μέγας Βασίλειος)

Ἡ νηστεία ἀναπέμπει τὴν προσευχὴ στὸν οὐρανό, μὲ τὸ νὰ γίνεται σ᾿ αὐτὴν κατὰ κάποιο τρόπο φτερὸ πρὸς τὴν ἄνω πορεία της. Ἡ νηστεία εἶναι προκοπὴ τῶν οἴκων, ὑγείας μητέρα, νεότητος παιδαγωγός, στολίδι στοὺς γέροντες, καλὴ συνοδοιπόρος στοὺς πεζοπόρους, ἀσφαλὴς ὁμόσκηνος στοὺς συγκατοίκους. Ὁ ἄνδρας δὲν ὑποψιάζεται κίνδυνο τοῦ γάμου, ὅταν βλέπει τὴν γυναῖκα νὰ ζεῖ μὲ τὴ νηστεία. Δὲν λυώνει ἡ γυναῖκα ἀπὸ τὴν ζηλοτυπία, ὅταν βλέπει τὸν ἄνδρα νὰ νηστεύει. Ποιὸς ἐζημίωσε τὸ σπίτι του μὲ τὴ νηστεία; Ὑπολόγισε σήμερα τὰ πράγματα τοῦ σπιτιοῦ καὶ ὑπολόγισε τὰ καὶ μετά· δὲν θὰ λείψει τίποτε μὲ τὴ νηστεία ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα στὸ σπίτι. Κανένα ζῷο δὲν βγάζει κραυγὲς θανάτου, πουθενὰ αἷμα, πουθενὰ ἀπόφαση, ποὺ ὑπαγορεύεται κατὰ τῶν ζῴων ἀπὸ τὴν ἄκαμπτη κοιλιά. Ἔχει σταματήσει τὸ μαχαῖρι τῶν μαγείρων· τὸ τραπέζι ἀρκεῖται στὰ πρόχειρα. Τὸ Σάββατο ἐδόθηκε στοὺς Ἰουδαίους, «γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ, λέγει, τὸ ὑποζύγιό σου καὶ o δοῦλος σου» (Ἔξοδ. 20, 10). Ἡ νηστεία προφυλάσσει τὰ νήπια, σωφρονίζει τὸ νέο, κάνει σεβαστὸ τὸν γέροντα, διότι τὰ γεράματα εἶναι πιὸ σεβαστὰ ὅταν στολίζονται μὲ τὴ νηστεία. Γιὰ τὶς γυναῖκες στολίδι ταιριαστό, χαλινάρι τῶν ἀκμαίων, φυλακτήριο τῆς συζυγικῆς ζωῆς, τροφὸς τῆς παρθενίας. Τέτοιες μὲν εἶναι οἱ φροντίδες αὐτῆς γιὰ κάθε σπίτι. Πῶς δὲ πολιτεύεται στὴ δημόσια ζωή μας; Μὲ μίας ὅλη τὴν πόλη καὶ ὅλο τὸν λαὸ βάζει σὲ τάξη, κοιμίζει τὴν κραυγή, ἐξορίζει τὴν μάχη, κατασιγάζει τὴν ὕβρη. Ποιοῦ διδασκάλου ἡ παρουσία ἀποκαθιστᾷ ἔτσι διὰ μίας τὸν θόρυβο τῶν παιδιῶν, ὅπως ἡ νηστεία σταματᾷ τὴν ταραχὴ τῆς πόλεως ὅταν ἐμφανισθεῖ; Ποιὸς κωμῳδοποιὸς στὴ νηστεία ἐπροχώρησε; Ποιὸς ἀκόλαστος χορὸς προῆλθε ἀπὸ τὴ νηστεία; Τρυφερὰ γέλια καὶ πορνικά, τραγούδια καὶ ἔξαλλοι χοροὶ ἀμέσως ἀπὸ τὴν πόλη ἀπομακρύνονται, σὰν νὰ ἔχουν φυγαδευθεῖ ἀπὸ κάποιο αὐστηρὸ δικαστή, τὴ νηστεία.Ἡ μέθη εἶναι ἔχθρα στὸ Θεό· ἡ νηστεία δέ, ἀρχὴ τῆς μετανοίας. Ἐὰν λοιπὸν θέλεις μὲ τὴν ἐξομολόγηση νὰ γυρίσεις στὸ Θεό, νὰ ἀποφεύγεις τὴν μέθη, γιὰ νὰ μὴν σοῦ κάμει δυσκολότερη τὴν ἀποξένωση. Δὲν ἀρκεῖ βεβαίως μόνον ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὶς τροφές, γιὰ τὴν ἐπαινετὴ νηστεία, ἀλλ᾿ ἂς νηστεύσουμε νηστεία δεκτή, εὐάρεστη στὸ Θεό. Ἀληθινὴ νηστεία εἶναι ἡ ἀποξένωση ἀπὸ τὸ κακό, ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσας, ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὸ θυμό, ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες, τὴν καταλαλιά, τὸ ψεῦδος, τὴν ψευδορκία. Ἡ στέρηση ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἀληθινὴ νηστεία. Μέσα σ᾿ αὐτὰ λοιπὸν ἡ νηστεία εἶναι ἀγαθό.

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

Ἰωάννης Χρυσόστομος - Παιδαγωγικὰ θέματα

Δὲν εἶναι ἀξιοπερίεργο τὸ ὅτι στέλνουμε τὰ παιδιά μας στὸ σχολεῖο νὰ μάθουν γράμματα καὶ τέχνες καὶ ἐξαντλοῦμε ὅλες μας τὶς δυνατότητες γιὰ τὴν ἐπιτυχία αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ καὶ δὲν ἐνδιαφερόμαστε νὰ τὰ ἀναθρέψουμε συγχρόνως καὶ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ;
Ἒ λοιπὸν νὰ ξέρετε ὅτι, ὅταν ἀνατρέφουμε τὰ παιδιά μας, ἔτσι ὥστε νὰ γίνουν, ἀνεδῆ, ἀκόλαστα, ἀπειθάρχητα, βάναυσα, τότε, ἐμεῖς πρῶτοι θὰ γευθοῦμε τοὺς καρποὺς τῆς κακίας τους.
Ἂς προσέξουμε λοιπὸν αὐτὸ τὸ θέμα κι ἂς ὑπακούσουμε σ᾿ αὐτὸ ποὺ μᾶς διδάσκει ὁ μακάριος Ἁπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος μᾶς συμβουλεύει νὰ ἀνατρέφουμε τὰ παιδιά μας καὶ νὰ τὰ παιδαγωγοῦμε, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Νὰ τοὺς δίνουμε πάντα ἐμεῖς πρῶτοι τὸ καλὸ παράδειγμα καὶ νὰ τὰ συνηθίσουμε ἀπὸ μικρὰ στὴν μελέτη τῶν θείων Γραφῶν.
Ἰωάν.Χρυσόστομος: P.G. 61,150, κ.εξ.

Μέχρι πότε θὰ εἴμαστε κάτω ἀπὸ τὸ σαρκικὸ φρόνημα; Μέχρι πότε θὰ σκύβουμε καὶ θὰ ἐπικεντρώνουμε ὅλο τὸ ἐνδιαφέρον μας πάνω στὰ γήινα πράγματα;
Ὅταν πρόκειται, γιὰ τὴν φροντίδα τῆς ἀνατροφῆς καὶ τὴν παιδαγωγία τῶν παιδιῶν μας, ἂς παίρνουν ὅλα τὰ ἄλλα δεύτερη θέση καὶ σημασία.
Ἂν τὸ παιδὶ διδαχτεῖ ἀπὸ μικρὸ νὰ σκέπτεται μὲ σωστὸ τρόπο, τότε ἔχει ἤδη ἀποκτήσει μεγάλο πλοῦτο καὶ δόξα.
Δὲν θὰ ἔχεις κατορθώσει τίποτα τὸ σπουδαῖο, ἂν ἔχεις μάθει τὸ παιδί σου κάποια τέχνη ἢ τὴν ἀρχαία φιλοσοφία, μὲ τὴν ὁποῖα θὰ κερδίσει ἐνδεχομένως χρήματα. Τὸ σπουδαῖο θὰ εἶναι ἂν τὸ ἔχεις διδάξει τὴν τέχνη νὰ περιφρονεῖ τὰ χρήματα. Ἂν θέλεις νὰ τὸ κάνεις πλούσιο, ἔτσι νὰ τὸ κάνεις. Γιατὶ πλούσιος δὲν εἶναι ὅποιος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλὰ χρήματα ἢ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ὅλα τὰ ἀγαθά, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτα. Αὐτὸ νὰ διδάξεις τὸ παιδί σου. Αὐτὸ νὰ τοῦ μάθεις. Αὐτὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος πλοῦτος.
Μὴν κοιτάζεις, πῶς θὰ τὸ κάνεις νὰ προκόψει -μὲ τὴν ἔννοια βέβαια, ποὺ τὸ κοσμικὸ φρόνημα θεωρεῖ τὴν προκοπὴ- γιατὶ ἔτσι θὰ τὸ καταντήσεις φιλόδοξο. Φρόντισε καλύτερα νὰ τοῦ μάθεις πῶς νὰ περιφρονεῖ, σὲ τούτη ἐδῶ τὴ ζωή, τὴν ἀνθρώπινη δόξα. Ἔτσι μπορεῖ νὰ γίνει καὶ πιὸ ἔνδοξος καὶ πιὸ σπουδαῖος.
Αὐτὰ εἶναι πράγματα, ποὺ εἶναι εὔκολα καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ γίνουν ἐξ ἴσου, καὶ ἀπὸ τὸν πλούσιο καὶ ἀπὸ τὸ φτωχό. Αὐτὰ δὲν τὰ διδάσκεται κανεὶς ἀπὸ δάσκαλο, οὔτε τοῦ τὰ μαθαίνει καμμιὰ τέχνη. Αὐτὰ εἶναι πράγματα ποὺ τὰ μαθαίνει κανεὶς ζώντας σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.
Μὴν φροντίζεις μόνο, νὰ ζήσει τὸ παιδί σου πολλὰ χρόνια ἐδῶ στὴ γῆ. Φρόντισε νὰ ἀξιωθεῖ νὰ ζήσει τὴν ἀτέλειωτη καὶ αἰώνια ζωή.
Ἰωάν.Χρυσόστομος: P.G. 61,150, κ.εξ.

Θέλεις νὰ ἀφήσεις ἄνθρωπέ μου, πλοῦτο στὸ παιδί σου; Δίδαξέ το νὰ εἶναι τίμιο. Γιατὶ ἔτσι θὰ μπορέσει νὰ διαφυλάξει τὸν πλοῦτο του. Ἔτσι, ἀκόμα κι ἂν δὲν ἀποκτήσει ἄλλα κτήματα, τουλάχιστον δὲν θὰ σκορπίσει ὅσα ἔχει.
Ἂν ὅμως τὸ παιδί σου εἶναι πονηρό, τότε δὲν θὰ τὸ ἀφήσεις φύλακα τοῦ πλούτου σου, ἀλλὰ θὰ τὸ κάνεις χειρότερο κι ἀπὸ τὸν τελευταῖο φτωχὸ τῆς γῆς.
Γιὰ ὅσους δὲν ἔχουν ἀναθρέψει σωστὰ τὰ παιδιά τους, εἶναι γι᾿ αὐτὰ προτιμότερη, ἀπὸ τὸν πλοῦτο, ἡ τέλεια φτώχεια. Γιατὶ ἡ φτώχεια θὰ τὰ διατηρήσει στὴν ἀρετή, ἀκόμα καὶ παρὰ τὴ θέλησή τους, ἐνῶ ὁ πλοῦτος δὲν θὰ τὰ ἀφήσει στὸν ἴσιο δρόμο, ἀκόμα κι ἂν τὰ ἴδια τὸ θέλουν. Ἡ πλούσια ζωὴ θὰ τὰ παρασύρει στὸ κακό, θὰ τὰ καταστρέψει καὶ θὰ τὰ ὁδηγήσει σὲ ἀμέτρητα δεινά.
Ἰωάν.Χρυσόστομος: P.G. 61, 546 κ.ἑξ.

Πές μου ἄνθρωπὲ μου, ἂν ἔβλεπες τὸ παιδί σου νὰ λειώνει ἀπὸ τὴν πεῖνα, θὰ τὸ ἄντεχε ἡ ψυχή σου καὶ θὰ ἀγνοοῦσες τὴν κατάστασή του; Δὲν θὰ ἔτρεχες νὰ κάνεις ὅ,τι περνάει ἀπὸ τὸ χέρι σου, γιὰ νὰ τὸ χορτάσεις καὶ νὰ τὸ ἀναπαύσεις;
Ἒ λοιπόν, ἂν ἔλειωνε τὸ παιδί σου ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὴν ἔλλειψη τῆς ὑλικῆς τροφῆς, δὲν θὰ τὸ παράβλεπες. Τώρα, ποὺ καταστρέφεται ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τῆς διδασκαλίας τῶν θείων Γραφῶν, τὸ σηκώνει ἡ ψυχή σου καὶ τὸ προσπερνᾶς ἀπαρατήρητο;
Πές μου, ἀξίζει τέτοιος ποὺ εἶσαι, νὰ ὀνομάζεσαι πατέρας;
Αὐτὴ ἡ πεῖνα εἶναι φοβερώτερη ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τῆς τροφῆς, ἐφόσον καταλήγει στὸν μεγαλύτερο, τὸν πνευματικὸ θάνατο. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ ἐνδιαφερόμαστε, περισσότερο γι᾿ αὐτὴν καὶ νὰ τὴν ἀντιμετωπίζουμε πιὸ ἄμεσα. Ὁ ἀπ. Παῦλος λέει: Νὰ μεγαλώνετε τὰ παιδιά σας, νουθετώντας καὶ παιδαγωγώντας τα, μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ (Ἐφ. στ´, 4). Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ καλὴ πατρικὴ φροντίδα. Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ γνήσια πατρικὴ κηδεμονία.
Ἔτσι ἐγὼ κατανοῶ τὴν πατρικὴ σχέση μὲ τὸ παιδί, ὅταν δηλαδὴ ὁ πατέρας φροντίζει περισσότερο ἀπὸ τὴν ὑλική, τὴν πνευματικὴ τροφὴ τοῦ παιδιοῦ του.
Ἰωάν.Χρυσόστομος: P.G. 51, 100 - 101

Ἂν πρόκειται νὰ μᾶς ζητηθοῦν εὐθῦνες γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους -ἐφόσον μᾶς ἔχει πεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος : κανένας νὰ μὴν ζητάει τὸ δικό του, ἀλλὰ καθένας νὰ φροντίζει γιὰ τὸ συμφέρον τοῦ ἄλλου. (Α Κορ. 10, 24)- πόσο περισσότερο θὰ εἴμαστε ὑπόλογοι γιὰ τὴν ἔλλειψη τῆς φροντίδα μας πρὸς τὰ παιδιά μας;
Θὰ μᾶς πεῖ ὁ Θεὸς: Δὲν τό ῾χες το παιδὶ κοντά σου ἀπὸ βρέφος; Δὲν σὲ ἔχω ὁρίσει δάσκαλό του, προστάτη, κηδεμόνα καὶ ὁδηγό του; Δὲν τὸ εἶχα ἀφήσει ὁλοκληρωτικὰ στὰ χέρια σου;
Σοῦ ἔχω δώσει ἐντολή, νὰ τὸ διαπλάσεις ἀπὸ πολὺ μικρὸ καὶ νὰ τὸ παιδαγωγήσεις σωστά. Νομίζεις ὅτι θὰ βρεῖς ἔλεος, ἂν ἀδιαφορήσεις καὶ τὸ ἀφήσεις νὰ χαθεῖ;
Τί ἔχεις νὰ ἀπαντήσεις πάνω σ᾿ αὐτὸ ἄνθρωπέ μου;
Μήπως θὰ μοῦ πεῖς, ὅτι τώρα ποὺ μεγάλωσε τὸ παιδί, εἶναι γιὰ μένα δύσκολο αὐτὸ τὸ ἔργο καὶ σκληρό; Αὐτὸ ἄνθρωπέ μου ἔπρεπε νὰ τὸ εἶχες ὑπολογίσει ἀπὸ τότε, ποὺ τὸ παιδὶ ἦταν μικρὸ καὶ εὔπλαστο καὶ μποροῦσε εὔκολα νὰ ὑπακούει. Ἁπὸ τότε ἔπρεπε νὰ τὸ διαπαιδαγωγήσεις προσεκτικὰ καὶ νὰ τὸ συνηθίσεις νὰ κινεῖται καὶ νὰ σκέπτεται σωστά. Ἁπὸ τότε ἔπρεπε νὰ τὸ διορθώνεις καὶ νὰ κόβεις τὶς ἀδυναμίες του. Τότε ποὺ ἡ ἡλικία ἦταν ἀκόμα τρυφερὴ καὶ ὅλα ἦταν πιὸ εὔκολα. Τότε ἔπρεπε νὰ εἶχες ξερριζώσει τὰ ἀγκάθια.
Ἂν δὲν τὰ παραμελοῦσες τότε ποὺ ἀναπτύσσονταν τὰ πάθη, δὲν θὰ εἶχαν τώρα ριζώσει καὶ δὲν θὰ ἦσαν σήμερα δυσκολοθεράπευτα. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς παραγγέλει ἡ Ἁγ. Γραφὴ καὶ μᾶς λέει: Κάνε τὸ παιδί σου, νὰ σκύψει τὸ κεφάλι, ἀπὸ τὴ μικρή του κιόλας ἡλικία, τότε ποὺ εἶναι πιὸ εὔκολη ἡ διαπαιδαγώγησή του (Σοφ. Σειρ. 7, 23).
Ἰωάν.Χρυσόστομος: P.G. 51, 327 κ.ἑξ.