Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2024

Μεσογαίας: «Τὸ μεγαλύτερο λάθος μας ὡς Ἐκκλησίας θὰ ἦταν νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλικὴ πράξη, ἐκτὸς ἀπὸ ψυχικὴ διαταραχή, δὲν εἶναι καὶ ἁμαρτία»!

«Ἐκκλησία καὶ ἡ θέσπιση γάμου μεταξὺ ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου» [1]
Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς Νικολάου

Θέλω πολὺ νὰ Σᾶς εὐχαριστήσω, Μακαριώτατε, γιὰ τὴν τιμὴ καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη νὰ παρουσιάσω ἐνώπιον τῶν Σεβασμιω­τάτων Μη­τρο­πολιτῶν ἀδελφῶν, ποὺ συγκροτοῦν τὸ ἱερὸ σῶμα τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μάλιστα μέσα στὴν ἰδιαιτέρως φορτισμένη ἀτμόσφαιρα τῶν ἡμε­ρῶν, κάποιες σκέψεις γύρω ἀπὸ τὸ πολυσυ­ζη­τημένο θέμα τῆς προαγγελ­θείσης ψήφισης τοῦ νόμου, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ θεσπίζει γάμο μεταξὺ ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου στὴ χώρα μας. Νὰ ἔχω τὴν εὐχή Σας.
Θεωρῶ πὼς δὲν ὑπάρχουν πολλὰ περιθώρια νὰ πῶ πράγματα ποὺ μέχρι σήμερα δὲν ἀκούσθηκαν. Τὸ ὑπ’ ἀριθ,. 6315/286/18.12.2023 Ἐγκύκλιο Σημείωμα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου «Περὶ τῶν θέσεων τῆς Ἐκκλη­σίας τῆς Ἑλλάδος διὰ τὸν γάμον... καὶ τὴν υἱοθεσίαν ὑπὸ ὁμοφύλων ζευγα­ριῶν», ἡ Ἀνακοίνωση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, τοποθετήσεις πλειάδος ἀδελφῶν ἀρχιε­ρέων εἴτε μέσω Ἐγκυκλίων, δη­λώ­σεων καὶ δημοσιεύσεων εἴτε καὶ μέσω συνεντεύξεων, ὅπως καὶ παρεμβάσεις ἐγκρίτων νομικῶν, πιστεύω πὼς ἔχουν ἐξαντλήσει τὸ θέμα. Εἶναι γνωστὴ σὲ ὅλους ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας.


Παρὰ ταῦτα θὰ προσπαθήσω νὰ κάνω μία σύνοψη τῶν παρα­πάνω, μία ἐκτίμηση τῆς ὅλης καταστάσεως καὶ τοῦ σχετικοῦ προβλη­ματισμοῦ ἀπὸ βιοηθικῆς, ἐπιστημονικῆς, κοινωνικο-ψυχολογικῆς καὶ πολιτικῆς πλευρᾶς, χωρὶς νὰ ἐπαναλάβω γνωστὲς σὲ ὅλους μας θεο­λογικὲς ἀναλύσεις, ἀφή­νοντας δὲ γιὰ τὴ συζήτηση τὶς προτάσεις γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς ὅλης καταστάσεως ἀπὸ πλευρᾶς τῆς Ἐκκλησίας μας.


Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Οἱ συζητήσεις περὶ τοῦ φύλου ὅλο καὶ περισσότερο ἐμφανίζονται στὴν καθημε­ρινό­τητα, μὲ ἕναν πρωτοφανῆ στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώ­που τρόπο. Ὅροι καινοφανεῖς, ὅπως ἐπιλογὴ φύλου, ἐπαναπροσδιο­ρισμός, προσανα­το­λι­σμός, ρευστό­τητα καὶ ταυτότητα τοῦ φύλου, ἀλλὰ καὶ συναφῆ, ὅπως ἔμφυλες ταυτό­τητες, δια­φυλικότητα, διεμφυλικό­τητα, ὁμο­φοβικό­τητα, μὲ ἀνάλογα παρά­γωγά τους [2], παρουσιάζονται στὰ δημο­σιεύματα, στὶς συζητή­σεις, στὶς πολι­τικὲς ἀντιπαραθέσεις, καὶ ὄχι μόνον σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο ἀλλὰ καὶ σὲ πρακτικό. Ὅλη αὐτὴ ἡ θεματολογία δὲν ἀφορᾶ κάποια μεμο­νωμένα ἄτομα ἢ ἐλάχιστες οἰκογένειες οὔτε βρίσκεται στὸ περιθώριο τῆς κοινω­νικῆς ζωῆς, ἀλλὰ ἐγείρει δικαιώματα, προξενεῖ κοινω­νικὲς διεκδι­κή­σεις καὶ πολι­τικὲς ἀντιπαραθέσεις, ἔχει γεννήσει κινήματα μὲ ὀπαδοὺς καὶ ἀντιπά­λους, ἐπηρεά­ζει βαθειὰ τὶς ἀνθρώ­πινες σχέσεις καὶ τὴ νομικὴ σκέψη, διαμορ­φώνει νέες ἠθικὲς ἀντι­λήψεις σὲ παγκόσμια κλίμακα, ἀλλάζει τὴν κοινω­νία καὶ ἐπηρεάζει καίρια τὴ σχέση τοῦ κόσμου μὲ τὴν Ἐκκλησία.


Ἔτσι, τὰ τελευταῖα μόλις χρόνια, στὶς μεγάλες πόλεις τοῦ κόσμου, ὀργανώνονται πορεῖες καὶ ἐκδηλώσεις, ποὺ ὀνομάζονται καὶ «παρελάσεις ὑπερηφανείας», οἱ ὁποῖες μὲ πρόφαση τὴ διεκδίκηση ἀνα­γνώ­ρισης καὶ δικαι­ωμάτων, ποὺ ἤδη ἔχουν πετύχει σὲ μεγάλο βαθμό, στὴν οὐσία προβάλλουν προκλητικὰ ἀντιλήψεις, μάλιστα μὲ στήριξη ἐπιφανῶν ἐκπροσώπων τοῦ πολι­τικοῦ κόσμου, πρωθυπουργῶν, προ­έδρων κρατῶν, ἀκαδημαϊκῶν προσω­πικοτήτων, χρηματοδοτούμενες ἀπὸ μεγά­λους ὀργανισμοὺς ὅλου τοῦ φάσμα­τος. Ἡ ὑπόθεση ἔχει ξεφύ­γει ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τοῦ διαλόγου καὶ ἔχει λάβει πλέον τὴ μορφὴ ἐπίμο­νης καὶ ἐπιθετικῆς προσηλυτίζουσας ἰδεολογίας, συχνὰ μὲ σαφὲς ἀντι­θρησκευτικὸ καὶ ἀθεϊστικὸ χρῶμα, ἡ ὁποία ὅμως συμπα­ρα­σύρει σὲ ἀνεκτικὲς ἢ καὶ ὑποστηρικτικὲς αὐτῶν τῶν κινημάτων ἀπόψεις ἡγέτες τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου [3], ἐσχάτως δὲ προκαλεῖ σοβαρὸ προβλημα­τισμὸ καὶ μεταξὺ τῶν Ὀρθο­δόξων.


Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὅλο καὶ συχνότερα πρόσωπα ποὺ αὐτο­προσδιορίζονται ὡς μέλη τῆς κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ (LGBT) καταλαμβά­νουν θέσεις ὑψηλῆς εὐθύνης στὸν δημόσιο βίο, ὅπως βουλευτές, γερου­σιαστές, ὑπουρ­γοί, πρωθυπουργοί, πρόεδροι κρατῶν κ.λπ., πολλοὶ δὲ ἐξ αὐτῶν μὲ ἰδιαί­τερα ἀκτιβιστικὴ διάθεση [4]. Σύμφωνα μὲ πληροφορίες, ἡ Διακομματικὴ τῶν LGBT στὸ Εὐρωκοινοβούλιο ἀριθμεῖ 157 εὐρωβου­λευτὲς ἀπὸ τὰ 27 κράτη μέλη τῆς ΕΕ καὶ σχεδὸν ἀπ’ ὅλες τὶς πολιτικὲς ὁμάδες [5].


Τὰ παιδιά, ἀπὸ τὴν προσχολικὴ ἀκόμη ἡλικία, μέσα ἀπὸ ταινίες, κινού­μενα σχέδια, σχολικὰ ἐγχειρίδια, ἐκτίθενται σὲ ἐντυπώσεις ποὺ δικαιολο­γοῦν τὸ φαινόμενο, προβάλλοντάς το εἴτε ὡς κάτι φυσικὸ ἢ ὡς «σεβασμὸ καὶ ἀνε­κτι­κότητα στὴ διαφορετικότητα» ἢ ὡς «δικαιωμα­τι­σμό», στὴν οὐσία προ­κα­λῶντας σύγχυση καὶ ἐθισμό, μὲ ἀνυπολό­γιστες ἐνδε­χομένως συνέπειες.


Ἐπιπλέον, ὁ γάμος μεταξὺ ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου καὶ ἡ τεκνο­θεσία, ὅπως καὶ ἡ λεγόμενη «διόρθωση ἢ ἐπαναπροσδιορισμὸς» τοῦ φύλου ἢ ἡ ἐλεύ­θερη ἐπιλογὴ σεξουαλικοῦ προσανατολισμοῦ, μάλιστα καὶ ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν καὶ ἄνω, ἔχουν νομοθετηθεῖ σὲ πλεῖστες ὅσες χῶρες, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ «θεραπεῖες μεταστροφῆς» ποινικοποιοῦνται αὐστηρά.


Tὸ ὅλο θέμα ἔχει ἔντονα πολιτικοποιηθεῖ, καθὼς οἱ μὲν λεγό­μενες «χριστιανικὲς» χῶρες τῆς Εὐρώπης, ἡ Αὐστραλία καὶ ὁ Καναδᾶς, ἀπορρί­πτοντας τὴν πολιτισμικὴ παράδοσή τους, σταδιακὰ προωθοῦν νόμους, πολι­τικὲς καὶ ἀντιλήψεις στὴ βάση τῶν ἀνθρώπινων δικαιω­μάτων, μάλιστα καὶ μὲ μία ἠθικὴ ἐπικάλυψη συμπάθειας καὶ κατα­νόησης τῶν δῆθεν ἀσθενεστέ­ρων, εἰς δὲ τὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς τὰ δύο μεγάλα κόμματα βρίσκονται σὲ διαρκῆ ἀντιπαράθεση ἐπ’ αὐτοῦ.


Στὸν ἀντίποδα ὅλων αὐτῶν, χῶρες ὅπως ἡ Ρωσία, ἡ Οὐγγαρία, οἱ μου­σουλμανικὲς τῆς Ἀφρικῆς καὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς ἀνθί­στανται μὲ σαφεῖς καὶ σκληρὲς ἀπαγορεύσεις τῶν νέων πρακτικῶν, θεω­ρού­μενες ἀπὸ τοὺς ἀντιθέτους ὡς σκοταδιστικὲς ποὺ προωθοῦν τὸν ρατσισμὸ καὶ τὸ μίσος.


Τὸ κίνημα τῶν ΛΟΑΤΚΙ, ἔχει ἐξελιχθεῖ σὲ ἰδεολόγημα μὲ φανα­τικοὺς ὑποστηρικτές, ἔχει λάβει διαστάσεις μόδας καὶ χύνεται πλέον ὡς ὁρμητικὸς χείμαρρος στὴ θάλασσα τῆς κοινωνικῆς ζωῆς συμπα­ρασύροντας τὰ πάντα.


Ἡ σύγχρονη προβληματικὴ περὶ φύλου συνδυάζεται μὲ ἕνα πανί­­σχυ­ρο lobbying, μιὰ προπαγανδιστικὴ μηχανὴ μονόπλευρης προ­βολῆς ἀπόψεων, ποὺ προσπαθοῦν νὰ κλονίσουν τὴ σαφῆ διάκριση καὶ σεξουαλικὴ ταυτότητα τῶν φύλων καὶ νὰ ἐπιβάλουν μιὰ ἰδεολογία αὐθαίρετης ἀλλαγῆς, ἐπιλογῆς ἢ καὶ ἐπαναπροσδιορισμοῦ τοῦ φύλου, ἡ ὁποία ἐκμεταλλεύεται τὴν ἀδιαφο­ρία τῆς κοινωνίας, ὅπως παραστα­τικὰ περιγράφει μὲ τὸ παράδειγμα μὲ τὸ βατρα­χάκι καὶ τὸ θερμαι­νόμενο νερό τοῦ Olivier Clerk στὸ ἄρθρο του «Ἕνα ἀπέ­ραντο φρενο­κομεῖο»[6] ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἀργολίδος κ. Νεκτά­ριος, καὶ βέβαια ἡ ἀξιοποίηση τῶν πολιτικῶν καὶ οἰκονομικῶν συμφε­ρόντων. Τὸ κίνημα τῶν LGBT ἀποτελεῖ ἴσως τὸ ἰσχυρότερο στὸν κόσμο lobby.


Ὅλο αὐτὸ ἐκφρά­ζεται μὲ τὴ μορφὴ παγκοσμίως διαδιδό­μενης μόδας καὶ τὴν ὁρμὴ πολιτικῆς προπαγάνδας, προ­ερχόμενης ἀπὸ ἀθέ­ατα κέντρα μὲ ἄγνω­στους σκοπούς, συνοδεύεται δὲ ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἀπὸ κατευθυνόμενη ψευδο­­πληροφόρηση (παραποιημένες στατιστικές, ἀλ­λοι­ω­μένα δεδομένα, ἐπιστημονικὲς ἀξιολογήσεις, ὑπερτονισμὸς ἐξαι­­ρε­τικὰ ἀκραίων καὶ σπανίων περιπτώσεων ποὺ ἐκθέτουν τὴν παρα­δοσιακὴ οἰκογένεια καὶ μεγέθυνση τῶν δῆθεν θετικῶν παρα­δειγμά­των ἀπὸ ὁμοφυλοφιλικὲς συμβιώσεις κ.ο.κ.), ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἀπὸ ἀντί­στοιχο bullying μὲ εἰρωνεῖες, ἀπει­λές, ἐκφοβισμούς, ἀδίστακτους ἀπο­κλεισμούς.


Κάθε ἀντίλο­γος χαρα­κτηρίζεται ὁμοφοβικός [7], κάθε ἀντίθετη ἐπι­χειρη­ματο­λογία ὡς συνω­μοσιολο­γία. Ἔτσι, ἐνῶ φαίνεται πὼς ἑδρά­ζεται σὲ κοινω­νικὴ εὐαι­σθησία ἔναντι κάποιων ἀτόμων ποὺ παρουσιά­ζουν ὄντως πρόβλη­μα καὶ χρήζουν στήριξης ἢ στὴν προστασία τῶν δικαιω­μάτων κάποιας ἀνά­λογης μειονό­τητας, στὴν οὐσία συρρικνώνει τὴν ἐλευ­θερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀποτελεῖ ἐπίθεση κατὰ τῆς ἀνθρώ­πινης φύσης μὲ χειρότερες συνέπειες ἀπὸ τὴν κλιματικὴ ἀλλαγή, καθὼς δὲν ἀλλοιώνει τὸ περιβάλλον τοῦ ἀνθρώ­­που, ἀλλὰ προσβάλλει τὴν ἴδια τὴν ὀντολογία του.


Τέλος, τὸ 1973, ἡ Ἀμερικανικὴ Ψυχιατρικὴ Ἑταιρεία πῆρε τὴν ἀπόφαση να ἀφαιρέσει τὴν ὁμοφυλοφιλία ὡς ψυχικὴ διαταραχή. Ἀργότερα τὸ 1992, δημοσίευσε τὴν ἀκόλουθη δήλωση: Ἡ ὁμοφυλοφιλία αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν δὲν ὑπονομεύει τὴν κρίση, τὴ σταθερότητα, τὴν ἀξιο­πιστία ἢ τὶς γενικὲς κοινωνικὲς ἢ ἐπαγγελματικὲς ἱκανότητες [8].


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Αὐτὸ ποὺ φαίνεται μὲ ἰδιαίτερο τρόπο νὰ ἀπασχολεῖ τὴν ἐπι­καιρότητα στὴ χώρα μας καὶ ἀναδείχθηκε ἐσχάτως εἶναι τὸ θέμα τῆς μὲ νομοθετικὴ ρύθμιση θέσπισης γάμου μεταξὺ ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου.
Οἱ τελευταῖες βουλευτικὲς ἐκλογὲς διεξήχθησαν στὶς 25 Ἰουνίου 2023. Στὶς 4 Ἰουλίου, λίγες μόλις μέρες μετά, ὁ ἐκλεγεὶς πρωθυπουργὸς σὲ συνέ­ντευξή του στο Bloomberg δήλωσε: «ὁ γάμος μεταξὺ ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου θὰ γίνει κάποια στιγμὴ καὶ εἶναι μέρος τῆς στρατηγικῆς μας… ἡ ἑλληνικὴ κοι­νωνία εἶναι πολὺ πιὸ ἕτοιμη καὶ ὥριμη». Φάνηκε λοιπὸν πὼς ἦταν συγκα­λυμ­μένη προτε­ραιότητα τῆς Κυβέρνησης, ἡ ὁποία τώρα ἑτοιμάζεται νὰ προχω­ρήσει.


Ἀπὸ τὶς 27 χῶρες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης οἱ 18 ἔχουν νομιμο­ποιήσει τὸν γάμο τῶν ἀτόμων ἰδίου φύλου. Αὐτὸ καὶ μόνο δικαιολογεῖ τὴν πίεση ποὺ ἀσκεῖται στὶς κυβερνήσεις καὶ στοὺς λαοὺς ἀπὸ τὶς περιρρέουσες ἀντιλήψεις. Δὲν χρειάζονται ὁδηγίες καὶ ἄλλες πιέσεις.


Τὸ γεγονὸς ὅμως ὅτι γειτονικές μας χῶρες ποὺ ἀνήκουν στὴν Εὐρω­παϊκὴ Ἕνωση, ὅπως ἡ Ἰταλία, ἡ Πολωνία, ἡ Βουλγαρία, ἡ Ρουμα­νία, ἡ Κύπρος κ.λπ. πρὸς τὸ παρὸν εἴτε δὲν ἔχουν προχωρήσει σὲ ἀνά­λογες νομοθετικὲς ρυθμίσεις ἢ καὶ ἀντιδροῦν, ὅπως οἱ Κυβερνήσεις τῆς Ἰταλίας καὶ τῆς Οὑγγαρίας [9], σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει λόγος γιὰ σπου­δή, ἐνῶ ὑπάρ­χουν περιθώρια ἀκόμη καὶ γιὰ ἄρνηση καὶ ἐνστάσεις.


Τὸ ἐρώτημα ποὺ αἱωρεῖται εἶναι γιατὶ ἡ Κυβέρνηση, ἢ μᾶλλον ὁ Πρω­θυπουργὸς καὶ τὸ περιβάλλον του, ἐπιμένουν τόσο, ἀγνοοῦν τὶς ἀντί­θετες φωνὲς ἀκόμη καὶ ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς Κυβερνήσεως καὶ τῆς παρά­ταξής τους, πολὺ δὲ περισσότερο ἔχουν μεταμορφωθεῖ σὲ ἰδεολογικοὺς ἱερο­κήρυκες αὐτῆς τῆς νομοθετικῆς συμμόρφωσης, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ ἡ πολιτισμική, κοινωνικὴ καὶ θρησκευτικὴ παρά­δοση τῆς χώρας μας εἶναι ἐντελῶς ξένη καὶ ἀντίθετη μὲ τέτοιες πρακτικὲς καὶ ἀντιλήψεις;


ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Μέσα στὴν ἔντονη ἀτμόσφαιρα τῶν τελευταίων ἑβδομάδων φά­νη­κε ὅτι ἀμφισβητήθηκε τὸ δικαίωμα καὶ ἡ ὑποχρέωση τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐκφρά­σει τὶς ἐπιφυλάξεις της καὶ φυσικὰ νὰ ἀντιδράσει.
Πιστεύουμε, ὅτι ἡ Πολιτεία ποὺ σκοπὸ ἔχει τὴν προστασία τῆς ἀξιο­πρέ­πειας τῶν πολιτῶν, θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπιζητεῖ τὴ βοήθεια τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τὴ συμβουλὴ καὶ τὴ συμβολή της, ἰδίως ὅταν ὁ Πρω­θυπουργὸς ἐπικα­λεῖται τὴν ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως γιὰ τοὺς βου­λευτὲς τῆς παρατάξεως του, δηλαδὴ τὴν ἐσωτερική τους αἴσθηση περὶ τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας καὶ τιμῆς. Αὐτὸ εἶναι συνείδηση.


Ὅταν λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία ὑποστηρίζει ὅτι τὸ νομοθέτημα καὶ ἡ ἐπιχει­ρούμενη παρέμβαση στὶς ἀρχὲς τοῦ οἰκογενειακοῦ δικαίου, ὅπως παρου­σιάζεται, πλήττει καίρια τὴν ἀνθρώπινη ἀξία καὶ τὴν οἰκογένεια, φυσικὰ καὶ πρέπει νὰ ὑψώσει τὴ φωνή της καὶ μάλιστα δυναμικὰ νὰ ἀσκήσει τὴν ἐπιρροή της. Ἐὰν σιωπήσει ἢ ἀδρανήσει, αὐτοκα­ταρ­γεῖται.


Ἡ οἰκογένεια εἶναι κύτταρο καλλιέργειας τῶν μελῶν της, συζύ­γων καὶ παιδιῶν. Ἀπαραίτητη προϋπόθεση λειτουργίας της εἶναι νὰ συντηρεῖ τὶς ἠθικὲς ἀρχὲς ποὺ ὁπωσδήποτε ἐναρμο­νίζονται μὲ τοὺς φυσικοὺς ὅρους. Κάθε παραβίαση καὶ ἀλλοίωση τῆς φυσιολογίας ἀντιβαίνει στὴν ἠθική. Κάθε ἀνατροπὴ τῆς ἠθικῆς ἀποδομεῖ τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ἡ ἀνθρώ­πινη ἀξία, γιὰ τὴν ὁποία ἀγωνί­ζεται ἡ Ἐκκλησία, κατακρημνίζεται, τότε καὶ ἡ ἀξιοπρέπεια, τὴν προ­στασία τῆς ὁποίας ἔχει ἡ Πολιτεία, καταρρακώνεται.


Ἐπιπλέον, ἡ Πολιτεία ζητεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μεταξὺ ἄλλων νὰ στη­ρίξει τὴν οἰκογένεια. Καὶ ἡ Ἐκκλησία τὸ κάνει ἀπὸ αἰώνων, μάλι­στα μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ φροντίδα, τόση ποὺ τὴν ἀναγνωρίζουν οἱ πάντες, πολύ πρὶν ἡ Κυβέρνηση σκεφθεῖ νὰ συστήσει Ὑπουργεῖο Οἰκογένειας, ἔχει δὲ ἀναβιβάσει τὸν γάμο, τὴ θεμελίωσή της, σὲ μυστήριο. Γιατὶ λοιπὸν τώρα ἀντιδροῦν στὴν κατάθεση τῆς μακρο­χρόνιας ἐμπειρίας της καὶ ἐπι­διώκουν τὴ φίμωση τοῦ λόγου της; Δὲν ὑποστηρίζουμε οὔτε νεκρὸ ἰδεολό­γημα οὔτε πολιτικὴ σκοπιμότητα. Οὔτε προστατεύουμε τὸν συντηρητισμό μας. Ἡ οἰκογένεια καὶ ὁ γάμος δὲν εἶναι «δικαιώματα» κάποιων, εἶναι θε­σμοί. Γι’ αὐτοὺς ἀγωνι­ζό­μαστε καὶ καταθέτουμε ὑπεύθυνα τὴν ἐκτίμηση καὶ τὴν ἐμπειρία μας. Δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχυρίζονται μὲ ψυχρὴ καρδιὰ ὅτι «νομοθετοῦν γιὰ ὅλη τὴν κοινωνία. Ἡ ὀπτικὴ γωνία μίας Πολιτείας, εἶναι ἀναγκαστικὰ εὐρύ­τερη ἀπ' ὅ,τι εἶναι μίας θρησκείας» [10]. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μιὰ θρη­σκεία. Αὐτὸ κατάλαβαν τόσα χρόνια; Ὅσοι ἔτσι σκέπτονται εἶναι καὶ ἀπροσ­γείωτοι καὶ ἄδικοι. Γι’ αὐτὸ καὶ νομοθετοῦν καὶ αὐθαίρετα καὶ λάθος.
Ἂς προχωρήσουμε σὲ μερικὲς πρῶτες βασικὲς σκέψεις, ποὺ δὲν ἐξαν­τλοῦν μὲν τὸ θέμα, θεωρῶ ὅμως πὼς συμβάλλουν στὴν ὅλη προ­βλη­ματική.


ΒΙΟΛΟΓΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ
Ἀνατομικὰ χαρακτηριστικὰ
Τὶ εἶναι τελικὰ ἡ ταυτότητα τοῦ φύλου; Ὑπάρχει κάτι ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἄνδρα καὶ τὴ γυναῖκα; Εἶναι ἐπιλέξιμο τὸ φύλο; Ὑπάρχουν πολλὰ φύλα γιὰ τὸν ἴδιο ἄνθρωπο, βιολογικό, κοινωνικό, συναισθη­μα­τικό, μεταξύ τους ἀντικρουόμενα; Γεννιέται κανείς μὲ συγκεκριμένο σεξουαλικὸ προσανα­τολισμὸ ἢ αὐτὸς διαμορφώνεται στὴ συνέχεια ἀπὸ ποικίλους παράγοντες; Πόσο φυσικὸ εἶναι τὸ μὴ φυσιολογικό;


Ἐξ ἀπόψεως βιολογικῆς ὑπάρχουν δύο φύλα, ὅπως καὶ στὰ ἀνώ­τερα θηλαστικά: τὸ ἀρσενικὸ καὶ τὸ θηλυκό. Ὅλα τὰ συστήματα ποὺ συνα­παρτί­ζουν τὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμὸ ἔχουν στὴ βάση τους τὴν ἴδια ἀνατο­μική μορφολογία καὶ φυσιολογία καὶ στὰ δύο φύλα. Ὅλες οἱ λειτουρ­γίες, καρδια­κή, ἀναπνευ­στική, νεφρική, ἀκολουθοῦν τοὺς ἴδιους μηχανισμοὺς ἀνεξαρ­τήτως φύλου.


Ἐξαίρεση ἀπὸ αὐτὸν τὸν κανόνα ἀποτελεῖ τὸ ἀναπαραγωγικὸ σύστη­μα καὶ ὅ,τι σχετίζεται μὲ τὴν ἀναπαραγωγικὴ λειτουργία (γενε­τικὸ ὑπόβα­θρο, ὁρμόνες κ.λπ.). Τὰ ἀναπαραγωγικὰ ὄργανα τῆς γυναί­κας εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὰ τοῦ ἄνδρα.


Συνεπῶς, αὐτὸ ποὺ διαφοροποιεῖ τὰ φύλα καὶ τὰ ταυτο­ποιεῖ εἶναι τὸ ἀναπαραγωγικό τους σύστημα. Μάλιστα, τὸ βασικό τους χαρακτηρι­στικὸ δὲν εἶναι μόνο ὅτι εἶναι διαφορετικὰ καὶ ἔτσι δια­κρίνονται τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἀλλὰ ὅτι τὰ φύλα εἶναι μόνο δύο, δὲν ὑπάρχει τρίτο, καὶ κυρίως ὅτι εἶναι συμπλη­ρωματικά, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἀνατομικὴ διαφοροποίηση ἐξυ­πη­ρετεῖ τὴ δυ­να­τότητα ὄχι ἐπαφῆς ἀλλὰ ἕνωσης τῶν σωμάτων. Δύο γυναι­κεῖα σώματα δὲν ὑπάρχει φυσιολογικὸς τρόπος νὰ ἑνωθοῦν μεταξύ τους, οὔτε δύο ἀνδρικά.


Ἐπίσης, ὅλα τὰ ὄργανα καὶ οἱ λειτουργίες εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖα γιὰ τὴν ἐπιβίωση τοῦ ἀνθρώπινου ὀργανισμοῦ στὸν ὁποῖο ἀνήκουν -γι’ αὐτὸ ἐξάλλου καὶ ὀνομάζονται ζωτικά. Αὐτὸ δὲν συμ­βαίνει μὲ τὰ ἀναπα­ραγω­γικά. Αὐτὰ δὲν εἶναι ἀπαραίτητα οὔτε χρησι­μεύουν στὴν ἐπιβίωση τοῦ ὀργα­νισμοῦ, ἀλλὰ μπορεῖ κάποιος νὰ ζήσει ὑγιής, χωρὶς ποτὲ νὰ ἀξιο­ποιήσει τὴ λειτουργία τους. Μονα­δικὸ προορισμὸ ἔχουν νὰ συνερ­γασθοῦν μαζὶ ἀρσενικὸ καὶ θηλυκό, προκειμένου νὰ γεννηθεῖ μιὰ νέα ζωή ἀπὸ δύο ἀνθρώ­πους. Ἡ κάθε ζωή, ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔτσι ἔρχεται στὴν ὕπαρξη, ἀπὸ τὴ σωματικὴ ἕνωση ἑνὸς ἄνδρα καὶ μιᾶς γυναίκας. Ἡ φυσιο­λογία δὲν γνωρίζει ἄλλον τρόπο.


Γενετικὰ χαρακτηριστικὰ
Ὅλα τὰ σωματικὰ κύτταρα (καρδιακά, ἠπατικά, νεφρικά κ.λπ.) δὲν διαφέρουν ἀπὸ φύλο σὲ φύλο, ἔχουν δὲ διπλοειδὲς γονιδίωμα, εἶναι συμ­πλη­ρωμένα, ὁλοκληρωμένα καὶ αὐτάρκη. Ἐξαίρεση ἀποτελοῦν τὰ γενε­τικὰ κύτταρα, τὸ ὠάριο τῆς γυναίκας καὶ τὸ σπερματοζωάριο τοῦ ἄνδρα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἐπίσης διαφορετικὰ καὶ συμπληρωματικά, ἀλλὰ καὶ ἁπλο­ειδῆ, δηλαδὴ ἀπὸ μόνα τους ἀνεπαρκῆ νὰ ἐπιτελέσουν τὸν προορισμό τους. Καὶ αὐτὰ ἀπαιτοῦν ἕνωση. Δύο ὅμοια μεταξύ τους δὲν ἑνώνονται. Τὸ καθένα ψάχνει τὸ συμπληρωματικό του. Ἡ ἕνωση τῶν δύο δημιουργεῖ τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς, ἕνας νέος ἄνθρωπος μὲ αἰώνια προοπτικὴ ἔρχεται στὸν κόσμο.


Ἐπίσης,
- Τὸ ὠάριο εἶναι τὸ μεγαλύτερο κύτταρο τοῦ ὀργανισμοῦ (περίπου 120-150μ, ὅταν ὠριμάσει) μὲ ἐντελῶς διαφορετικὴ μορφο­λογία ἀπὸ τὸ σπερ­ματοζωάριο (μικρὴ κεφαλὴ μὲ προεξέχουσα οὐρά).
- Τὰ ὠάρια εἶναι λίγα καὶ ἐνυπάρχουν στὸ γυναικεῖο σῶμα ἀπὸ τὴν ἐμβρυϊκὴ ἡλικία, τὰ σπερμα­τοζωάρια διαρκῶς γεννῶνται καὶ σὲ κάθε ἐκσπερμά­τωση ὁ ἀριθμός τους ἀνέρ­χεται σὲ 100-200 ἑκα­τομ­μύ­ρια.
- Ὁ ἄνδρας παράγει σπερματο­ζωάρια μέχρι προχω­ρη­μένη ἡλικία, ἐνῶ ἡ γυναῖκα ἔχει καταναλώσει τὰ ὠάριά της περίπου 35 χρό­νια μετά τὴν ἔναρξη τῆς ἀναπαραγωγικῆς της δράσης.
- Ὁ ἄνδρας καθορίζει τὸ φύλο τοῦ παιδιοῦ, ἡ γυναῖκα κυοφορεῖ, δίνει ζωή, τίκτει καὶ θηλάζει. Αὐτὴ μεγαλώνει τὸ παιδί. Ἡ ἐννεάμηνη κύηση, ὁ θηλασμός, δημιουργοῦν βαθειὰ ἐσωτερικὴ σχέση μὲ τὴ μητέρα.
- Ὁ ἄνδρας φτάνει σὲ ὀργα­σμὸ πολὺ εὔκολα καὶ σύντομα, ἐνῶ ἡ γυναῖκα θέλει πολλαπλάσιο χρόνο.
- Τὸ κάλλος, ἡ χάρη εἶναι χαρακτη­ριστικὰ τῆς γυναικείας φύ­σεως γιὰ νὰ ἑλκύει. Ἡ φορὰ ἕλξης εἶναι ἀπὸ τὸν ἄνδρα πρὸς τὴ γυναῖκα.
- Ἀντίστοιχα διαφορο­ποιημένα χαρα­κτη­ριστικὰ πα­ρου­σιάζουν καὶ οἱ ὁρμόνες τῶν δύο φύλων [11].


Ὅλα τὰ παραπάνω ἰδιώματα τῶν δύο φύλων ἔχουν τὸν λόγο τους καὶ φυσικὰ διαμορφώνουν ἀνάλογα καὶ τὴν προσωπικότητα καὶ γενι­κὰ τὴν ψυχολογία τῶν φύλων. Ἔτσι, γιὰ παρά­δειγμα, ὑπάρχει διαφορε­τικὴ σχέση μὲ τὸν χρόνο, ἔτσι ἐξη­γεῖται τὸ ὅτι ἡ γυναικεία φύση χαρα­κτηρίζεται ἀπὸ ὑπο­μονὴ καὶ ἀντοχή, ἐνῶ ἡ ἀνδρικὴ ἀπὸ ὁρμὴ καὶ δύνα­μη, λειτουργεῖ δὲ δια­φορετικὰ τὸ συναί­σθημα καὶ ἡ λογική. Οἱ γυναῖκες εἶναι πιὸ εὐαίσθητες καὶ εὐσυγκίνη­τες, πιὸ ἐπιρρεπεῖς σὲ ἀδυναμίες τοῦ συναισθήματος, ἀλλὰ καὶ πιὸ εὔκολες σὲ ἀρετές, ὅπως ἡ πίστη, τὸ φιλότιμο, ἡ ἀφοσίωση, ἡ διά­θεση προσ­φορᾶς καὶ θυσίας. Τὰ δύο φύλα ἔχουν καὶ ψυχολογία συμπλη­ρωματική.


Κατόπιν ὅλων αὐτῶν θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ταυτότητα τοῦ φύλου ἔχει ἀναφαίρετη βιολογικὴ βάση καὶ στηρίζεται στὴ βιο­γενετική διαφορετικό­τητα καὶ κυρίως στὴ συμπληρωματικότητα τῶν δύο φύλων, ὑπακούει στὴ γενικὴ Ἀρχὴ τῆς Συμπληρωματικότητας (Complimentarity Principle), ἡ ὁποία συγκροτεῖ τὸν φυσικὸ κόσμο (ἄτομα, μόρια, ὕλη), καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὰ ἑτερώνυμα ἕλκονται καὶ τὰ ὁμώνυμα ἀπω­θοῦνται. Ἡ ταυτότητα τοῦ φύλου δὲν εἶναι ἐπιλέξιμη∙ εἶναι δεδομένη.


Ἐρωτικὴ ἕλξη, σεξουαλικὴ ἐπιθυμία
Γιὰ νὰ μπορέσει νὰ γίνει ἡ ἕνωση τῶν σωμάτων πρέπει νὰ προηγηθεῖ ἀμοιβαία ἕλξη τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τῶν ἀνθρώπων, ὁ ἕνας νὰ ἐπιθυμήσει τὸν ἄλλον, νὰ κινηθεῖ πρὸς αὐτόν. Αὐτὴ ἡ κίνηση τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸν ἄλλον εἶναι ἡ ἐρωτικὴ ἕλξη, ἡ ὁποία προκαλεῖ τὴ σεξου­αλικὴ ἐπιθυμία καὶ ἡ ὁποία προφα­νῶς καὶ ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχο­σωματικὸς θὰ πρέπει νὰ ἐναρμο­νίζεται μὲ τὴ βιολογικὴ ταυτό­τητα τοῦ καθενὸς ἀπὸ τοὺς δύο. Μία σχέση στὴν ὁποία ἡ ψυχὴ δὲν βρίσκεται σὲ ἁρμονία μὲ τὸ σῶμα, προξενεῖ ρήγμα στὴν προσωπι­κότητα, ἀσάφεια καὶ διχασμὸ ταυτότητας καὶ βέβαια εἶναι μὴ κατὰ φύσιν καὶ μὴ ἐπιθυμητή.


Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι δὲν ὑπάρχουν σε­ξουαλικὰ ὄργα­να, ἀλλὰ μόνον ἀναπα­ραγωγικὰ ὄργανα καὶ σεξου­αλικὰ αἰσθη­τήρια, αἰσθητῆρες, σημεῖα διεγέρ­σεως, ὅπως δὲν ὑπάρχουν γευστικὰ ὄργανα ἀλλὰ πεπτικὰ ὄργανα καὶ γευστικὰ αἰσθη­τήρια. Ὅπως ὁ σκοπὸς δὲν εἶναι ἡ γεύση ἀλλὰ ἡ πέψη, ἔτσι καὶ ἡ σεξουαλικὴ ἕλξη δὲν μπορεῖ νὰ αὐτο­νομηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀναπαραγωγικὴ προοπτικὴ τοῦ ὀργανισμοῦ. Ἡ σεξουα­λι­κὴ ἡδονὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ αὐτο­σκοπό, δὲν εἶναι αὐτόνομη, συνυπάρ­χει μὲ τὴν εὐθύνη τῆς νέας ζωῆς καὶ μάλιστα στὸ προ­στατευτικὸ πλαίσιο μιᾶς οἰκογένειας. Τὰ παιδιὰ δὲν γεννιοῦνται καὶ ἐγκα­ταλείπονται στὴν τύχη τους, ἀλλὰ προστα­τεύονται μέσα στὸ περι­βάλλον τῆς οἰκογέ­νειας. Αὐτὸ ὁδηγεῖ στὸν θεσμὸ τοῦ γάμου. Γάμος δὲν εἶναι ἱκανοποίηση τῆς ἀνάγκης γιὰ συντρο­φικότητα, ἀλλὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εὐθύνη, εἶναι «ἔννομος συζυγία καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς παιδοποιΐα». Συνε­πῶς ἡ ἐρωτικὴ σχέση δὲν νο­εῖται ἐκτὸς τοῦ γάμου, ὁ δὲ γάμος εἶναι ὑπο­χρεω­τικὰ ἑτεροφυλικός.


Ἡ ταυτότητα τοῦ φύλου ὁρίζεται ἀπὸ βιολογικοὺς παράγοντες, τὴν ἀνατομία, τὴ φυσιο­λογία, τὸ γενετικὸ ἀποτύπωμα, τὶς ὁρμόνες, τοῦ ἀτόμου ὄχι ἀπὸ τὴ σεξουαλικὴ τάση ἢ προσανατολισμό. Δὲν ὁρίζεται ἀπὸ ὀρέξεις, ἀπὸ τὸ τὶ νομίζω γιὰ τὸν ἑαυτό μου ἢ ἀπὸ τὸ πῶς νοιώθω, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ τί τελικὰ εἶμαι. Μπορεῖ νὰ νοιώθω ὑγιὴς ἢ πολὺ ἔξυπνος ἢ λογικὸς καὶ βέβαια νὰ μὴν εἶμαι. Ἡ ταυτότητα ὁρίζεται ἀπὸ ἀντι­κειμενικὰ κριτήρια. Οὔτε ἕνα φυσιολογικὸ ἄτομο μπορεῖ νὰ ἔχει πολλά φύλα, ἐνδε­χομένως ἀμοι­βαίως ἀντικρου­όμενα: βιο­λογικό, συναισθη­ματικό, κοινωνικό.


Τελικῶς, ὅπως γράφει καὶ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυ­πά­κτου κ. Ἱερόθεος «ἡ πραγματικότητα εἶναι ὅτι ὑπάρχουν μόνο δύο φύλα ἀπὸ βιολογικῆς πλευρᾶς καὶ πολλοὶ «σεξουαλικοὶ προσανατο­λι­σμοί», ὅσα εἶναι καὶ τὰ πάθη τῶν ἀνθρώπων».


ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΓΑΜΟΣ - ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ
Ἡ χρήση τοῦ σώματος πρέπει νὰ ὁδηγεῖ στὸν ἁγιασμό, καθὼς ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται ψυχοσωματικά. Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Δοξά­σατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ» [12], εἰς δὲ τὴν θεία λειτουργία προσευχόμαστε γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων[13]. Μὲ ἄλλα λόγια, καθὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλα­σμένος «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» καὶ ἔχει δεχθεῖ τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ, ὅλος, σῶμα καὶ ψυχή, σῶμα καὶ πνεῦμα, εἶναι ἱερός, ἐπειδὴ δὲ «τὸ σῶμα ἡμῶν ναὸς τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματος ἐστὶ» [14] καὶ «τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν» [15], ἡ κάθε ἕνωση τῶν σωμάτων πρέπει νὰ ἀντα­νακλᾶ αὐτὴν τὴν ἱερότητα.


Στὴν ἀντίληψη τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸ ποὺ λέγεται γιὰ τοὺς συζύ­γους ὅτι «ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» [16] σημαίνει καὶ «εἰς ψυχὴν μίαν», ὄχι δύο ψυχὲς κολλημένες μεταξύ τους, ἀλλὰ μία ψυχὴ ἀνα­γεν­νημένη, ποὺ προ­έρχεται ἀπὸ δύο «ἀλλοιούμενες» πρὸς τὸ ἀγαθό∙ δύο ἄνθρωποι ἁγιαζό­μενοι, «σύμψυχοι, τὸ ἓν φρονοῦντες», «μιᾶ ψυχῇ συνα­θλοῦντες» [17]. Ἡ συζυγικὴ ἀγά­πη εἶναι ὅπως ἡ γονιμοποίηση, τὰ γενε­τικὰ κύτταρα ἑνώνονται χωρὶς νὰ μπο­ροῦν νὰ ξαναχωρισθοῦν, καὶ δημιουργοῦν κάτι ἐντελῶς νέο μὲ τὰ χαρα­κτη­ριστικὰ τῶν ἀρχικῶν. Αὐτὴ ἡ προοπτικὴ καθιστᾶ τὴν ἕνωση μυστήριο.


Ἡ φυσικὴ ἕλξη δόθηκε γιὰ νὰ ἑνώνει δύο ἀνθρώπους. Ὁ φυσικὸς νόμος ὑπάρχει γιὰ νὰ συγκροτεῖ, νὰ ἑνώνει, νὰ ἐναρμονίζει ψυχοσω­ματικὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἐκτροπὴ ἐκ τῆς φυσικῆς ὁδοῦ, ἀντὶ νὰ ἑνώνει τοὺς δύο, διχάζει ἀμφοτέρους. Καὶ ἀντὶ νὰ γίνουν «οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν», ὁ καθένας διχάζεται στὰ δύο, ὄντας ὁ ἄνδρας μὲ ἀνδρικὰ βιολογικὰ ἰδιώματα καὶ θηλυ­κὴ ἐπιθυμία καὶ ἀντι­στοίχως ἡ γυναῖκα.


Γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γάμος εἶναι ἡ συζυγία, ὄχι ἡ συντροφι­κότητα, εἶναι ἡ εὐθύνη, ὄχι ἡ ἀπόλαυση∙ εἶναι ἐγκρατὴς συνεύρεση, ὄχι ἐγωι­στικὴ συμπάθεια∙ εἶναι ζωὴ καὶ ἁγιασμός, εἶναι ἀδιά­ζευκτη ἕνωση, ἡ δὲ ἕνωση εἶναι θυσιαστικὴ τοῦ ἐγὼ κένωση, εἶναι ἀγάπη ποὺ «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει», ἀγάπη ποὺ «οὐδέποτε ἐκπίπτει» [18] . Ὁ πρῶτος καὶ ἀπαραίτητος ὅρος γιὰ νὰ γίνει μία σχέση γάμος εἶναι ἡ δυνα­τότητα φυσιο­λογικῆς σωματικῆς ἕνωσης. Γιὰ νὰ γίνει καὶ μυστήριο πρέπει νὰ ὑπάρχει καὶ ἀγαπητικὴ ἐν Κυρίῳ κένωσις. Μόνον ἔτσι, ὁ γάμος εἶναι «μυ­στήριο μέγα εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλη­σίαν» [19] , καὶ κατὰ τὸν Ἅγιο Γρη­γόριο τὸν Θεολόγο, «πατὴρ ἁγίων» [20], ἡ δὲ οἰκογένεια «κατ’ οἶκον ἐκκλησία»[21].


Σὲ ὅλα τὰ παραπάνω εἶναι ἐμφανὲς ὅτι γάμος σημαίνει ἕνωση ἄνδρα καὶ γυναίκας, ποὺ σαφῶς διακρίνονται μεταξύ τους κατὰ τὸ φύλο καὶ εἶναι ἀμφότεροι πλασμένοι «κατ’ εἰκόνα τῆς Τριαδικῆς θεό­τητος καὶ καθ’ ὁμοίωσιν»[22].


Ὡς ἐκ τούτου, οἱ ὅροι «οἰκογένεια» καὶ «γάμος» εἶναι μοναδικοί. Περιγράφουν κάτι ἐξόχως ἱερό, τὸ ὁποῖο μὲ κανέναν τρόπο δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἀλλοιωθεῖ καὶ νὰ προκληθεῖ σύγχυση περὶ τοῦ περιεχο­μένου του.


ΕΚΤΡΟΠΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ
Στὸν ἀντίποδα τοῦ ἁγιαστικοῦ στόχου ὑπάρχει ἡ ὑποδούλωση στὰ πάθη, ἡ ἀποϊεροποίηση τῆς σχέσης, ἡ ἐκτροπὴ τῆς σεξουαλικῆς ζωῆς καὶ ἀσέβεια στὴ φύση.
Χαρακτηριστικά, ὁ Παῦλος στὴν Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή [23],


(α) ἐνῶ ἀπαριθμεῖ δι’ ἁπλῆς ἀναφορᾶς ποικίλες ἐμπα­θεῖς κατά­­στά­σεις [24], ὅταν ἀναφέρεται σὲ αὐτοὺς ποὺ «ἐξεκαύ­θησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημο­σύνην κατεργα­ζό­μενοι» εἶναι ἀνα­λυτικός, ἡ δὲ γλῶσσα ποὺ χρησιμοποιεῖ εἶναι σκληρὴ καὶ ἀφοριστική.


(β) Κάνοντας σαφῆ ἀναφορὰ στὴν παρὰ φύσιν συνάφεια ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου, τὴν χαρακτηρίζει μὲ βαρεῖς ὅρους, ὅπως «ἀσχη­μοσύνη» (α΄ 27), «ἀκαθαρσία» (α΄ 24) καὶ «ἀτιμία» (α΄ 26), δηλαδὴ ἀπώ­λεια τῆς δόξας καὶ τιμῆς τοῦ σώματος καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου [25].


(γ) Δὲν καταδικάζει μόνο τὴν πράξη ὡς ἁμαρτία, ἀλλὰ ἀναφέ­ρεται κυρίως στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὴν διαπράττουν, χωρὶς κανένα ἐλα­­φρυ­ντικό, λέγοντας «ὅτι ἀρσενο­κοῖται βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονο­μήσου­σιν»[26] καὶ ὅτι · «οἱ τὰ τοιαῦτα πράσ­σοντες ἄξιοι θανάτου εἰσί» (στ. 32).


(δ) Θεωρεῖ ὅτι «ἡ μετάλλαξις τῆς φυσικῆς χρήσεως εἰς τὴν παρὰ φύσιν» σχέση (α΄ 26) εἶναι συνέπεια «τῆς μετάλλαξης τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει» (α΄ 25) καὶ τῆς ἐκτροπῆς ἐκ τῆς πίστεως στὸν ἀλη­θινὸ Θεό, «οὐχ ὡς Θεὸν ἐδό­ξασαν» (α΄ 21), ὅπως καὶ σκοτισμένης καὶ ἀσύνετης καρ­διᾶς, «ἀλλ’ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύ­νετος αὐτῶν καρδία» (α΄ 21). Ἡ μὴ κατὰ φύσιν συνουσία ἀποτελεῖ ἠθικὴ ἔκπτωση καὶ εἶναι συνέπεια τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὸν Θεό, τῆς ἀπόρριψης τῆς ἀληθείας Του [27].


(ε) Ἡ σχέση μὲ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ διαρρηγνύεται σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ὁ Θεὸς τοὺς ἐγκαταλείπει, τοὺς «παραδίδει» ὁ Ἴδιος «εἰς ἀκαθαρ­σίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν ἐν αὐτοῖς», (α΄ 24), «εἰς πάθη ἀτιμίας» (α΄ 26) καὶ «εἰς ἀδόκιμον νοῦν ποιεῖν τὰ μὴ καθή­κοντα» (α΄ 28).


(στ) Τέλος, ἡ κατὰ φύσιν συνάφεια, ὀνομάζεται «χρῆσις», ποὺ σημαί­νει ὅτι ἡ συνεύρεση σκοπὸ ἔχει τὴν ἀξιοποίηση τῆς φυσικῆς λει­τουργίας καὶ ὄχι τὴν ἱκανοποίηση τῆς ἡδονίζουσας ἐπιθυμίας. Ἡ ἡδονὴ ὑπηρε­τεῖ τὴν «χρῆσιν» καὶ ἐπισφραγίζει τὴν ἀγάπη. Ἀγαπῶ ὅμως δὲν σημαίνει συμπα­θῶ, ἀλλὰ προσφέρομαι, δίνω ὅ,τι ἔχω, τὸν ἑαυτό μου, δὲν κρατάω τίποτα γιὰ μένα, αὐτὸ εἶναι κένωση∙ καὶ λαμβάνω ὅ,τι μοῦ προσφέρεται ὡς ἀντίστοιχη κενωτικὴ ἀνταπόκριση, ὄχι ὡς ἀνταπό­δομα. Εἶναι σὰν νὰ ἀδειάζω ἀπὸ τὸ αἷμα μου καὶ νὰ γεμίζω μὲ τὸ αἷμα τοῦ ἄλλου.


Ἀνάλογα προσεγγίζει τὸ θέμα καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, καθὼς ὑπο­μνηματίζει τὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴ τοῦ Παύλου, θεω­ρῶντας τὴν παρὰ φύσιν σχέση ὡς τὴ μεγαλύτερη ἁμαρτία. Ἡ κατὰ φύσιν ἕνωση γεννᾶ ζωὴ καὶ γιὰ τοὺς ἴδιους καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους. Σχετικὴ μελέτη ἔχει γράψει ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μάνης κ. Χρυσό­στομος [28], στὴν ὁποία γιὰ ἐξοι­κονόμηση χρόνου παραπέμπω, χωρὶς νὰ σχολιάσω περαιτέρω τὸ θέμα.


Τελικά, αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται στὴ σύγχρονη κοινωνία δικαίωμα, ἀγά­πη, προσα­να­τολισμός, ταυτότητα, ὑπερηφάνεια, αὐτὸ τὸ ἴδιο χαρα­κτη­ρίζεται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ἀτιμία, ἀσχημοσύνη, ἀκαθαρσία, μὴ καθῆκον, ἀπὸ δὲ τὸν Χρυσόστομο μανία, ὕβρις, ἀλλόκοτη λύσσα [29]. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴ φύση προσβάλλει τὸν πυρῆνα τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, δὲν μποροῦμε νὰ ἰσχυρισθοῦμε, ὅτι οἱ θέσεις αὐτὲς ἀντανακλοῦν τὶς ἠθικὲς ἀντιλήψεις τῆς τότε ἐποχῆς καὶ συνεπῶς θὰ μποροῦσαν νὰ παραθεωρηθοῦν.


Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος «κατ’ εἰκόνα τοῦ Τριδικοῦ Θεοῦ καὶ καθ’ ὁμοίωσιν». Αὐτὴ ἡ εἰκόνα ἔχει ἀλλοιωθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «ἡ ἀνάστασις τῆς πρὶν πεσούσης εἰκόνος», δηλαδὴ ἡ ἀνάδειξη τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας, τιμῆς καὶ δόξης. Ἀναφαίρετο στοι­χεῖο σὲ αὐτὴν τὴν πορεία εἶναι ἡ ἠθικὴ κάθαρση ποὺ κατορθώνεται μὲ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν, ἡ ὁποία ἀναπόφευκτα περνάει ἀπὸ τὸν σεβασμὸ στοὺς φυσικοὺς ὅρους, στὴ φυσιολογία.


Ἐπίσης, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχοσωματικός, οἱ ψυχικὲς λειτουρ­γίες πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ ἐναρμονίζονται μὲ τὴ φυσιολογία τοῦ σώματος. Κάθε παρέκκλιση ἀπὸ αὐτὸν τὸν κανόνα ἀποτελεῖ ἀσθένεια καὶ διαταραχὴ ποὺ πρέπει νὰ θεραπευθεῖ. Γι’ αὐτὸ ὑπάρχει ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ γνώση. Ἐὰν δὲ εἶναι ἑκουσίως προκλητή, τότε ἀποτελεῖ ἁμαρτία καὶ διαστροφή. Γι’ αὐτὸ ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία. Ἡ ρήξη τῆς ἁρμονικῆς σχέσης ψυχῆς καὶ σώματος, ὡς ἀποτέλεσμα ἐπιλεγμένης παρέμ­βασης ἀποσκοπεῖ στὴν ἀλλοίωση τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας καὶ ἀποτελεῖ βεβήλωση τῆς ἴδιας τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ Ἐκκλησία διὰ στόματος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τὴν θεωρεῖ ἁμαρτία, ὅσο καὶ ἂν ὅλως ἀσύνετα τὴν ἀμνηστεύουν τὰ σημερινὰ ὑπουργικὰ στόματα. Ὅπως πολὺ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ Μακαριώ­τατος Ἀρχιεπί­σκοπος Ἀλβανίας Ἀνα­στά­σιος, «τὸ παρὰ φύσιν δὲν καθίστα­ται κατὰ φύσιν μὲ νομικὲς διατά­ξεις» καὶ συμπληρώνουμε ἐμεῖς∙ καὶ ἡ ἁμαρτία δὲν ἀμνη­στεύεται αὐθαιρέ­τως μὲ ἀνεύθυνες ὑπουργικὲς δηλώσεις.


ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΥ ΝΟΜΟΥ
Τὸ φαινόμενο τῆς νομικῆς θεσμοθέτησης τοῦ γάμου μεταξὺ δύο ἀτό­μων τοῦ ἰδίου φύλου, δὲν ἔχει ρίζες στὴν ἱστορία, σὲ κανένα πολι­τισμὸ καὶ σὲ καμμία θρησκεία, πουθενὰ δὲν τὸ συναντοῦμε. Ποτὲ ἡ ὁμοφυλοφιλικὴ συμβίωση δὲν χαρακτηρίσθηκε ὡς οἰκογένεια. Οἱ κοινωνίες ὅμως λειτούρ­γη­σαν, προχώρησαν, ἀναπτύχθηκαν, ἐξελί­χθηκαν, δημιούργησαν πολιτι­σμό. Τὸ ἐπιχειρούμενο πείραμα, ἀντὶ νὰ λύσει προβλήματα, θὰ γεννήσει καὶ θὰ τὰ πολλαπλασιάσει.


(α) Τυχὸν ψήφιση τοῦ νόμου θὰ δημιουργήσει σύγχυση μεταξὺ τοῦ τὶ εἶναι φυσικὸ καὶ τὶ ὄχι, τὶ ἠθικὸ καὶ τὶ ἁμαρτία, τὶ οἰκογένεια καὶ τὶ συμβιω­τικὴ ὁμάδα. Ἡ ἀλλοίωση τῶν κοινωνικῶν ἠθῶν, ὁ ἐθισμὸς στὸ ἑλκυστικὸ παράξενο καὶ ἀφύσικο, ἡ δημιουργία νέων στερεο­τύ­πων, ὁδηγοῦν σὲ μιὰ νέα δῆθεν ἠθικὴ ποὺ ἀντιβαίνει πλήρως στὴν ἠθικὴ τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς ἱστο­ρίας, τῆς ἑλληνικῆς παράδοσής μας.


(β) Ἡ ὁμοφυλοφιλία ὡς ἰσότιμη νομικὰ πρὸς τὴν ἑτεροφυλία ἐμφα­νίζεται ὡς ἐναλλακτικὴ πρόταση ζωῆς στὰ νέα κυρίως ἄτομα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐπιπλέον δημιουργεῖ σύγχυση ἀνάμεσα στὸ τὶ εἶναι κάποιος/α, στὸ πῶς νοιώθει καὶ στὸ τὶ μπορεῖ νὰ γίνει. Ἐὰν ἡ ταυτότητα τοῦ ἀτόμου εἶναι ἐπι­λέξιμη, τότε μπορεῖ νὰ δοκιμάσει, νὰ πειραμα­τισθεῖ, μὲ πιθανότατα ἀθερά­πευτες συνέπειες. Ἡ ἀνθρώπινη ὀντο­λογία μεταλλάσσεται καταστρο­φικά, ἀποκτᾶ προοπτικὴ ὑπαρκτικοῦ θανάτου. Καὶ ὅλα αὐτὰ μὲ τὴν ἀπόλυτη εὐθύνη τῆς Κυβέρνησης.


(γ) Τὸ πρόβλημα γίνεται ἰδιαζόντως μεγάλο ὅταν μέσω τῆς ἐκπαί­δευσης καὶ τῆς σχετικῆς νομοθέτησης ἐπιβάλλεται στὰ παιδιὰ μιὰ ἀγωγὴ σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία παρουσιάζεται τὸ ἀφύσικο καὶ ὁπωσδήποτε μὴ ἐπιστημονικὰ τεκμηριωμένο καὶ ἐμπειρικὰ ἀποδε­δειγμένο ὡς φυσικὸ καὶ κυρίως ὡς προοδευτικό, σύγχρονο, ἀπελευ­θερωτικὸ καὶ φυσικὰ ὡς ἐπιλέ­ξιμο καὶ ἐπιθυμητό [30].


(δ) Ὅταν αὐτὸς ὁ τύπος ζωῆς καὶ οἰκογένειας προβάλλεται ὡς κάτι σύγχρονο, εὔκολα μπορεῖ νὰ γίνει μόδα καὶ ἀντὶ νὰ βοηθήσει κάποιους λίγους ποὺ βρίσκονται σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση, νὰ πολλα­πλα­σιάσει ἐπι­κίν­δυνα τὴν παρέκκλιση ἀπὸ τὴ φυσικὴ ὁδὸ καὶ ἐκτροπή. Ἡ λάθος εἰκόνα δημιουργεῖ ἀσθένεια, ἡ ὁποία μεταδίδεται ταχύτατα, δεδομένου ὅτι τὰ ἄτομα αὐτὰ ἔχουν τὴν τάση νὰ προβάλ­λουν τὸν τύπο τῆς ζωῆς τους ὡς πρότυπο δῆθεν ἀπελευθέρωσης, νὰ παρελαύνουν καμαρωτὰ καὶ μὲ ὑπερη­φάνεια καὶ ἔτσι νὰ δημι­ουργοῦν ἐθισμὸ καὶ ἐξοικείωση, μεταμορφώνοντας τὸ φαινόμενο σὲ κατάστα­ση, κάτω ἀπὸ τὰ χαμόγελα καὶ τὰ χειροκροτήματα τῶν ἀπερισκέπτως νομο­θετούντων.


(ε) Ὅπως πάλι ὑποστηρίζει ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος, «ἡ διαιώνιση τῆς ἀνθρωπότητας ἔχει στηρι­χθεῖ στὴν ὕπαρξη δύο φύλων καὶ στὴν ἕνωσή τους. Ἀντίθετα, ἕνας τέτοιος νόμος προσβάλλει τὴ δημιουργία… Δὲν ἀποτελεῖ κοινωνικὴ πρόοδο ἀλλὰ σύγκρουση μὲ τὴ φυσικὴ τάξη, κατήφορο» (21.1.2024).


(στ) Ἡ πιθανότητα ἀφοῦ ψηφισθεῖ ὁ νόμος ὡς προτείνεται ἀργότερα νὰ συμπεριλάβει καὶ τὴν προσφυγὴ σὲ δυνατότητες ποὺ παρέχουν οἱ σύγχρο­νες ἀναπαραγωγικὲς τεχνικές, ὅπως ἡ χρήση παρέν­θετης μητρότητας, ὡς παρατηρεῖ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπο­λίτης Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιος, ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα σὲ «σκανδαλώδη ὑποτίμηση τῆς γυναίκας ὡς ἐργα­λείου τεκνο­ποιίας, στερημένης τοῦ μητρικοῦ της ρόλου καὶ τῆς συμμε­τοχῆς της σὲ μιὰ ὁλοκληρωμένη οἰκογένεια. Ἀφαιρεῖ δικαιώματα καὶ ὑποτιμᾶ τὴν ἀξία της».


(ζ) Ὁ γάμος δὲν εἶναι δικαίωμα. Εἶναι θεσμός. Τὸν προστατεύει τὸ Σύνταγμα ἐπειδὴ συντηρεῖ, ἀναπαράγει καὶ προάγει τὸ Ἔθνος. Ἀντίθετα, ἡ προπαγάνδα περὶ δικαιωμάτων καὶ ἰσότητος τῶν ὁμοφυ­λοφίλων στὸν γάμο καὶ ἡ τυχὸν ψήφιση τοῦ νομοσχεδίου ὑπονο­μεύει τὸ Ἔθνος καὶ ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴν λειτουργεῖ ἀντεθνικά. Οἱ δημογραφικὲς συνέπειες ἑνὸς τέτοιου νόμου φαντάζουν τρομακτικές, ἰδίως μάλιστα σὲ μιὰ χρονικὴ συγκυρία σὰν τὴν παροῦσα, ὅπου τὸ δημογραφικὸ πρόβλημα ἀποτελεῖ τὸν μεγαλύτερο κίν­δυνο καὶ χαρα­κτηρίζεται ὡς ἐφιάλτης, μάλιστα καὶ ἀπὸ ἐπίσημα βουλευτικὰ χείλη, τοῦ πρ. ὑπουργοῦ κ. Τάκη Θεοδωρικάκου [31].


Τελικά, ἡ νομιμοποίηση τοῦ γάμου μεταξὺ ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου, στὴν οὐσία καταστρέφει τὰ ὁμοφυλόφιλα ἄτομα, δημιουργεῖ σύγχυση στὰ φυσιολογικά, διχάζει τὴν κοινωνία, προσβάλλει τὴ φύση. Ἐπιπλέον, ὁ θεσμὸς τῆς οἰκογέ­νειας ἀπαξιώνεται, οἱ ἠθικὲς ἀξίες ἐκφυ­λίζονται, ὁ ἄνθρωπος εὐτελίζεται, ἡ δημογραφικὴ ἀπειλὴ κορυ­φώ­νεται, ἡ πίστη στὸν Θεὸ κλονίζεται, ἡ νέα γενιὰ αὐτοαμφισβητεῖται, ὁ πολιτισμὸς ὅπως τὸν γνωρί­ζουμε καταστρέφεται. Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ἀντιδράσει ἡ Ἐκκλησία;


ΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Δὲν θὰ ἤθελα νὰ ἀσχοληθῶ στὴν παροῦσα ὁμιλία μὲ τὴ νομικὴ διάσταση τοῦ θέματος. Τὸ Ἐγκύκλιο Σημείωμα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τὰ σχόλια καὶ οἱ εὔστοχες ἀναλυτικὲς παρεμβάσεις τῶν ἀδελφῶν Μητρο­πο­λιτῶν Λαρίσης, Πειραιῶς, Μάνης, καὶ Μεσσηνίας, ὅπως καὶ οἱ ἐπι­στημο­νικὲς δημο­σιεύσεις εἰδικῶν περὶ τὸ οἰκογενειακὸ καὶ ἀστικὸ δίκαιο νομικῶν, καθ. Ρόης Παντελίδου [32], καθ. Γεωργίου Γεωργιάδη [33], ἐναργῶς παρου­σιάζουν νομικὴ προσέγγιση ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλη­σία καὶ καταδεικνύουν μὲ σαφήνεια τὴ δυ­να­τότητα νομικῶν διεξόδων, προκειμένου νὰ ρυθμισθοῦν ζητήματα, χωρὶς τὴν κατ’ ἀνάγκην νομικὴ θεσμοθέτηση τοῦ γάμου μεταξὺ ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου.
Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ἡ ἀδυναμία ἐξευρέσεως νομικῶν ρυθμί­σεων, ἀλλὰ ἡ ἀνυπαρξία πολιτικῆς βουλήσεως.


ΓΕΝΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ – ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Α. Σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω, ὑπάρχει μία βασικὴ ἀρχὴ ποὺ ἔχει τέσσε­ρα μέρη ἀδιαπραγμάτευτης ἰσχύος. Τὰ φύλα:
1. Εἶναι μόνον δύο, δὲν ὑπάρχει κάτι ἄλλο διαφορετικὸ ἢ ἐνδιάμεσο, ὅπως ἐξυπονοεῖ ὁ ὅρος ΛΟΑΤΚΙ.
2. Εἶναι μεταξύ τους διαφορετικά, ποὺ σημαίνει ὅτι ὑπάρχει σαφὴς διάκριση ἀνάμεσα στὰ δύο φύλα, ἡ ὁποία καὶ πρέπει μὲ κάθε τρόπο νὰ διατηρεῖται. Ἡ ἀσάφεια δημιουργεῖ σύγχυση καὶ ἡ σύγχυση κρίση ταυτότητας.


3. Δὲν εἶναι μόνον διαφορετικά, ἀλλὰ εἶναι κυρίως συμπληρωματικά. Ἡ διαφορετικότητά τους δὲν ὑπάρχει ἁπλῶς γιὰ νὰ τὰ διακρίνει, ἀλλὰ ὄντας συμπληρωματικά, ὑπάρχει κυρίως γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ τὴν ἕνωσή τους. Ἡ σωματικὴ ἕνωση ἔχει διπλὸ σκοπό∙ τὴν ἀναπαραγωγὴ τῆς ζωῆς καὶ τὴν ψυχοσωματικὴ ὁλοκλήρωση τοῦ ἀγαπητικοῦ συνδέσμου. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, δὲν ἀποτελεῖ πράξη ἀλλὰ ἱερὴ σχέση, ἡ ὁποία προφανῶς καὶ πρέπει νὰ εἶναι ψυχοσωματικά ἄρτια καὶ κατὰ φύσιν.


4. Ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς καὶ συνεπῶς ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη στηρίζεται στὴν ἑτεροφυλικότητα. Κάθε τι ποὺ ἀποδυναμώνει τὴ διάκριση τῶν φύλων εἶναι προσβολὴ τῆς ἱερότητας τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἀνθρώπου.


Β. Ἕνα ἐπιχείρημα ποὺ συχνὰ ἀκούγεται εἶναι ὅτι ἐφόσον μεταξὺ δύο ἀνθρώ­πων ὑπάρχει ἀγάπη, ἡ ἀγάπη αὐτὴ πρέπει νὰ ἐκφρασθεῖ καὶ συνεπῶς δικαιοῦνται νὰ συνάψουν σχέση γάμου, ἀκόμη καὶ δύο ἄτομα τοῦ ἰδίου φύλου, μιᾶς καὶ ὁ σκοπὸς τοῦ γάμου εἶναι ἡ διὰ τῆς ἀγάπης τελείωση. Εἶναι ὅμως ἡ ἐρωτικὴ ἕλξη ἐξ ὁρισμοῦ γνήσια ἀγάπη, μάλι­στα ἀνεξάρτητη τῶν φύλων;


Ἡ ἀγάπη ἔχει πολλὲς μορφές. Ἄλλη εἶναι ἡ ἀγάπη μεταξὺ ἀδελ­φῶν, ἄλλη μεταξὺ γνωστῶν καὶ φίλων, ἄλλη τῶν γονέων πρὸς τὰ τέκνα καὶ ἀντιστρόφως, ἄλλη ἡ ἀγάπη πρὸς ὅλους, ἀκόμη καὶ πρὸς τοὺς ἐχθρούς, ποὺ ἀναφέρει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ φυσικὴ σχέση στὶς παρα­πάνω πε­ρι­­πτώσεις μπορεῖ νὰ περιλαμ­βάνει σωματικὲς ἐκδηλώσεις ἁπλῆς ἐπα­φῆς (ἐναγκα­λι­σμοὺς καὶ διακρι­τικοὺς ἀσπα­­σμούς), ἀλλὰ εἶναι ἐλεύθε­ρη ἀπὸ σεξου­αλικὲς ἐξάρσεις καὶ κινήσεις ἀμοιβαίας σωματικῆς ἑνώσεως. Δὲν ὁδηγεῖ σὲ γάμο. Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἡ ἀγά­πη, ἐνῶ ἐκθειάζεται ὡς μείζων τῶν ἀρετῶν καὶ χρησι­μο­ποιεῖται ὡς ρῆμα ἢ οὐσιαστικὸ 315 φορές, σὲ καμμία τῶν περιπτώσεων δὲν συν­δέεται μὲ τὸ ἐρωτικὸ αἴσθημα, τὸ ὁποῖο ἀποκαλεῖται «ἐπιθυμία» [34].


Ἡ ἰδιομορφία τῆς ἐρωτι­κῆς ἕλξης εἶναι ὅτι ἀναπόφευκτα συνο­δεύεται ἀπὸ σεξουαλικὴ ἐπιθυ­μία, ἡ ὁποία βέβαια χαρακτηρίζεται ἀπὸ παρορμητι­σμὸ καὶ ἡδο­νικὸ αἴσθη­μα καὶ συνεπῶς τὸ ἐνδεχόμενο ἡ ἀγάπη νὰ νοθεύεται ἀπὸ ἀνελευθερία καὶ ἰδιοτέλεια εἶναι ὁρατό. Ὡς ἐκ τούτου ἡ σεξουαλικὴ ἱκανοποίηση δὲν μπορεῖ νὰ ἀπο­τελεῖ αὐτο­σκοπό.


Αὐτὸ ἀντισταθμίζεται, ὅταν ὁ σκοπὸς τῆς ἑνώσεως εἶναι νὰ δώσει ζωὴ σὲ ὅλες της τὶς μορφὲς καὶ ὅταν τὰ πάντα γίνονται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη «…εἶναι ἡ ἐν Θεῷ κοινωνία τῶν ψυχῶν, ὅπως ἡ κοινωνία τῶν ἁγίων…» [35], εἶναι πάντοτε στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, σε­βόμενη ἀσφαλῶς τὰ ἔργα Του, κορύφωση τῶν ὁποίων εἶναι ὁ ἄνθρω­πος, ὅπως ὅμως Αὐτὸς τὸν δη­μι­ούργησε. Ἡ ἀγάπη προϋποθέτει σεβα­σμὸ τῆς ἀνθρώπινης ὀντολο­γίας, ὅτι «ὁ Θεὸς ἐποί­ησεν τὸν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίη­σεν αὐτούς» [36]. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ἡ Ἐκκλησία κατανοεῖ τὸν γάμο καὶ τὸν ἀναβιβάζει σὲ μυστή­ριο. Ὁ γάμος πρέπει νὰ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἀναπα­ράγει τὴ ζωή.


Ἐὰν ἴσχυε ὅτι ἡ ἐρωτικὴ ἕλξη εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν ἔκ­φραση τῆς ἀγάπης καὶ ὡς ἐκ τούτου δικαιολογεῖ κάθε σχέση, τότε θὰ μπο­ροῦσε νὰ δικαιο­λο­γηθεῖ καὶ ἡ εὔκολη ἐναλλαγὴ συντρόφων καὶ ἔμμεσα ἡ μοιχεία, σίγουρα δὲ ἡ πολυγαμία. Ὁ ἔρωτας δὲν εἶναι πάντοτε γνήσια ἀγάπη.


Γ. Ἡ Κυβέρνηση ὑποστηρίζει ὅτι ἀποτελεῖ εὐθύνη της νὰ ἐπι­λύσει προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζουν παιδιὰ τὰ ὁποῖα γεννιοῦ­νται ἐντὸς περι­βάλλοντος ὁμοφυλοφιλικῶν συμβιώσεων. Τὰ παιδιὰ ὅμως αὐτὰ εἶναι ἐλά­χιστα, προέκυψαν ἐκτὸς τῆς πατρίδος μας καὶ τὸ ὅλο πρόβλημα ἀφ’ ἑνὸς μὲν εἶναι εἰσαγόμενο, ἀφ’ ἑτέρου δὲ προκαλεῖ τεκτονικὲς ἀναστα­τώσεις στὴν κοινωνία μας, καθὼς ἔρχεται σὲ κάθετη ἀντίθεση μὲ τὸν πολιτισμό, τὴν κοινωνικὴ ἠθικὴ καὶ τὶς ἀρχές μας.


Δ. Τὸ πρόβλημα ἐμφανίζεται ἀρκετὰ δύσκολο, ὄχι ἐξ αἰτίας τῆς ἀντικειμενικὰ ὑφιστάμενης ἀνάγκης, ποὺ πρέπει κάπως νὰ ρυθμισθεῖ, ἀλλὰ λόγω τῆς ἔντονης φόρτισης ποὺ τὸ συνοδεύει. Ἡ Κυβέρνηση θέλει νὰ τὸ ἐπιβάλει μὲ κάθε τρόπο. Γι’ αὐτὸ καὶ μεθοδευμένα προ­βάλλει μία σχετικὴ ἰδεολογία ποὺ προφασίζεται καὶ ἠθικοὺς λόγους, ὅπως τὴν προάσπιση ἀτομι­κῶν δικαιωμάτων, τὰ ὁποῖα γίνονται διε­θνῶς ἀποδεκτά. Κάθε ἕνας ποὺ δὲν ἀποδέ­χεται τὴ μεθόδευση καὶ ἀντιδρᾶ στὴν ἐπιβολὴ τῶν μέτρων στιγματί­ζεται ὡς ἀντιδραστικός. Αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ παρουσιάζεται ἡ Κυβέρνηση ὡς ἠθικὰ εὐαίσθητη καὶ ἡ Ἐκκλησία ὡς ἐθελοτυφλοῦσα ἔναντι τῶν δῆθεν πιεστικῶν προβλημάτων τῶν δύστυχων αὐτῶν παιδιῶν.


Ε. Τελικά, ἀπευθυνόμαστε σὲ μία κοινωνία, κυρίως νέων, οἱ ὁποῖοι ἀντιδρῶντας ἔντονα στὰ παραδοσιακὰ στερεότυπα, τὰ ἔχουν ἀντικαταστή­σει μὲ ἄλλα στερεότυπα καὶ προκαταλήψεις ὑπὸ τὸ κά­λυμμα τῆς πολιτικῆς ὀρθότητας. Πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι δὲν μᾶς καταλαβαίνουν.


Αὐτό, παρὰ τὸ ὅτι δυσκολεύει τὴν ἐπικοινωνία μας, δὲν μᾶς ἐμπο­δίζει, ἀλλὰ μᾶς ἐπιβάλλει νὰ μιλήσουμε μὲ σωστὸ τρόπο, μὲ λογικὴ ἐπιχειρη­μα­τολογία, τεκμηριωμένα, μὲ κατανόηση, μὲ εὐγένεια, μὲ ἔμπνευση, μὲ πληρό­τητα χριστιανικοῦ ἤθους καὶ φρονήματος, ἀλλὰ καὶ μὲ μαχη­τικό­τητα. Ὁ λόγος μας ὡς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ εἶναι προ­φητικός, ἀνεξάρτητα ἀπὸ ἐὰν μᾶς ἀποδέχονται ἢ ὄχι. Οἱ προφῆτες δὲν εἰσακούσθηκαν, μᾶλλον ἐδιώχθη­σαν. Ὄμως ὅλοι ἐπιβεβαιώθηκαν.


ΣΤ. Πρόταση μας δὲν εἶναι νὰ ἐγκαταλειφθοῦν τὰ παιδιὰ στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ βρεθοῦν λύσεις ποὺ νὰ μὴν προσβάλλουν τὸν θεσμὸ τῆς οἰκογένειας καὶ τοῦ γάμου. Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ὅτι δὲν ὑπάρχουν λύσεις καὶ δυνατότητα νομικῶν ρυθμίσεων πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση, οὔτε καὶ ἡ ἔλλειψη ἐπιχειρημάτων ἀπὸ τὴν ἐκκλησια­στικὴ πλευρά. Τὸ πρόβλημα ἀνα­δεικνύεται καὶ μεγενθύνεται ἀπὸ τὴν ἔλλειψη πολιτικῆς βούλησης καὶ τὴν πληθώρα παραπλανητικων δικαι­ο­λογιῶν ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Κυβέρ­νησης.


Γιὰ παράδειγμα ἡ Κυβέρνηση ἐπιμένει στὴ λεγόμενη τεκνοθεσία αὐτῶν τῶν παιδιῶν. Εἶναι ὅμως τόσα λίγα τὰ παιδιὰ ὁμοφυλόφιλων καὶ πολὺ λιγότερα αὐτὰ ποὺ ἐνδεχομένως θὰ ὀρφανέψουν. Ἡ ἄποψη ποὺ ἐξέφρασε ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ὅτι τὰ παιδιὰ δὲν εἶναι «κατοικίδια ζῶα συντροφιᾶς» ἢ «ἀξεσουάρ» δὲν εἶναι ἀστεῖο λογοπαίγνιο. Σύμφωνα μὲ ἐπίσημα στοιχεῖα τοῦ Ὑπουργείου Ἐργασίας [37] τὸ 2021 ὑπῆρχαν 73 δια­θέσιμα παιδιὰ πρὸς υἱοθεσία καὶ ἐκκρεμοῦσαν 825 αἰτήσεις γιὰ υἱο­θεσία. Συνεπῶς δὲν ἔχουμε παιδιὰ γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν ὑπάρ­χουν οἰκο­γένειες νὰ τὰ υἱοθετήσουν. Δυστυ­χῶς, τὸ ἐπιχείρημα τῶν παιδιῶν τὰ ἐργαλειοποιεῖ καὶ ἐμποδίζει νὰ δια­κρίνουμε τὴν ἀλήθεια.


Ἐκτὸς τούτου, ὅπως ἀναφέρει ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσ­σηνίας κ. Χρυσόστομος «Τὰ ἑτερόφυλα ζευγάρια γιὰ νὰ υἱοθετή­σουν παιδὶ περνοῦν ἀπὸ ψυχολογικὴ εξέταση. Αὐτὸ δὲν σημαίνει κάτι; Δὲν βλέπουν ὅτι ἐπιστημονικὰ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει υἱοθεσία μεταξὺ ὁμόφυλων ζευγαριῶν; ἀφήνω τὸν κοινωνικὸ ἀντίκτυπο στὴν ἄκρη...».


Ζ. Τὸ πρόβλημα τῶν παιδιῶν ποὺ μεγαλώνουν σὲ τέτοιο περι­βάλλον εἶναι μεγαλύτερο ποὺ γεννήθηκαν ἀπὸ ὅταν καὶ ἂν ὀρφα­νεύσουν. Τοῦτο, διότι δὲν εἶναι ὅτι δὲν ἔχουν πατέρα ἢ μητέρα, ἀλλὰ ὅτι ἔχουν ἀντὶ γιὰ μητέρα πατέρα καὶ ἀντὶ γιὰ πατέρα μητέρα. Ἡ σύχ­γυση εἶναι προφανής. Ἡ μονο­γονεϊκὴ οἰκογένεια προκαλεῖ στέρηση ἀλλὰ ὄχι σύγχυση. Ἡ ὁμοφυλο­φιλικὴ προξενεῖ καὶ τὰ δύο.


Παρὰ ταῦτα, τὸ θέμα δὲν εἶναι τόσο ἡ τεκνοθεσία, ἀφοῦ πρὸς τὸ παρὸν ἀφορᾶ ἐλάχιστα παιδιά. Αὐτὰ δὲ ποὺ ἐνδεχομένως θὰ χάσουν τὴ φυσικὴ ἢ τὴ νόμιμη μητέρα τους καὶ πρέπει κάποιος νὰ τὰ ἀναδεχθεῖ εἶναι ἐλάχιστα.


Τὸ θέμα εἶναι κυρίως ὁ γάμος. Αὐτὸς θὰ αὐξήσει καὶ τὶς παρὰ φύσιν αὐτὲς σχέσεις, θὰ αὐξήσει τὰ ἄτομα ποὺ ἐμφανίζονται μὲ σύγχυση ταυτό­τητος φύλου καὶ θὰ αὐξήσει τὸν ἀριθμὸ τῶν δύστυχων αὐτῶν παιδιῶν ποὺ γεννιοῦνται κάτω ἀπὸ τέτοιες ἀφύσικες συνθῆκες. Μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ πρό­βλημα τῆς ὀρφάνιας, ὅτι τὸ παιδὶ θὰ χάσει τὸν βιολογικό του γονέα, εἶναι ὅτι μεγαλώνει ἀφύσικα μὲ δυὸ γονεῖς τοῦ ἴδιου φύλου. Πρέπει πάσῃ θυσίᾳ νὰ προληφοῦν οἱ γεννήσεις τέτοιων παιδιῶν. Καὶ ἀντὶ αὐτὸ νὰ ἐπιδιώξει ὁ νόμος, ἐπιτυγχάνει τὸ ἀντίθετο.


Η. Τελικά, ὑπάρχει τὸ ἑξῆς παράδοξο. Αὐτὸ ποὺ μέχρι τώρα γνω­ρίζαμε ἀπὸ τὴν Κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ ἦταν ἡ ἀπέχθεια πρὸς τὴν οἰκο­γένεια, τὸν γάμο, τὰ παιδιά, τοὺς θεσμούς, τὴν Ἐκκκλησία. Καὶ τώρα ζητοῦν τὴν προστασία τοῦ Κράτους γι’ αὐτὰ ποὺ ἡ ἰδεολογία καὶ ἡ πρακτική τους πολεμοῦσε. Δὲν τὰ ζητοῦν ἐπειδὴ ἄλλαξαν γνώμη, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ παρα­μορφώσουν κατὰ τὸ δοκοῦν. Καὶ ἡ Κυβέρνηση συναινεῖ καὶ ἐξαγγέλλει… τὸ θαῦμα! Ἡ κραυγὴ ἀπορίας τοῦ Ἀπο­στόλου Παύλου γιὰ τὴ συμπεριφορὰ τῶν Γαλατῶν, ἐκράζεται καὶ ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ τὴν ἀνεξήγητη ἐπιμονὴ καὶ στάση τῆς Κυβέρνησης: «Ὦ ἀνόητοι Γαλάται, τίς ὑμᾶς ἐβάσκανε τῇ ἀληθείᾳ μὴ πείθε­σθαι» [38]!


Θ. Ὁ Πρωθυπουργὸς ὁμολόγησε δημόσια ὅτι ἡ ψήφιση τοῦ νομο­σχεδίου ἐπαφίεται στὴ συνείδηση τῶν βουλευτῶν καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δὲν θέτει θέμα κομματικῆς πειθαρχίας. Θέμα συνείδησης ὅμως, σημαίνει ὅτι εἶναι ἀξιακὸ καὶ ἰδεολογικό. Στὴν πράξη αὐτὸ ποὺ βλέ­πουμε προκλη­τικῶς νὰ προτάσσεται τῆς ἠθικῆς συνείδησης εἶναι ἡ πολιτικὴ συνείδηση, δηλαδὴ ἡ ἀνάγκη διατήρησης τῆς ἑνότητας τῆς παράταξης. Ἂν εἶναι δυνατόν!


Γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὸ θέμα δὲν εἶναι ἡ προστασία τῆς δικῆς της τυπικῆς παράδοσης (ἔτσι ἔμαθε νὰ λέει καὶ νὰ κάνει), ἀλλὰ τῆς βαθειᾶς συνείδησης τῆς πίστεως. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν οὔτε πιέσεις ἄνωθεν ἀσκοῦνται στοὺς Μητροπολίτες, οὔτε ἐκκλη­σιαστικὴ πειθαρ­χία χρειάζεται, οὔτε διαρροὲς ὑπάρχουν, οὔτε ἡ ὁμοφωνία κινδυνεύει, οὔτε βέβαια ὀργανωμένα «φροντι­στήρια» γίνονται. Μακάρι τὰ μέλη τῆς Κυβέρνησης νὰ εἶχαν λίγη ἀπὸ τὴν ἐλευθερία συνεί­­δησης τῶν μελῶν τῆς Ἱεραρχίας μας! Πόσο διαφορετικὸ θὰ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα! Πόση διαφορετικὴ ἡ κοινωνία!


Τὸ ὅλο θέμα εἶναι θέμα κοινῆς λογικῆς καὶ προσωπικῆς καὶ κοινω­νικῆς ἠθικῆς. Ἐξ αὐτοῦ πηγάζει καὶ ἡ ποιμαντική μας εὐθύνη καὶ ἡ εὐθύνη τοῦ λόγου. Ἡ Ἐκλησία ἀσφαλῶς καὶ δὲν νομοθετεῖ. Οὔτε καὶ θὰ ἤθελε. Ἔχει τοὺς νόμους της καὶ εἶναι διαχρονικοί, αἰώνιοι καὶ θεόσδοτοι. Δὲν νομοθετεῖ, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν φέρει εὐθύνη. Φέρει ὅμως βαρύτατη εὐθύνη μόνον ἐὰν σιωπήσει. Καὶ δὲν πρέπει νὰ τὸ κάνει. Πρέπει νὰ φωνάξει καὶ δυνατά.


Ι. Ὅπως ὑπαινίχθην προηγουμένως, ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας παρου­σιάζεται ὡς ἀφιλάνθρωπη καὶ ἀνάλγητη ἔναντι τῶν δῆθεν πιεστι­κῶν προ­βλη­μάτων τῶν δύστυχων αὐτῶν ὁμάδων καὶ ὡς ἐντελῶς ἀσυνεπὴς ἔναντι τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας της περὶ ἀγάπης.


Παίρνω ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν κατακλεῖδα τῆς ὑπέροχης, ἐμπερι­στατωμένης, συστηματικῆς καὶ περιεκτικῆς παρέμβασης τοῦ Σεβα­σμιω­τάτου Μητροπολίτου Γουμενίσσης κ. Δημητρίου, ποὺ βιωμα­τικὰ ἐκφράζει τὸ πῶς ζεῖ ἡ Ἐκκλησία τὴν πρόκληση τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν ἁμαρτάνοντα καὶ τοῦ μίσους ἔναντι τῆς ἁμαρτίας, τὸ ὁποῖο καὶ παραθέτω:


«Ἡ Ἐκκλησία ΑΠΟΔΕΧΕΤΑΙ τοὺς μετανοιωμένους γιὰ κάθε πάθος, γιὰ κάθε πτώση. ΔΕΝ στιγματίζει. ΔΕΝ στοχοποιεῖ. ΔΕΝ καταδικάζει. ΟΜΩΣ, ΔΕΝ συμβιβάζεται μὲ τὴν παθολογία. Υἱοθετεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν προοπτικὴ τῆς μετάνοιας, τῆς ὀντολογικῆς φυσικότητας καὶ κυρίως τῆς σωτηρίας. ΔΕΝ υἱοθετεῖ τὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ συμβιβασμὸς θὰ ἦταν σὰν ὁ γιατρὸς νὰ ὀνοματίσει τὸν καρκίνο ὅτι εἶναι φυσιολογικὴ κατάσταση ὑγείας… Ὁ Θεὸς ἔσωσε τὴν πόρνη, τὸν ληστή, τὸν τελώνη, τὸν ἄσωτο υἱό, σὰν ἀνθρώπους, ὄχι σὰν παθιασμένους ἀνθρώπους… ΔΕΝ γίνεται λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία ―ὡς σῶμα Χριστοῦ― νὰ ἐνεργεῖ διαφορετικά. ΔΕΝ εἶναι χῶρος πανδημίας τῶν παθῶν».


ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟΥΣ ΧΕΙΡΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Α. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ πίεση ποὺ ἀσκεῖται μὲ τὴν πανδημία τῆς ἔμφυλης ἰδεολογίας εἶναι τεράστια σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Μὲ ὅλη αὐτὴ τὴν προπα­γανδιστικὴ διάχυση τῆς σχετικῆς πληροφορίας οὔτε νὰ ξεχωρίσει ἡ ἀλήθεια ἀπὸ τὸ ψέμμα εἶναι ἐφικτό, οὔτε νὰ σκεφθεῖ κανεὶς καὶ νὰ κρίνει ἐλεύθερα εἶναι δυνατό, οὔτε καὶ οἱ κυβερνήσεις νὰ ἀξιολογήσουν καὶ νὰ ἀπο­φασίσουν ἀνεπηρέαστες εἶναι εὔκολο. Ἡ πίεση τῆς περιρρέουσας ἀτμό­σφαιρας εἶναι ἀσφυκτική, τόσο ποὺ προκειμένου νὰ προχωρήσουν οἱ κυβερνήσεις σὲ κάποιες νομο­θετικὲς ρυθμίσεις καὶ προσαρμογὲς δὲν χρειά­ζονται ὁδηγίες ἀπὸ τὴν Εὐρω­παϊκὴ Ἕνωση. Ἡ πίεση τῶν συνθηκῶν ἀρκεῖ.


Συνεπῶς, δὲν εἶναι εὔκολο ὑπὸ τὶς παροῦσες συνθῆκες ἡ Κυβέρ­νηση νὰ ταυτίσει τὶς ἐπιλογές της μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ὅμως ἐπιβε­βλημένο νὰ σεβαστεῖ τὴν ἰδιοπροσωπία τοῦ λαοῦ μας, τὴν ἱστορία, τὶς παραδόσεις, τὸν πολιτισμό μας, τὴν Ἐκκλησία. Δὲν τὸ κάνει. Ἐδῶ εἶναι τὸ πρόβλημα. Οἱ κυβερνήσεις ποὺ ἔχει ἀνάγκη ὁ τόπος δὲν εἶναι γιὰ τὰ εὔκολα, εἶναι γιὰ τὰ δύσκολα, ἀλλὰ ἀληθινὰ καὶ συνετά.


Β. Τὸ ἐρώτημα ποὺ αἱωρεῖται ἀναπάντητο εἶναι τελικά, ποιός ὁ λόγος αὐτῆς τῆς ἀπόφασης; Ποιά ἡ ἀνάγκη; πόσους ἀφορᾶ ἄμεσα; Πόσες τελικὰ εἶναι αὐτὲς οἱ περιπτώσεις ποὺ χρήζουν νομοθετικὴ θεραπεία; Γιατί τόση σπουδή;
Θὰ μποροῦσαν ἐνδεχομένως οἱ κυβερνητικοὶ νὰ προχωρήσουν ἀνεχό­μενοι τὴν κατά­σταση, συρόμενοι σὲ λύσεις ποὺ κάπως τοὺς ἐπι­βάλλονται ἢ καὶ νὰ περιμένουν. Ἀντίθετα, αὐτοὶ διακηρύσσουν τὴν πολιτική τους μὲ ἐνθου­σιασμό. Βιάζονται. Ἔχουν στρατηγικὸ σχεδια­σμό καὶ καυχῶνται.


Γ. Τὸ πρόβλημα λοιπὸν δὲν εἶναι ὅτι ψηφίζουν τὸ νομοσχέδιο, ἀλλὰ ὅτι τὸ ὑποστηρίζουν καὶ τὸ προβάλλουν ὡς πρόοδο. Εἶναι ὅτι, ἐνῶ ἀντι­λαμβά­νονται ὅτι ἡ συνείδηση τῶν βουλευτῶν τους, τὴν ὁποία ἐπικαλοῦνται, εἶναι ἀντίθετη, προχωροῦν μὲ κάθε μέσο βιάζοντάς της. Εἶναι ὅτι οἱ δύο-τρεῖς μὴ θεσμικοὶ σύμβουλοι τοῦ πρωθυπουργοῦ ἐπι­βάλλουν τὶς ἐπιλογές τους στὴν πλειοψηφία τῶν ἐκλεγμένων ἀπὸ τὸν λαὸ βουλευτῶν τῆς Κυβέρνησης. Εἶναι ὅτι ἡ Κυβέρνηση μᾶς λέει τὶ εἶναι καὶ τὶ δὲν εἶναι ἁμαρτία, καταργῶντας στὴν οὐσία τὴν Ἐκκλησία, ἐνῶ στὰ λόγια διακηρύσσει ὅτι τὴ σέβεται. Αὐτὸ ποὺ ἡ Ἐκκκλησία ὡς ἁρμόδια μπορεῖ νὰ πεῖ εἶναι ὅτι μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία αὐτῶν ποὺ ἔχουν τὸ πρόβλημα εἶναι ἡ ἁμαρτία αὐτῶν ποὺ τὸ δημιουργοῦν νομοθετῶντάς το καὶ τὸ πολλαπλασιάζουν. Κάτι παραπάνω γνωρίζει γιὰ τὸ τὶ εἶναι ἁμαρτία ὁ Ἀπό­στολος Παῦλος ἀπὸ τὸν Κυβερνητικὸ Ἐκπρόσωπο!


Δ. Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ ἀναφερθῶ σὲ αὐτὸ ποὺ πρόσφατα δήλωσε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λαρίσης κ. Ἱερώ­νυμος ὅτι «ὅποιος ἀψηφᾶ τὶς παρακαταθῆκες τῆς Ἐκκλησίας κάνει κακὸ στὴν κοινωνία». Αὐτὸ γιατὶ ἡ Ἐκκλησία, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς θείας χάριτος, ἔχει καὶ τὴν μακροχρόνια ἐμπειρία τῆς ζωῆς, μάλι­στα, ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ πῶ, πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς κάθε Κυβέρνησης, ποὺ ἐνῶ εἶναι προσω­ρινή καυ­χᾶται ὅτι ἡ ὀπτική της εἶναι ἀναγκαστικὰ εὐρύτερη. Εἶναι ἁπλό. Κάνουν λάθος. Εἶναι ἀνα­γκαστικὰ ἀσύγκριτα στενότερη, μυωπική. Γιατί, ἐνῶ νομοθετοῦν, ἀγνοοῦν τὸν ἄνθρωπο. Δείχνουν νὰ μὴν τὸν σέβονται.


Ε. Ἀντιθετα, ἡ διαχρονικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι νὰ ἀναδεικνύει καὶ νὰ προστατεύει τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία βασίζεται στὴν ἠθικὴ καὶ αὐτὴ στοὺς φυσικοὺς ὅρους. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Πανεπιστήμιο ἀνθρωπολογίας. Ἕνα ξεφύλλισμα τοῦ Εὐαγγελίου, μιὰ ματιὰ στὴ Φιλοκαλία, λίγες σελίδες ἀπὸ τὰ συναξάρια, ἀρκοῦν νὰ τὸ ἀντι­ληφθεῖ κανείς. Ἡ πολιτεία ἔχει εὐθύνη κυρίως νὰ προστατεύσει τὴν ἀξιο­πρέπεια τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν καταρρέει ἡ ἀξία καταργεῖται καὶ ἡ ἀξιο­πρέπεια. Καὶ τότε ἀποτυγχάνει ἡ Κυβερνητικὴ πολιτικὴ καὶ τὴν πληρώνει ἡ κοινωνία.


ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
Α. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση τὸ θέμα εἶναι ψυχοκοινωνικὸ καὶ τὸ ὅλο πρόβλημα ξεκινάει ἀπὸ τὸ ὅτι ἀποξενώνεται ἡ σεξουα­λικότητα ἀπὸ τὴν βιολογικὴ ταυτότητα καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ταυτίζεται ἡ ἀγάπη μὲ τὴν σεξουαλικὴ ἕλξη. Ἡ ἐπικρατοῦσα τάση εἶναι νὰ ὑποταχθεῖ ἀκόμη καὶ ἡ φυσιολογία στὴν «πολι­τικὴ ὀρθότητα», τὸ τὶ εἶναι ἕνας ἄνθρωπος στὸ πῶς θὰ ἤθελε νὰ εἶναι ἢ στὸ πῶς θέλουμε νὰ τὸν καταντήσουμε. Τὴν ἀρχὴ τῆς συμ­πληρωματικό­τητας τὴν ἀντι­κατέ­στησε τὸ δόγμα τῆς συμπεριλη­πτικότητας καὶ τὴν ἀξία τῆς ἐλευ­θερίας ὁ νόμος τοῦ δικαιωματισμοῦ.


Β. Ἀντὶ ἡ σύγχρονη κοινωνικὴ ἀντίληψη νὰ προσπαθεῖ νὰ δικαιο­λογήσει τὰ πάντα καὶ ἔνοχα νὰ ὑποστηρίζει τὸ φαινόμενο αὐτῆς τῆς ψυχο­σωματι­κῆς δυσαρμονίας ἢ νομικὰ νὰ δώσει διέξοδο σὲ κάθε ἀφύ­σικη, ἀλόγιστη καὶ νοσηρὴ ἐπιθυμία ἢ καὶ νὰ ἀναπτύξει ἀντί­στοιχες τεχνολογίες, θὰ ἔπρεπε φιλάνθρωπα νὰ τὸ ἀναγνωρίσει ὡς πρόβλημα καὶ νὰ ἀγωνιστεῖ μὲ ὅλα τὰ μέσα ποὺ διαθέτει, πνευ­μα­τικά, ψυχο­λογικά, νὰ τὸ θερα­πεύσει, ὥστε ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ μποροῦν νὰ βοη­θηθοῦν. Ὅταν ἡ ψυχὴ δὲν ἐναρμο­νίζεται μὲ τὸ σῶμα, τότε ἡ ψυχιατρικὴ ἀντί, ἀποκλείοντας τὴν παρέκκλιση ἀπὸ τὴ φυσικὴ ὁδὸ ὡς ψυχικὴ δια­ταραχή, νὰ καταθέσει τὰ ὅπλα, θὰ ἔπρεπε νὰ τὰ ἀξιο­ποιήσει. Καὶ ἀντὶ νὰ ποινικοποιηθοῦν οἱ «θερα­­πεῖες μεταστρο­φῆς», θὰ ἔπρεπε νὰ ἀνα­πτυ­χθοῦν θεραπεῖες ἐπιστρο­φῆς σὲ αὐτὸ ποὺ ὁ κάθε ἄνθρω­πος στὴ φύση του εἶναι, ἀλλὰ δυστυχῶς κάποιοι δυσκολεύονται νὰ βιώσουν.


Γ. Ἀπὸ τότε ποὺ ἡ ψυχιατρικὴ διέγραψε τὴν ὁμοφυλοφιλία ἀπὸ τὴ λίστα τῶν ψυχικῶν διαταραχῶν, παραιτήθηκε ἀπὸ τὴ σχετικὴ ἔρευ­να καὶ ἔμειναν τὰ δύστυχα αὐτὰ ἄτομα ἀβοήθητα μὲ μοναδικὴ συντρο­φιὰ τὴν ἐλπίδα σὲ μιὰ βολικὴ νομοθεσία καὶ τὴ διεκδίκηση δικαιω­μάτων μὲ παρε­λάσεις αὐτοεξευ­τελισμοῦ καὶ ντροπῆς.
Τὸ μεγαλύτερο λάθος μας ὡς Ἐκκλησίας θὰ ἦταν νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλικὴ πράξη, ἐκτὸς ἀπὸ ψυχικὴ διαταραχή, δὲν εἶναι καὶ ἁμαρτία. Τὰ πρόσωπα αὐτά, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῆς ψυχιατρικῆς θεραπείας, θὰ εἶχαν χάσει ὁριστικὰ καὶ τὴ σωτήρια διάθεση μετανοίας καὶ τὴν ἀναζήτηση τῆς παρηγορίας τοῦ θείου ἐλέους γιὰ τὶς δικές τους ἐκτροπές. Ἡ ὁμοφυ­λο­φιλία εἶναι μία ἀσθένεια ποὺ τὴ γέννησε ἡ διάχυτη κοινωνικὴ ἁμαρτία καὶ μπορεῖ ἀσφαλῶς νὰ τὴ θεραπεύσει ἡ Ἐκκλησία. Μαζὶ μὲ ὅλες τίς μεγάλες δικές μας ἁμαρτίες, μπορεῖ νὰ ἀγκαλιάσει θεραπευτικὰ καὶ αὐτήν.


Δ. Τελικά, ἡ ἐξίσωση τοῦ γάμου μεταξὺ ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου μὲ τὸν ἱερὸ θεσμὸ τοῦ γάμου, ὅπως τὸν γνωρίζει ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ τὸν ἀναγνωρίζει ἡ Ἐκκλησία, θὰ μονιμοποιήσει τὴν παρὰ φύσιν ἐκτροπή, θὰ συμβάλει στὴν μετάδοση καὶ τὸν πολλαπλασιασμό της μὲ καταστροφικὲς συνέπειες γιὰ τὴν ἀνθρώ­πινη ζωὴ καὶ τὴν κοινω­νία. Καὶ τὴν αἰτία της δὲν θὰ πρέπει νὰ τὴν ψάξουμε σὲ νευρο­φυσιολογικὰ αἴτια.


Ἡ κρίση εἶναι πνευματική. Καὶ δυστυχῶς πολὺ βαθειά.
Ἡ εὐθύνη μας ὡς Ἐκκλησίας νὰ καταδείξουμε τὸ πρόβλημα καὶ νὰ ἀντιδράσουμε εἶναι μεγάλη. Ἡ ἀντίδρασή μας πρέπει νὰ εἶναι δυναμική. Ἁπλᾶ πρέπει νὰ εἴμαστε καὶ προσεκτικοί. Ὁ λόγος μας πρέπει νὰ συνδυάζει τὴν προφητικὴ δύναμη τῆς αἰώνιας καὶ σώζου­σας ἀλήθειας μὲ τὴ διακρι­τικὴ κατανόηση τῆς πραγματικότητας καὶ τῶν ἀδυναμιῶν τῆς ἀνθρώπινης φύσεως.

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2024

Τὸ τρελλὸ νερό: Ἡ ἀλήθεια, ἡ ψευτιά, ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος



Ἡ ψευτιὰ καὶ ὁ πνευματικὸς ἐκφυλισμὸς ἁπλώνει μέρα μὲ τὴν ἡμέρα ἀπάνω στοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς παραμορφώνει. Ἕναν λαὸ, ποὺ ξεχωρίζει ἀνάμεσα σ’ ὅλα τὰ ἔθνη καὶ ποὺ εἶναι γεμᾶτος πνευματικὴ ὑγεία, πᾶμε νὰ τὸν κάνουμε ἐμεῖς, οἱ λογῆς-λογῆς καλαμαράδες, καί οἱ ἄλλοι γραμματιζούμενοι, σαχλόν, χωρὶς χαρακτῆρα, χωρὶς πνευματικὸ νεῦρο, χωρὶς πνευματικὴ ἀνδροπρέπεια, χωρὶς χαρακτῆρα. Οἱ διὰφοροι φωστῆρες βαστᾶνε ἀπὸ μιὰ πατέντα στὰ χέρια καὶ μέρα-νύχτα δουλεύουνε γιὰ νὰ «συγχρονίσουν» τὴν Ἑλλάδα, ἐνῶ στ’ ἀληθινὰ σκάβουνε τὸν λάκκο της. Ἀμυαλα νευρόσπαστα! Ποιόν θὰ συγχρονίσετε; Αὐτὸ ποὺ λέτε ἐσεῖς «συγχρονισμὸ» καὶ «ἐξέλιξη» εἶναι μιὰ ἄθλια παραμόρφωση, σύμφωνα μ’ ἕνα βλακῶδες μοντέλλο, ὅπου κάνανε οἱ σαρακοστιανοὶ καὶ κάλπικοι ἄνθρωποι, ποὺ τοὺς λέγει ἡ Γραφὴ «χλιαρούς», δηλαδὴ σαχλούς, καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους λέγει ὁ Θεὸς, ὅτι «μὲλλει ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ, εἰ χλιαροὶ εἰσι, καὶ οὔτε ζεστοὶ οὔτε ψυχροὶ» (Ἀποκαλ. γ’ 16).

Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ καλούπι θέλετε νὰ βάλετε τὸν λαό, κι ἔτσι νὰ χαθεῖ ἀπὸ πάνω του κάθε πρωτοτυπία, κάθε σημάδι ἀληθινῆς ζωῆς, κάθε χαρακτῆρας. Θέλετε, μ’ ἄλλα λόγια, νὰ ἐπιβάλετε στὸν κόσμο ἕνα πνευματικὸ «ἐσπεράντο», ποὺ νὰ καταργήσει κάθε ζωντανὴ οὐσία κι ἔκφραση μέσα στοὺς ἀνθρώπους, δηλαδὴ ἕναν πνευματικό θάνατο ἢ μιὰ πνευματικὴ παραλυσία. Αὐτὸ τὸ λέτε «συγχρονισμὸ» καὶ «ἐξέλιξη»! Ἀνόητοι κι ἀναίσθητοι! «Συγχρονισμένο» καὶ «ἐξελιγμένο» εἶναι ὅ,τι εἶναι ζωντανό, καὶ μοναχὰ ὅ,τι εἶναι πνευματικὰ πεθαμένο, ὅπως εἴσαστε ἐσεῖς, αὐτὸ δὲ μπορεῖ νὰ ‘ναι οὔτε συγχρονισμένο οὔτε ἐξελιγμένο, ἀφοῦ δὲν εἶναι ζωντανό. Ὁ συγχρονισμὸς ὁ ἀληθινὸς εἶναι κάποια ἐνέργεια, ποὺ γίνεται μόνη της μέσα σὲ κάθε ζωντανὸ πλάσμα. Λοιπόν, ποιά Ἑλλάδα καὶ ποιόν λαὸ θὰ «συγχρονίσετε», ἀφοῦ ἡ Ἑλλάδα εἶναι ὁλοζώντανη κι ὁ λαός της εἶναι ἀείζωος; Θὰ ζωντανέψετε ἐσεῖς τὴ ζωή, ἐσεῖς οἱ πεθαμένοι καὶ θαμμένοι; Θαρρεῖτε, πὼς μὲ τὶς ὑστερικές φωνὲς καὶ μὲ τὶς θεατρικὲς σκηνοθεσίες φανερώνεται ἡ ζωή; Μά, ἴσια-ἴσια, ἐκεῖ ποὺ παίρνει τὴ θέση τῆς ζωῆς ἡ νεκρὴ καὶ ψεύτικη ἀπομίμησή της, δηλαδὴ τὸ εἴδωλό της, μὲ ἄλλα λόγια κάποια φτιαχτή σκηνοθεσία τῆς ζωῆς, ἐκεῖ βέβαια δὲν ὑπάρχει ἀληθινὰ ἡ Ζωή. Νά, αὐτὴ ἡ ἄψυχη σκηνοθεσία, αὐτὴ εἶναι ἡ «ἐξέλιξη» κι ὁ «συγχρονισμός» σας. Αὐτὸς εἶναι ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς, γιατί ἡ ψευτιὰ εἶναι θάνατος κι ἡ ζωὴ ἀλήθεια. Γι’ αὐτὸ κι ἐσεῖς, μὲ ὅλες τὶς φωνὲς ποὺ βάζετε καὶ μ’ ὅλες τὶς δραστηριότητες καὶ μὲ ὅλα τὰ ὑστερικὰ ξετινάγματα, ἔχετε ἀπάνω σας τὴ μπόχα τοῦ θανάτου. Κι ἀντὶ νὰ πᾶτε κοντὰ στὸν λαό, ποὺ εἶναι πηγὴ ζωῆς, γιὰ νὰ πάρετε λίγη ζωὴ κι ἀλήθεια, ἐσεῖς θέλετε νὰ τὸν κάνετε ζωντανόν ἐκεῖνον, ἐσεῖς οἱ πεθαμένοι νὰ ζωντανέψετε τὴ ζωή, οἱ ψεῦτες νὰ φανερώσετε τὴν ἀλήθεια, οἱ βρουκολάκοι νὰ δώσετε δύναμη καὶ νεῦρα στὸν ἀντρειωμένον! Ὅποιος δὲν ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ φυσικό του φτιάξιμο καὶ μὲ τὰ φυσικὰ κτίσματα ποὺ ὑπάρχουνε γύρω του, αὐτὸς δὲν ἔχει ἀληθινὴ ζωὴ μέσα του, οὔτε φυσικὴ οὔτε πνευματική. Ὅπως ζοῦνε οἱ Ἕλληνες σήμερα, δὲν εἶναι ἡ ἀληθινὴ ζωή τους. Τὸ νοιώθουνε καί οἱ ἴδιοι, κι ἂς μὴν τὸ λένε. Λαχταρᾶνε νὰ βροῦνε τὸν ἑαυτό τους, ποὺ τὸν ἔχουν χαμένον (ἐκτὸς ἀπὸ κάποιους, ποὺ θαρροῦνε πὼς ζωὴ εἶναι μοναχὰ τὸ φαγοπότι καὶ τὸ «κομφόρ», δίχως κανέναν βαθὺν πόθο, χωρὶς κανέναν καϋμό). Καὶ κεῖνος, ἀκόμα, ποὺ δὲν ἔχει συναίσθηση τί εἶναι ἀληθινό, ἔρχεται στιγμὴ ποὺ καταλαβαίνει, πὼς ἡ ζωή του εἶναι ψεύτικη, πὼς δὲν ἔχει κανέναν ἀληθινὸ δεσμὸ, οὔτε μὲ τὸν τόπο του οὔτε μὲ τοὺς προγόνους του οὔτε μὲ τὶς ντόπιες συνήθειες, ποὺ βγῆκανε ἀπὸ τὴν ἀγάπη κι ἀπὸ τὸν πόνο, καὶ πὼς εἶναι ὀρφανὸς καὶ ξένος μέσα στὸν ἴδιο τὸν τόπο του, σὰν τὸν ἄσωτο γυιό, καὶ πώς, μὲ ὅλο ποὺ θαρρεῖ πὼς τρώγει καλὰ καὶ νόστιμα φαγητά, στ’ ἀληθινὰ μασᾶ ξυλοκέρατα, φερμένα ἀπὸ ξένους τόπους, ὅπου εἶναι ἀλλοιώτικοι ἀπὸ τὸν δικό μας.

Πολλοὶ λένε, πὼς εἶμαι ἕνας φανατικός, ἕνας ζηλωτής ποὺ βρίσκεται «ἐκτὸς τῆς πραγματικότητος», ἕνας μονομανής, ποὺ θέλει κάποια πράγματα ποὺ δὲν γίνουνται καὶ ποὺ τὰ παρακάνει καὶ τὰ παραλέγει. Ἔχουνε δίκηο νὰ λένε, πὼς εἶμαι φανατικὸς καὶ ζηλωτής. Μὰ ὅποιος εἶναι ζηλωτὴς ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴν ἀλήθεια, εἶναι συγχωρημένος. Φωνάζω καὶ στεναχωριέμαι, γιατί ἡ φυλή μας χάνει τὰ ἀληθινὰ πράγματα καὶ παίρνει τὰ ψεύτικα, κι ἔτσι δὲν χαίρεται τὰ τόσα πνευματικὰ πλούτη ποὺ κληρονόμησε καὶ δὲν θρέφεται ἀπὸ τὸ ἀντρειωμένο καὶ ζωογόνο ἑλληνικὸ γάλα, ποὺ ἔθρεψε κι ἀγρίμια ἀκόμα καὶ τὰ ‘κανε ἀνθρώπους. Αὐτὸ τὸ γάλα δὲν εἶναι τῆς δικῆς μου μάνας, μὰ τῆς μάνας ὁλονῶν μας, ποὺ τ’ ἀρνηθήκανε ὅσοι σᾶς δίνουνε νὰ πιῆτε ἀντὶ γιὰ γάλα τὸ φαρμάκι τῆς ψευτιᾶς, ποὺ τὴ λένε «πρόοδο», «ἐξέλιξη», «κοσμοπολιτισμό», «μοντερνισμό» κτλ. Ἐγὼ στενοχωριέμαι γιὰ σᾶς, ὄχι γιὰ μένα, γιατί ἐγὼ ἔχω αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχετε, μὰ αὐτὸ δὲν εἶναι δικό μου μοναχά ἀλλὰ δικό μας. Καὶ γιατί, τάχα, θὰ ὑπόφερνα, ἂν δὲν ἀγαποῦσα τ’ ἀδέλφια μου, καὶ δὲν φοβόμουνα μὴν χάσουνε τὸν θησαυρό; Οἱ γενεὲς ποὺ ἔρχουνται ἀπὸ πίσω μας, σὰν θάλασσες ἀπὸ τὸ πέλαγο, γιατί νὰ ζήσουνε μὲ τὴν ψευτιὰ καὶ νὰ μὴν ζήσουνε ἀληθινά, γιατί νὰ εἶναι πεθαμένοι-ζωντανοί, ἀφοῦ ἡ ζωὴ μὲ τὴν ψευτιὰ δὲν συνταιριάζουνται; Λένε, πὼς τὰ παραλέγω. Μακάρι νά τα παράλεγα κι ἂς ἔβγαινα γελασμένος. Μὰ βλέπω καθαρά, πὼς μέρα μὲ τὴ μέρα τὸ πνευματικὸ αἷμα φεύγει ἀπὸ τὴν ὄψη τῆς φυλῆς μας, τὸ βλέπω καὶ πικραίνουμαι, ὅπως βλὲπει ἡ μάνα τὸ παιδί της ποὺ μαραζώνει. Τί παρακάνω καὶ τί παραλέγω; Δὲν βλέπετε πὼς παραπατᾶμε, σὰν ζαλισμένοι, καὶ δὲν ξέρουμε ποῦ πᾶμε; Ἡ ξενομανία μᾶς ἔδερνε πάντα, ἀφοῦ κι ὁ Παυσανίας γράφει: «Ἕλληνες ἀεὶ ἐν θαύματι τιθέασι τ’ ἀλλότρια ἢ τὰ οἰκεῖα». Μὰ, τώρα, σὰν νὰ χάσαμε ὁλότελα τὰ φρένα μας, λὲς κ’ ἤπιαμε τὸ Τρελλὸ Νερό, ποὺ λέγει ἕνας μῦθος ἀνατολίτικος, καὶ λέμε τὸ ψεύτικο ἀληθινό, τὸ νόστιμο ἄνοστο, τὸ μαῦρο ἄσπρο. Καὶ μὲ ὅλο ποὺ πάθαμε αὐτὴ τὴν ξενομανιακὴ τρέλλα, ὡστόσο, ἐπειδὴ ἀγαπᾶμε τὸν τόπο μας, τὸ αἷμα μας καὶ τὰ δικά μας, θέλουμε νὰ συμβιβάσουμε αὐτὴ τὴν ἀγάπη μας μὲ τὴν τρέλλα μας (δηλαδὴ μὲ τὴ ματαιοδοξία μας), καὶ πᾶμε σὰν τὸ καράβι ποὺ δὲν ἔχει τιμόνι, μὰ ποὺ θέλει σώνει καὶ καλὰ νὰ ἰσάρει ὅλα τὰ πανιά του, γιὰ νὰ τσακισθεῖ πιὸ γλήγορα ἀπάνω στὶς ξέρες! Εἴμαστε σὰν τοὺς παλιοὺς Ἑβραίους, ποὺ ἀρνηθήκανε τὸν Θεό τους καὶ προσκυνοῦσαν τόν Βάαλ, μὰ ποὺ φοβόντανε κιόλας μὴν τοὺς παιδέψει ὁ Ἰεχωβᾶ, κι ὁ προφήτης Ἠλίας τούς μάλωνε καὶ τοὺς ἔλεγε: «Ἕως πότε ὑμεῖς χωλανεῖτε ἐπ’ ἀμφοτέραις ταῖς ἰγνύαις;», «ὡς πότε θὰ κουτσαίνετε, πότε ἀπὸ τὸ ‘να τὸ ποδάρι καὶ πότε ἀπὸ τ’ ἄλλο; Ἂν εἶναι θεὸς ὁ Βάαλ, πηγαίνετε ξοπίσω του, ἂν εἶναι ὁ θεὸς ὁ Ἰεχωβᾶ πηγαίνετε ξοπίσω ἀπ’ αὐτόν». Ἔτσι κ’ ἐμεῖς, θέλουμε νὰ τὰ συμβιβάσουμε τὰ ἀταίριαστα καὶ τὸ χάλι μας εἶναι ἐλεεινό. Ἀγαπᾶμε τὴν Ἑλλάδα, πονᾶμε τὸν τόπο μας, δίνουμε γι’ αὐτὸν τὴ ζωή μας, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ σιχαινόμαστε τὰ δικά μας πράγματα, τὰ πράγματα τῆς Ἑλλάδας, εἴτε φυσικὰ εἶναι εἴτε τεχνητά, εἴτε συνήθειες, εἴτε τραγούδια, εἴτε ψαλμωδίες, εἴτε εἰκονίσματα, καὶ θέλουμε τὰ ξενοφερμένα. Εἴμαστε, λοιπόν, στὰ συγκαλά μας; Ρωτῶ νὰ μάθω.

Ἔχουμε τέτοιο φῶς, τέτοιον γαλανὸν οὐρανό, ποὺ τὸν καυχιόμαστε, καὶ μολαταῦτα βάζουμε μαῦρα γυαλιά, σὰν νὰ ‘χουμε πονόματο, καὶ καταδικάζουμε τὸν ἑαυτό μας νὰ βλέπουμε ὁλοένα συννεφιασμένον, σταχτὺν οὐρανό, τὰ δέντρα ἀντὶ πράσινα νὰ τὰ βλέπουμε καφετιά, τὴ γαλανὴ θάλασσα νὰ τὴ βλέπουμε θολὴ καὶ λερωμένη, μόνο καὶ μόνο γιατί τὰ μαῦρα τὰ γυαλιὰ εἶναι μοντέρνα. Οἱ γυναῖκες μας κάνουνε χίλια-δυὸ γιὰ νὰ γίνουνε πιὸ ἔμορφα τὰ μάτια τους, κ’ ὕστερα βὰζουνε μπροστά τους ὁλόκληρες τζαμαρίες, ποὺ φρὰζουνε ὄχι μονάχα τὰ μάτια τους μὰ καὶ τὰ μάγουλά τους, σὰν νὰ ‘ναι βουτηχτάδες, κι ἀντὶς ἔμορφα πρὸσωπα μὲ ἁγνὰ καὶ καθαρὰ μάτια, βλέπεις νεκροκεφαλές μὲ μαῦρες ματότρυπες, μόνο καὶ μόνο γιατί οἱ νεκροκεφαλὲς εἶναι πιὸ μοντέρνες ἀπὸ τὰ ζωντανὰ πρόσωπα μὲ τὰ ἔμορφα μάτια. Στὸ ζαχαροπλαστεῖο, τραβᾶ ἡ ὄρεξή τους ἕνα κανταΐφι ἢ ἕναν μπακλαβᾶ ἢ κανένα ριζόγαλο, καὶ μολαταῦτα παραγγέλνουνε κὰποιο γλυκὸ μὲ ξενικὸ ὄνομα, κι ὅσο πιὸ ἀσυνήθιστο εἶναι τ’ ὄνομα, τόσο πιὸ καλά, κι ἂς μὴν κατεβαίνει, φτάνει ποὺ κοιτάζουνε οἱ διπλανοί «ὀπισθοδρομημένοι» μὲ ἀπορία γιὰ τὸ παράξενο γλυκὸ ποὺ τρῶνε! Στὴ μουσική, ὄχι μοναχὰ εἶναι τῆς μόδας τὰ ξένα τραγούδια ἀλλὰ καὶ τὰ τελειοποιοῦμε. Ἐδῶ τά ἰταλιάνικα γίνονται πιὸ ἰταλιάνικα, τὰ γαλλικὰ πιὸ γαλλικά, τὰ μεξικάνικα, οἱ χαβάγιες, τὰ τυρολέζικα οὐά-οὐά, τὰ σπανιόλικα. Κι αὐτοὶ ποὺ τὰ τελειοποιοῦνε εἶναι κὰποιοι παπαγάλοι, ποὺ «μιμοῦνται θαυμάσια» τὸ κάθε τί, καὶ ὀνομάζονται «καλλιτέχναι καὶ καλλιτέχνιδες τοῦ ἄσματος». Μάλιστα, ἔχουμε καὶ κάποιους βαρυσήμαντους, ποὺ κάνουνε καὶ εἰσαγωγὴ σ’ αὐτὰ τὰ βαθιὰ καὶ μεγάλα ἔργα «ἐνδελεχῶς καὶ ἐμπεριστατωμένως». Κακόμοιρη Ἑλλάδα! Λέμε κάπου-κάπου καὶ κανένα ἑλληνικό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὅμως «ἐνορχηστρωμένον», δηλ. «λεβαντινισμένο» ἀπὸ κάποιον αἰσθηματίαν ἀνόητον, ποὺ δὲν ἔχει ἰδέα, οὔτε ἀπὸ Ἑλλάδα οὔτε ἀπὸ λαό οὔτε ἀπὸ χωριό οὔτε ἀπὸ τίποτα! Αὐτὸς ὁ ὑστερισμὸς ἔχει πιάσει τὸν κόσμο, κι ἂν δὲν εἶσαι τὲτοιος «μοντέρνος», σὲ βλέπουνε μὲ λύπη καὶ μὲ καταφρόνηση. Ἡ δεσποινίδα ποὺ λέγει «κάθομαι εἰς τὴν ὁδὸ τάδε» καὶ πὼς στὸ σπίτι της ἔχει «κομφλὸρ» καὶ «τελέφωνο» κλπ., χορεύει «σάμπα», μαδᾶ τα φρύδια της γιὰ νὰ μοιάσει μὲ τὴ σπανὴ «στάρ», ποὺ βλὲπει στὸ «σινεμά», μιλᾶ σὰν νὰ μὴν ξέρει νὰ μιλήσει ἑλληνικά, κι ὁ νεαρὸς Ἕλλην τρελλαίνεται γι’ αὐτὰ τὰ μοντέρνα χαρίσματα καὶ περιφρονᾶ τὴν ἀδερφή του, πού ‘ναι τὸ πρόσωπό της σὰν τῆς Παναγιᾶς καὶ ποὺ εἶναι νοικοκυρούλα, σεμνή, φρόνιμη Ἑλληνοπούλα. Πάντα οἱ Ἕλληνες προτιμούσανε τὰ ξένα ἀπὸ τὰ δικά τους, τώρα ὅμως τὰ μισοῦνε κιόλας τὰ δικά τους, μισοῦνε κι ὅποιον τὰ ἀγαπᾶ καὶ τὰ κρατᾶ. Τυχαίνει νὰ βρεθεῖ στὸ τρὰμ μιὰ μοντέρνα καὶ κοντά της νὰ κάθεται καμμιὰ χωριατοπούλα μὲ τὸ τσεμπέρι, κ’ ἡ κακομοῖρα κάθεται φοβισμένη, σταυροχεριασμένη, αὐτὴ ποὺ γέννησε τὸν Θανάση Διάκο καὶ τὸν Νικηταρά, καὶ κοιτάζει τὴν ἄλλη ποὺ χλιμιντρᾶ καὶ ξετινάζει τα κὶτρινα μαλλιά της, κ’ εἶναι ἕνα κανάτι μπογιατισμένο, χωρὶς ψυχή, χωρὶς πόνο, χωρὶς ἁγνὴ χαρά, χωρὶς τίποτα. Ναί, μπροστὰ σ’ αὐτὰ τὰ ξόανα κάθεται ἡ Ἐλλάδα, ἡ ἀληθινὴ κ’ ἡ βασανισμένη, σταυροχεριασμένη, βουβή, σὰν νὰ ‘ναι φταίχτρα! Ἀλλὰ πᾶμε καὶ παραπέρα: Στὶς ἐκκλησιές, καὶ κεῖ μοντερνισμός, καὶ μάλιστα πιὸ σιχαμερός. Παπάδες, ψάλτες, νεωκόροι, καντηλανάφτες, ὅλοι κοιτάζουνε, ποιός θὰ ξεπεράσει τὸν ἄλλον στὸν μοντερνισμό. Θέλουνε ξανθιοὺς Χριστούς, μαντόνες κοκκινομάγουλες καὶ σπανές, ἁγίους χαμογελαστούς, μὲ κεῖνο τὸ φαρισαϊκὸ μειδίαμα ποὺ ἔχουνε οἱ μοντέρνοι θεατρίνοι, ἀδιάφοροι γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, νεωτεριστὲς ποὺ δὲν θὲλουνε τὸ ράσο ποὺ φοροῦσε ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, μήτε τὸ καλυμμαύχι, μήτε τὸ τυπικό τῆς ἐκκλησίας, μήτε τὴν κατανυκτικὴ ψαλμωδία της, γιατί τοὺς κάνει νὰ νοιώσουνε τὸ χάλι ποὺ βρίσκεται ἡ ψυχή τους. Ἄξεστοι κι ἀμόρφωτοι ἀπὸ ἀληθινὴ θρησκευτικὴ γνώση, μιλᾶνε ὁλοένα γιὰ νεωτερισμούς, γιὰ μεγάφωνα, γιὰ «αἰθούσας διαλέξεων», γιὰ «ὀρατόρια», γιὰ «ἀλτάρια» κλπ. Κοντά τους στέκονται καὶ κάποιοι μουσικοσυνθέτες, ποὺ «ἐνορχηστρώνουν» τοὺς ἐκκλησιαστικούς ὕμνους μας, χωρὶς νὰ ἔχουνε ἰδέα τί εἶναι ἐκκλησία, τί εἶναι ὁ πνευματικός της χαρακτῆρας, τί εἶναι ἡ ἑλληνικὴ ψυχή, καὶ μὲ ἐπιπολαιότητα λεβαντίνικη φτιάνουνε κάποιες μουσικὲς χωρὶς σύσταση, πολύφωνες χορωδίες μὲ ὑστερικὰ ξεφωνητὰ ἀπὸ κάποια γυναικάρια καὶ μὲ χοντροφωνάρες, ξένες γιὰ τ’ αὐτιά μας, ξένες γιὰ τὴν καρδιά μας, ξένες γιὰ τὴν ψυχή μας, καὶ οἱ ἴδιες ἀνούσιες καὶ βλακώδεις γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ δὲν τὸν ἔχει παραλύσει ἡ ψευτιά.

Ὅλοι αὐτοὶ ἔχουνε τὴν ἰδέα, πὼς εἶναι οἱ κλειδοκράτορες «τῆς προόδου καὶ τῆς ζωῆς τοῦ ἔθνους», ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε «καθυστερημένοι», στρείδια κολλημένα στὸν βράχο τῆς παράδοσης, «ἐχθροὶ τῆς προόδου», «στοιχεῖα ἄχρηστα καὶ πεθαμένα γιὰ τὴν μεγάλην ἀποστολὴν τοῦ ἔθνους μας». Αὐτὸ μὲ κάνει νὰ θυμηθῶ τὸν ἀνατολίτικο μῦθο ποὺ εἶπα στὴν ἀρχή: «Μιὰ φορά, λέγει ὁ μῦθος, ἤτανε ἕνας σουλτᾶνος, καλὸς καὶ δίκιος, κ’ εἶχε ἕναν βεζύρη, ποὺ ἤτανε κι αὐτὸς καλὸς καὶ δίκιος, κ’ ἤτανε κι ἀστρολόγος. Μιὰ μέρα ὁ βεζύρης λέγει τοῦ σουλτάνου, πὼς εἶδε κάποια σημάδια στὸν οὐρανὸ πὼς θὰ βρέξει στὸν κόσμο ἕνα νερὸ τρελλό καὶ πὼς, ὅποιος τὸ πιεῖ αὐτὸ τὸ νερό, θὰ τρελλαίνεται. Καὶ πὼς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ζοῦνε στὴν ἐπικράτειά τους, θὰ τὸ πιοῦνε καὶ θὰ χάσουνε τὰ λογικά τους καὶ δὲν θὰ νοιώθουνε πιὰ τίποτα, μήτε τί εἶναι σωστὸ καὶ τί εἶναι ψεύτικο, μήτε τί εἶναι καλὸ καὶ τί εἶναι κακό, μήτε τί εἶναι νόστιμο καὶ τί εἶναι ἄνοστο, μήτε τί εἶναι δίκιο καὶ τί εἶναι ἄδικο. Σὰν τ’ ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Σουλτᾶνος, γυρίζει καὶ λέγει στὸν βεζύρη: “Ἀφοῦ θὰ τρελλαθεῖ ὅλος ὁ κόσμος, πρέπει νὰ κοιτάξουμε νὰ μὴν τρελλαθοῦμε κ’ ἐμεῖς, γιατί ἀλλοιῶς, πῶς θὰ τοὺς κρίνουμε μὲ δικαιοσύνη;”. Τοῦ λέγει ὁ βεζύρης, πὼς ὁ λόγος του εἶναι σωστὸς καὶ πὼς θὰ ‘πρεπε νὰ προστάξει νὰ μαζέψουνε ἀπὸ τὸ καλὸ νερὸ ποὺ πίνανε καὶ νὰ τὸ φυλάξουνε μέσα στὶς στέρνες, γιὰ νὰ μὴν πίνουνε ἀπὸ τὸ χαλασμένο καὶ κρίνουνε παλαβὰ κι ἄδικα, μὰ δίκια, ὅπως ἔχουνε χρέος. Ἔτσι κ’ ἔγινε. Σὲ λίγον καιρὸ, ἔβρεξε στ’ ἀλήθεια καὶ τὸ νερὸ ἤτανε νερὸ τρελλό καὶ τρελλαθήκανε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ δὲν γνωρίζανε οἱ καϋμένοι, τί τούς γίνεται, κ’ εἴχανε τὸ ψεύτικο γιὰ ἀληθινό, τὸ κακὸ γιὰ καλό, τὸ ἄδικο γιὰ δίκιο. Μὰ ὁ σουλτᾶνος κι ὁ βεζύρης πίνανε ἀπὸ τὸ καλὸ νερὸ ποὺ εἴχανε φυλαγμένο καὶ δὲν τρελλαθήκανε, ἀλλὰ κρίνανε τὸν κόσμο μὲ δικαιοσύνη. Μὰ ὁ κόσμος τὰ ‘βλεπε ἀνάποδα καὶ δὲν ἤτανε εὐχαριστημένος ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ σουλτάνου καὶ τοῦ βεζύρη καὶ φωνάζανε, πὼς τοὺς ἀδικοῦνε, καὶ κοντεύανε νὰ σηκώσουνε ἐπανάσταση. Μετὰ ἀπό καιρό, σὰν εἴδανε κι ἀποείδανε, ὁ σουλτᾶνος κι ὁ βεζύρης, χάσανε τὸ κουράγιο τους καὶ λέγει ὁ σουλτᾶνος στὸ βεζύρη: “Τοῦτοι οἱ φουκαρᾶδες ἀληθινὰ χάσανε τὰ φρένα τους καὶ τὰ βλέπουνε ὅλα ἀνάποδα κι, ὅπως πᾶμε, μπορεῖ καὶ νὰ μᾶς σκοτώσουνε, ἐπειδὴ θὲλουμε νὰ τοὺς κρίνουμε μὲ δικαιοσύνη γιὰ νὰ εὐτυχήσουνε. Τὸ λοιπόν, βεζὺρ ἐφέντη, ἄιντε νὰ χύσουμε τὸ καλὸ νερὸ ἀπὸ τὶς στέρνες καὶ νὰ πιάσουμε νὰ πίνουμε κ’ ἐμεῖς ἀπὸ τὸ τρελλὸ νερό, νὰ γίνουμε σὰν κι αὐτούς, καὶ τότε θὰ μᾶς καταλαβαίνουνε καὶ θὰ μᾶς ἀγαπᾶνε”. Ἔτσι κ’ ἔγινε. Ἤπιανε κι αὐτοὶ ἀπὸ τὸ παλαβὸ νερὸ καὶ τρελλαθήκανε καὶ κρίνανε τρελλὰ κι ἄδικα, κι ὁ κόσμος ἀπόμενε εὐχαριστημένος καὶ πολυχρονίζανε τὸν σουλτᾶνο».




Θαρρῶ, πὼς κάτι παρόμοιο γίνεται καὶ σήμερα στὸν τόπο μας. Ἐμεῖς, ὅμως, δὲ θὰ χύσουμε τὸ λίγο νερὸ ποὺ εἶναι ἀκόμα φυλαγμένο μέσα στὴ στέρνα τῆς παράδοσης. Μὰ θὰ πίνουμε ἀπ’ αὐτὸ τὸ καλὸ νερό καὶ θὰ καλοῦμε νὰ πιοῦνε κ’ οἱ ἄλλοι Ἕλληνες, ποὺ τοὺς ξεραίνει ὁ λίβας τῆς ξενομανίας. Νὰ πιοῦνε καὶ νὰ δροσισθοῦνε ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν πέτρα, ἀπὸ τὸ καλὸ καὶ τ’ ἀθάνατο νερό μας, ἀπὸ «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν».




(«Ευλογημένο καταφύγιο», Εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ)

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2024

Στα σκοτάδια τους, εμείς θα ανάβουμε καντήλια.



Zoύμε σε μια εποχή που αν κάνεις τον Σταυρό σου είσαι ταλιμπάν και μεσαιωνικός,
ενώ αν πιστεύεις σε μπλε κρυστάλλους, αστρολόγους και σκόνες επαναφοράς είσαι προοδευτικός και trendy.
Αν κάνεις το Πάσχα νηστεία τότε είσαι παλαϊολιθικός, ενώ αν είσαι vegan, ωμοφάγος, χορτοφάγος κλπ, ο άλλος σε κοιτάει με θαυμασμό λες και κέρδισες μετάλλιο σε Ολυμπιάδα.
Αν πεις σε παρέα ότι είσαι βουδιστής, ακολουθείς τη φιλοσοφία των Σούφι ή τη διδασκαλία του Επίκτητου θα μείνουν όλοι με το στόμα ανοικτό από θαυμασμό, ενώ αν ομολογήσεις ότι είσαι Ορθόδοξος Χριστιανός και πηγαίνεις στην Εκκλησία θα απογοητευτούν όλοι και θα σου πούνε ότι έμπλεξες με τις θρησκευόμενες γιαγιάδες.
Σου λένε οι περισσότεροι ότι είναι κατά των θρησκειών και ότι δεν υπάρχει διάβολος κλπ, αλλά πρώτοι έχουν το ματάκι στο αυτοκίνητο και στην κούνια του παιδιού τους, ενώ μπορεί να ασχολούνται με τον παγανισμό ή με μεταφυσικά φαινόμενα. Αν τους πεις ότι ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος βγάζουνε καντήλες στο σώμα.
Aν είσαι παντρεμένος αρκετά χρόνια και είσαι πιστός στον γάμο σου, θεωρείσαι ακραίος, ενώ αν κάνεις και καμιά απιστία θεωρείται ανανέωση του συζυγικού όρκου.
Αν διαφωνείς με ότι προτάσσει το σύστημα και οι προπαγάνδες του είσαι ακραίος και επικίνδυνος.
Αν στέκεσαι όρθιος στο άκουσμα της Εθνικού Ύμνου και στον κυματισμό της Ελληνικής σημαίας είσαι φασίστας και εθνικιστής.
Αν κουβεντιάζεις ήρεμα και υποστηρίξεις ότι το μεταναστευτικό θέλει διαχείριση, θα σε πούνε απάνθρωπο και ότι πρέπει να είμαστε ξέφραγο αμπέλι για τον οποιονδήποτε.
Αν η τέχνη υβρίζει τον Χριστό και τη σημαία τότε είναι προοδευτική, trendy και κουλτουριάρα. Αν όμως κάνεις ένα αστείο για μια άλλη πίστη σε μια θεατρική παράσταση, θα σε κλείσουν φυλακή. Όπου τους βολεύουν όλα.
Ζούμε σε μια εποχή που η αρρώστια και ο εθισμός είναι κουλτούρα. Αν κάποιος είναι παχύσαρκος 200 κιλά και του πεις με αγάπη να αδυνατήσει για να μην πεθάνει, ή σε κάποια με νευρική ανορεξία, να δει ειδικό τότε έπεσες σε body shaming.
Ζούμε στην εποχή που την κομψότητα την αντικατέστησε η χυδαιότητα.
Μπορεί ένα παιδί 15 χρονών να αλλάξει φύλο, αλλά δεν μπορεί να οδηγήσει αυτοκίνητο, να πιει αλκοόλ ή να ψηφίσει.
Ζούμε στην εποχή που μπορείς να αυτοπροσδιορίζεσαι και ως αντικείμενο.
Αν το παιδί σου κάνει παρέλαση σαν τσολιαδάκι την 28η/10 ή την 25η/3 θεωρείσαι φασίστας και κακοποιητής του παιδιού σου ότι το μεταμορφώνεις σε εθνικιστή και ακραίο, ενώ αν ο γιος σου φορέσει ζατιέρες σε gay pride με ιερα ή εικόνες στα απόκρυφα μέλη τους. (Το απαράδεκτο αυτό γεγονός το είδαμε σε gay pride όπου κάποιος είχε βάλει την εικόνα του Αγίου Νικολάου στα γεννητικά του όργανα). Τότε είσαι υπερήφανος γονέας.
Κόπτονται για το αυγό ενός Βασιλικού αετού ή τα αυγά της χελώνας καρέτα-καρέτα και εντάσσονται σε οργανώσεις για τα δικαιώματα και τη σωτηρία τους, ενώ για το παιδί στην κοιλιά μια γυναίκας σου λένε ότι απλά είναι μια μάζα κυττάρων και τίποτα περισσότερο. Το παιδί έχει δικαιώματα έξω από την κοιλιά αλλά μέσα στην κοιλιά είναι απλά ένα τίποτα.
Ζούμε στην εποχή που στη Γερμανία έγινε διαδήλωση από ανθρώπους που ήθελαν να αυτοπροσδιορίζονται σαν σκύλοι και να έχουν δικαιώματα.
Ζούμε στην εποχή που αν πατήσεις κατά λάθος μια γάτα με το αμάξι θα κλείσει από διαδήλωση το Σύνταγμα, ενώ αν σε φάει το σκυλί του γείτονα δεν θα μιλήσει κανείς.
Ζούμε στην εποχή που τα δικαιώματα των ζώων είναι πάνω από τα δικαιώματα του ανθρώπου. (Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αγαπάμε τα ζώα).
Είσαι προοδευτικός που θέλεις να παντρευτείς ένα χαλί, ένα άλογο ή ένα μαξιλάρι, αλλά αν θέλεις να παντρευτείς μια γυναίκα στην Εκκλησία και να κάνεις οικογένεια θεωρείσαι άνθρωπος των σπηλαίων.
Σου λένε για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών, αλλά δεν τους χαλάει η γυναίκα να είναι μηχανή παραγωγής παιδιών επι χρήμασι για ένα ομόφυλο ζευγάρι.
Θα πηγαίνει ο Νίκος ο οποίος είναι πχ υδραυλικός με τη Μαρία που είναι ιδιωτική υπάλληλος και οι δύο πιστοί Χριστιανοί να υιοθετήσουν ένα παιδάκι και θα τους κόβουνε επειδή είναι άφραγκοι και θρησκευόμενοι. Θα πηγαίνει όμως ένα ομόφυλο ζευγάρι να πάρουν ένα παιδάκι με ένα εξαψήφιο αριθμό χρημάτων στην τράπεζα και θα το παίρνουν σε λίγες ώρες.
(Δεν έχουμε κάτι με τους ομοφυλόφιλους, αγαπάμε κάθε άνθρωπο όποιος κι αν είναι και ό,τι κι αν πιστεύει. Στην πραγματικότητα και οι ομοφυλόφιλοι έχουν πέσει θύματα του σάπιου συστήματος).
Μια σάπια κοινωνία που η ψευτοπροοδευτικότητά της την οδηγεί στον γκρεμό και στον θάνατο.
Το πείραμα έγινε και απέτυχε. Ο ασθενής κατέληξε. Βγάλαμε τον Χριστό από τη ζωή μας και είδαμε τα αποτελέσματα.
Θα αντιστεκόμαστε στο σκοτάδι μέχρι τέλους ανάβοντας το Φως του Χριστού.
Όσο θα απλώνουν το σκοτάδι τους εμείς θα ανάβουμε καντήλια.
Όσο θα ουρλιάζουν εμείς θα προσευχόμαστε.
Όσο θα μας βρίζουν εμείς θα συγχωρούμε.
Καλή μετάνοια σε όλους . . .

ψαρευμένο από το διδίκτυο (άγνωστος συγγραφέας)

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

Δήθεν Χριστούγεννα



ΤΑ ΔΗΘΕΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ» και οι θιασώτες τους.

Δηθενχριστουγεννιάτικη επιθεώρηση

Είναι πλέον πολύ έντονο στις μέρες μας η μόδα των «δήθεν χριστουγέννων». Πρόκειται, κατ΄ουσίαν, για ένα χειμωνιάτικο καρναβάλι. Μια προσπάθεια δηλαδή κάποιων ανθρώπων να ξεφαντώσουν (δεν με αφορά αυτό ιδιαίτερα), αλλά και να διαπομπεύσουν και να ξεφτίσουν τα πραγματικά Χριστούγεννα, ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ στις παιδικές καρδιές (αυτό αφορά όλους τους Ορθοδόξους χριστιανούς γονείς και τους τυχόν ανυποψίαστους που συμμετέχουν σε τέτοια καρναβάλια).



Πρόκειται για ανθρώπους – μέλη θιάσων ποικίλων φιλοσοφιών, τάξεως και επαγγέλματος (δάσκαλοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, πολιτικοί, κ.α.). Άνθρωποι, είτε αδιάφοροι με την Πίστη των Ορθοδόξων (αλιβάνιστοι), είτε αντίχριστοι, είτε ανατολικών θρησκευτικών πεποιθήσεων (οπαδών της γιόγκα κ.α.), είτε δυτικοδιάνοιες (με προτίμηση στις «αμερικανιές» και τα φιλανθρωπικά γκαλά), είτε «άθεοι», είτε απλά μανιώδεις καταναλωτές. Ενίοτε σε αυτή την πάστα – κράμα εμπεριέχονται και ίχνη εθνομηδενιστών, φυλομηδενιστών, φιλοτομαριστών αλλά και ατερμάτιστων αναρχικών.

Το μεγάλο σφάλμα – ψέμα έγκειται στον μαγαρισμό της λέξεως Χριστούγεννα και του περιεχομένου της εορτής της Γεννήσεως του Χριστού. Η πονηριά – διαβολή είναι ότι χρησιμοποιούν μια «δήθεν χριστουγεννιάτικη» επικάλυψη στο καρναβαλικό τους ξεφάντωμα.

Πότε και πώς στήνουν ένα «δήθεν Χριστούγεννα».

Η συνταγή είναι απλή:

1. Επιλέγουν για ημερομηνία κάποια μέρα των παραμονών της ορθόδοξης εορτής των Χριστουγέννων.

2. Φέρνουν έναν ευτραφή ή –έστατο (χοντρούλη δηλ.) «βασιλάκη», κατα προτίμηση μπάσο στην φωνή για να βγαίνει καλά το χοχοχο, για να μοιράσει δωράκια στα παιδάκια.

3. Οργανώνουν το φαγητό (π.χ. hot dog κ.α. αρτύσιμα), τα γλυκά, χορό και ποτό.

4. Στολίζουν με γκί, κλώνους Ρούντολφ, ξωτικά με μυτερά αυτάκια σαν διαβολάκια (ταιριάζουν απίθανα) και άλλους κλώνους «βασιλάκια», δέντρα και μπάλες (γυαλιστερές ή χιονισμένες).

5. Από ένα τέτοιο καρναβάλι δεν γίνεται να λείπουν και οι μάσκες. Διαθέτει λοιπόν το πακέτο μουτσουνομουτζούρωματα και τατού.

Για να καταλάβουμε την διαβολή αυτή και τον μαγαρισμό της εορτής των Χριστουγέννων ας δούμε και,

πότε και πως στήνονται τα Ορθόδοξα, και άρα αληθινά Χριστούγεννα.

1. 40 μέρες πριν με νηστεία δηλ. (με τα άλλα που περιλαμβάνει η νηστεία) απέχουμε από κρέατα, αυγά, τυριά και… hot dog (απορώ πως οι ζωόφιλοι δεν αντιδρούν για αυτή την ονομασία).

2. Εγκράτεια.

3. Προσευχή.

4. Συχνή Εξομολόγηση.

5. Συχνότερος Εκκλησιασμός.

6. Θεία Μετάληψη.

Δηλαδή, καταλαβαίνετε αγαπητοί και καλοδιάθετοι αναγνώστες, ΚΑΜΙΑ ΣΧΕΣΗ (μα καμία σας λέω) τα αληθινά με τα «δήθεν» και κίβδηλα, τα παραδοσιακά με τα «γιαλαντζί». Τα «δήθεν χριστούγεννα» ΔΕΝ είναι Χριστούγεννα. Συμμετέχοντας σε αυτά ΔΕΝ γιορτάζουμε Χριστούγεννα. Απλά, γινόμαστε δήθεν με τους δήθεν.

Αυτό που πρέπει επίσης να καταλάβουν οι διοργανωτές των «δήθεν» είναι ότι είναι πολύ τίμιο, αξιοπρεπές και σεβαστό στην τελική, το να λέμε τα σύκα σύκα και την σκάφη σκάφη. Όλα με το όνομά τους και την σημασία τους.

Τέλος, μην ξεχνάμε ότι (τα) «δήθεν» από (τους) «δήθεν» ισούται με ξυλοκέρατα, απαραίτητα προς χορτασμό της πνευματικής πενίας και πείνας.

Καλά και Ευλογημένα Χριστούγεννα.

παπα-Παύλος Καλλίκας

υ.γ.

Και μια μικρή καλοπροαίρετη ταπεινή συμβολή μου στα «δήθεν χριστούγεννα», με αποδέκτες τα σχολεία μας, τους συλλόγους μας και τους λοιπούς διοργανωτές (χωρίς πνευματικά δικαιώματα και οικονομική επιβάρυνση) … εεεε μέρες που είναι. Επισυνάπτω, λοιπόν, εναλλακτικές ονομασίες συνώνυμες με τα «δήθεν», προς άρση τυχόν παρεξηγήσεων:

Ρουντόλφγεννα, Κουραμπιεδογιορτές, Χειμωνιάτικο καρναβάλι, Γιορτή του τσίπουρου, Χορός των ξωτικών ή της δεντρόμπαλας, Μουτζουροπαντρέματα, Γιορτή της «σούπας».

adellinfm
ΔΗΘΕΝΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ σε προάστειο κοντά στο Σίδνεϋ, με τραγούδια, χορούς, φαγητά, παιχνίδια για τα παιδιά και προσωπομουντζουρώματα.

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2023

Κακοδοξίες λίστα



Ιωάννης Μακαρούνης:

Επειδή με τον υπερ-καταιγισμό των εξελίξεων των ημερών μας, πολέμους, εθνικές μειοδοσίες, φτώχιες, δυστοπικές και νεοταξίτικες νομοθεσίες, Θεομηνίες και ούτω καθ’ εξής, ξεχνάμε τα σοβαρά, εγώ θα επιμείνω εμμονικά να τονίζω την πραγματική πηγή των δεινών που αφορούν πρωτίστως τον Έλληνα.

Η Ιεραρχία της Εκκλησίας ήταν πάντοτε επιρρεπής στο να υιοθετεί αιρέσεις. Μέσα σε 2000 χρόνια, από τον Αρειανισμό και τον Νεστοριανισμό μέχρι τον Μονοφυσιτισμό και τον Παπισμό, η Ιεραρχία της Εκκλησίας υιοθέτησε και καταδικάστηκε για πάνω από 30 σχίσματα και αιρέσεις.
Η τελευταία αιρετική εκτροπή της Ιεραρχίας ήταν το κίνημα των Ενωτικών (1261-1453) και η υπογραφή της ένωσης της Εκκλησίας με τους αιρετικούς Παπικούς στην ψευδοσύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439). Όπως μας πληροφορούν οι Άγιοι Πατέρες με πρώτο τον Άγιο Γεννάδιο τον Σχολάριο, ο Θεός, προκειμένου να αποτρέψει την μιαρή αυτή ένωση, παραχώρησε παιδαγωγικά στην Ελληνική Εκκλησία (κλήρο, μοναχούς και ποίμνιο) μισή χιλιετία Οθωμανικού ζυγού.
Μέσα στην μισή αυτή χιλιετία καθημερινών ανασκολοπισμών και χαρεμιών από νεαρά Ελληνόπουλα, αγόρια και κορίτσια, ο Ρωμηός, απολυτρωμένος μεν από τον βασικό κίνδυνο της μιαρής Ένωσης, έμεινε εν πολλοίς ακατήχητος και έρμαιο των κακοδοξιών και του πνεύματος της εκκοσμίκευσης που έφερναν μαζί τους ως Διαφωτισμό οι Φράγκοι, οι Ενετοί, οι Γάλλοι, οι Άγγλοι, οι Γερμανοί, κ.ο.κ. Παπικοί και Προτεστάντες Ευρωπαίοι πέρασαν πολλές κακοδοξίες στον ακατήχητο Έλληνα, κακοδοξίες που πολέμησαν με ζήλο οι νέοι διδάσκαλοι και Πατέρες του Γένους, όπως ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος και οι υπόλοιποι Άγιοι Κολλυβάδες Πατέρες, αλλά και μεγάλοι διδάσκαλοι μετά την Απελευθέρωση όπως ο Κοσμάς Φλαμιάτος, ο Άγιος Χριστόφορος ο Παπουλάκος, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Φώτης Κόντογλου, ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, κ.ο.κ.
Ο Έλληνας όμως δεν πήρε το πενθαίωνο μάθημα του 1453. Έτσι, μια αναβαθμισμένη έκδοση των Ενωτικών επανέρχεται 70 μόλις χρόνια μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους (1832) και ενώ τα δυο τρίτα της σημερινής Ελλάδος βρίσκονταν ακόμη στα «θρανία» του μαθήματος του 1453. Από το 1902 η Ιεραρχία της Εκκλησίας πέφτει με γοργούς ρυθμούς στην αίρεση του Οικουμενισμού και στην Μασονία, οργανώσεις που εξαπλώθησαν μέσα στην Εκκλησία χέρι-χέρι. Έκτοτε και ιδιαιτέρως από την αιρετική και ληστρική ψευδοσύνοδο του Κολυμπαρίου (2016) και μετά, διανύουμε μια νέα εποχή «Φερράρας-Φλωρεντίας», όπου η συντριπτική πλειοψηφία της Ιεραρχίας έχει για μια ακόμη φορά υποκύψει και έχει υιοθετήσει πλήρως την νέα αίρεση.
Την αίρεση αυτή κατέγνωσαν -ατομικά και Συνοδικά (1983)- και πολέμησαν από νωρίς πολλοί Άγιοι της Εκκλησίας όπως ο Όσιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν Σαλός, ο Όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, ο Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, ο Όσιος Ιουστίνος ο Ομολογητής, ο Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, ο Όσιος Εφραίμ ο Αριζονίτης, ο Όσιος Αρσένιος Μπόκα ο Θαυματουργός και πολλοί Φωτισμένοι πατέρες όπως ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης, ο Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος, ο Γέρων Σίμων Αρβανίτης, ο Γέρων Γεώργιος Γρηγοριάτης, ο π. Αθανάσιος Μυτιληναίος, ο π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος και πολλοί άλλοι, για να αναφέρω από τους επαναπατρισμένους μόνο. Δυστυχώς, όπως και τότε με τις προειδοποιήσεις των Αγίων Μάρκου Ευγενικού και Γενναδίου του Σχολαρίου προς τους Ενωτικούς Ιεράρχες, έτσι και οι προειδοποιήσεις των σημερινών Αγίων δεν φθάνουν στα αυτιά της Οικουμενιστικής Ιεραρχίας μας, με τον εμφανή πλέον κίνδυνο να αναμένουμε ένα νέο μάθημα τύπου 1453 ή και πολύ χειρότερο.
Στην νέα αίρεση αυτή, ο Όσιος Ιουστίνος ο Ομολογητής προσέδωσε το προσωνύμιο «παναίρεση», διότι όπως εξηγεί ο ίδιος, ο Οικουμενισμός είναι ένα συνονθύλευμα από όλες τις σύγχρονες αλλά και από πολλές παλαιότερες αιρέσεις. Ας θυμηθούμε μερικές από τις κακοδοξίες των Οικουμενιστών.
1. Παπικό Πρωτείο. Την γνωστή αυτή Παπική κακοδοξία την έχουν μάλιστα υπογράψει οι Οικουμενιστές στο Συνέδριο της Ραβέννα.
2. Θεωρία του «πρώτου άνευ ίσων». Εμπνεύσεως Πατριάρχου Βαρθολομαίου. Θαμπωμένος από την εξουσία του Πάπα, εμπνεύστηκε την κακοδοξία ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει πρωτείο εξουσίας και όχι μόνο τιμής, ώστε να γίνει και αυτός ένας «Πάπας της Ανατολής».
3. Επισκοποκεντρισμός – Δεσποτοκρατία: Εμπνεύσεως Επισκόπου Περγάμου Ιωάννου Ζηζιούλα. Κακοδοξία εμπνευσμένη από τον Παπισμό, ότι τα Μυστήρια τελούνται εις το όνομα του Επισκόπου και όχι εις το όνομα της Αγίας Τριάδος ή στο όνομα του Χριστού και συνεπώς, εάν δεν μνημονεύεται ο Επίσκοπος τα Μυστήρια είναι άκυρα. Την κακοδοξία εμπνεύστηκε προκειμένου να κάμψει κάθε αντίσταση της Εκκλησίας (κληρικών, μοναχών και λαϊκών) απέναντι στους Οικουμενιστές Επισκόπους.
4. Θεωρία των δυο πνευμόνων. Παπο-Οικουμενιστικής εμπνεύσεως, ότι τάχα η Εκκλησία αποτελείται από δυο «πνεύμονες», τον Παπισμό και την Ορθοδοξία.
5. Θεωρία των κλάδων. Κακοδοξία Προτεσταντικής προελεύσεως, ότι την Εκκλησία, ως «δέντρο», την αποτελούν όλες οι «Χριστιανικές» ομολογίες, όπως τα κλαδιά του δέντρου, και κάθε ομολογία (κλαδί) κατέχει μόνον μέρος της Αλήθειας. Όλες οι ομολογίες (αιρέσεις) μαζί συνθέτουν ολόκληρη την Αλήθεια. Βάσει αυτής της κακοδοξίας οι Οικουμενιστές αναφέρουν όλες τις αιρέσεις ως Εκκλησίες.
6. Θρησκευτικός Συγκρητισμός. Η κακοδοξία ότι η Ορθοδοξία δεν είναι η μοναδική πηγή της Αληθείας και της Σωτηρίας. Δεν είναι άλλο από μια διευρυμένη διατύπωση της Προτεσταντικής θεωρίας των «κλάδων» ώστε να «πιάσει» και τις μη «χριστιανικές» ομολογίες.
7. Θεωρία της διηρημένης Εκκλησίας. Κακοδοξία εμπνεύσεως Πατριάρχου Βαρθολομαίου. Είναι στην ουσία η Θεωρία των Κλάδων με άλλα λόγια. Ότι δηλαδή η Εκκλησία ήταν κάποτε μια και πλήρης και έχει πλέον διαιρεθεί με τα τόσα σχίσματα, οπότε και οφείλουμε να επανενώσουμε τα μερίσματα αυτά σε μια πλήρη Εκκλησία.
8. Θεωρία της Βαπτισματικής θεολογίας. Κακοδοξία Προτεσταντικής προελεύσεως, ότι το Βάπτισμα όλων των ομολογιών είναι έγκυρο και συνεπώς είμαστε όλοι «Χριστιανοί».
9. Θεωρία της αοράτου ενότητος. Κακοδοξία η οποία λέει ότι η Εκκλησία αποτελείται από τους «Χριστιανούς» όλων των ομολογιών. Έτσι, ενώ ορατώς φαίνεται διηρημένη, υπάρχει μια αόρατη ενότητα μιας και όλοι είμαστε «Χριστιανοί».
10. Θεωρία της διευρυμένης Εκκλησίας. Κακοδοξία η οποία λέει ότι η Εκκλησία είναι μια και αποτελείται από όλους τους «Χριστιανούς» όλων των ομολογιών, οι οποίες θεωρούνται ως «αδελφές Εκκλησίες».
11. Η αντίληψη ότι ο καθένας μπορεί να φτιάξει την δική του Πίστη δια της κοπτο-ραπτικής και έτσι να βαδίσει προς την σωτηρία, είναι η γνωστή Προτεσταντική κακοδοξία της «προσωπικής ερμηνείας». Από την Μετα-Πατερική, Νέο-Σχολαστική, Νέο-Βαρλααμική, Προτεσταντική αυτή κακοδοξία πηγάζουν όλες οι εκπτώσεις της Πίστεως, οι εκκοσμικεύσεις, οι νεωτερισμοί και οι εκσυγχρονισμοί περί κατάλυσης των ιερών Κανόνων, διδασκαλιών και παραδόσεων όπως οι νηστείες, η «αμνήστευση» του σοδομισμού στην συνείδηση του ποιμνίου, οι μεικτοί γάμοι, οι πολιτικοί γάμοι, η αποχή από τα Μυστήρια, η αποϊεροποίηση του Ιερού Ναού από Οίκου του Θεού και χώρο θεραπείας, προσευχής και κατάνυξης σε χώρο κοσμικών εκδηλώσεων και δει πολυθρησκευτικό, κ.ο.κ.
12. Μετα-Πατερισμός. Η κακοδοξία ότι οι Άγιοι Πατέρες (βλ. Ιερά Παράδοση, ιεροί Κανόνες, Πατρολογία, κ.ο.κ.) είτε έχουν ξεπεραστεί και χρίζουν εκσυγχρονισμού, είτε ότι, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος, συνέγραφαν υπό δαιμονική επήρεια (βλ. «θύματα του Αρχεκάκου Όφεως»). Πρωτογενή θεολογία κατά τους μετα-Πατερικούς παράγουν όσοι έχουν πτυχία θεολογίας και όχι όσοι αγράμματοι μετέχουν στις ελλάμψεις του Ακτίστου Φωτός. Πρωτεργάτης του μετα-Πατερικού κινήματος ήταν ο Περγάμου Ζηζιούλας και σημερινή έδρα των οπαδών του αιρετικού αυτού κινήματος είναι η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου. Ο μετα-Πατερισμός δεν είναι άλλο παρά η αναβίωση του Σχολαστικισμού/Βαρλααμισμού των Παπικών θεολόγων του 12ου αιώνος. Θα μπορούσε κάλλιστα να λέγεται Νέο-Σχολαστικισμός ή Νέο-Βαρλααμισμός. Από τον Μετα-Πατερισμό/Νέο-Σχολαστικισμό/Νέο-Βαρλααμισμό και τον Προτεσταντισμό απορρέει μια σωρεία άλλων κακοδοξιών.
13. Για παράδειγμα, η μασκοφορία μέσα στον Ιερό Ναό στην οποία προέτρεψαν οι Οικουμενιστές Ιεράρχες μας, κρύβει την Προτεσταντική κακοδοξία ότι ο ιερός Οίκος του Θεού και μάλιστα την ώρας της Θείας Ευχαριστίας που ανοίγουν οι Ουρανοί και γεμίζει ο Ιερός Ναός από Αγγέλους και Αγίους, δεν έχει την προστασία της Θείας Χάριτος. Μια κακοδοξία η οποία οδήγησε στο πρωτοφανές και φοβερά βλάσφημο ολίσθημα να σφραγίσουν οι Ιεράρχες μας τις πηγές Θείας Χάριτος, τους Ιερούς Ναούς, υπό τον φόβο του κορωναϊού!!!
14. Η φοβία της προσκύνησης των Αγίων Εικόνων και η απολύμανσή τους με χημικά σκευάσματα κρύβει την κακοδοξία ότι οι Άγιες Εικόνες και οι Αγιογραφίες στους τοίχους δεν μεταδίδουν την Θεία Χάρη του απεικονιζόμενου Αγίου προσώπου, κάτι το οποίο συνιστά Προτεσταντισμό, Εικονομαχία και Αγιομαχία.
[ Αρκεί να διαβάσει κανείς πως οι Βεδουίνοι του Σινά συλλέγουν την σκόνη από τους εξωτερικούς διαδρόμους του Μοναστηριού και εναποθέτοντάς την επάνω στους ασθενείς τους, τους θεραπεύουν, για να καταλάβει την βλασφημία των μασκών και των απολυμαντικών επάνω στις Άγιες Εικόνες. ]
15. Η φοβία της μετάληψης της Θείας Κοινωνίας και ο λόγος για κουταλάκια, κ.ο.κ., κρύβει την Προτεσταντική κακοδοξία ότι η Θεία Μετάληψη δεν είναι μεταβολή των Τιμίων Δώρων σε κεκαλυμμένο αλλά καθόλα πραγματικό Σώμα και Αίμα Χριστού, παρά μόνον συμβολική κατάλυση οίνου και άρτου και άρα επιρρεπής σε μετάδοση μολυσμού.
16. Για τα Οικουμενιστικά κηρύγματα του τύπου «από δω το εμβόλιο και από δω ο θάνατος» τι να πρώτο πει κανείς; Εμπίπτουν σε μια νέο-Προτεσταντική έως και αθεϊστική θεώρηση ότι ο Θεός δεν ελέγχει την Πλάση του, ότι δεν προστατεύει η Χάρις Του όπου Εκείνος ορίζει, ότι δεν ελέγχει τους ιούς και τα μικρόβια, ότι δεν ελέγχει την βιολογία των ανθρωπίνων σωμάτων, ότι η δύναμη της πίστεως δεν έχει φυσική επίδραση στην ζωή των πιστών, ότι δεν λειτουργούν οι Πνευματικοί Νόμοι, ότι η εμπιστοσύνη μας πρέπει να εναποτίθεται στην κτιστή επιστήμη των κτισμάτων του Θεού και όχι σε μια πλανεμένη εμπιστοσύνη στην αγάπη και την Πρόνοια του Κτίστη, ότι οι ασθένειες, οι επιδημίες, οι νοσήσεις, οι φυσικές καταστροφές δεν είναι αποτέλεσμα πρωτίστως της αποστασίας μας ώστε να χρίζουν πρωτίστως πνευματικής θεραπείας, ότι ο άνθρωπος έχει την δύναμη να αποφύγει μια παραχωρηθείσα από τον Θεό δοκιμασία χορηγώντας ένα κτιστό χημικό σκεύασμα, ότι η πολύ πίστη συνιστά εκπειρασμό του Κυρίου!!!, ότι δεν έχει σημασία για έναν πιστό να στηρίξει δια της επιλογής του ένα σκεύασμα το οποίο για να διατεθεί πρέπει να επιτελεσθούν χιλιάδες ανθρωποκτονίες (εμβρυοκτονίες) και το οποίο περιέχει κυτταρικές σειρές ανθρώπινης σάρκας άρα συνιστά κατάλυση ανθρώπινης σάρκας (ανθρωποφαγία), ότι οι επιστήμονες που προσπαθούσαν να παραβιάσουν το Θεόσδοτο αυτεξούσιο εκβιάζοντας τον κόσμο ήσαν καλοί Χριστιανοί και όσοι εξέφραζαν ανησυχία για τα εμβόλια αυτά ήσαν πλανεμένοι, ότι στο κάτω-κάτω, για τον πιστό, το μνήμα δεν είναι η πολυπόθητη πύλη προς την αθανασία, τον πολύ-αναμενόμενο επαναπατρισμό στην Βασιλεία των Ουρανών και την ένωση με τον Θεό, αλλά είναι θάνατος εμπρός στον οποίο πρέπει να τρέμει, κ.ο.κ.
17. Αγαπολογία. Η κακοδοξία ότι ο Θεός είναι μια τυφλή, άλογη, άσοφη Αγάπη και συνεπώς δεν θα κρίνει βάσει των προϋποθέσεων που μας παρέδωσε –δηλαδή είναι και ψεύτης και άδικος–, αλλά θα σώσει όλους τους ανθρώπους όπως είναι, αιρετικούς, αλλοδόξους, αθέους και αμαρτωλούς, όλους αμετανόητους. Για παράδειγμα, δεν χρειάζεται πλέον να εγκαταλείψει ο Μονοφυσίτης ή ο Παπικός την αίρεσή του, ο Βουδιστής τον Βουδισμό του, ο άθεος την αθεΐα του και ο ομοφυλόφιλος τον σοδομισμό και την αρσενοκοιτία του. Η νέο-Προτεσταντική αυτή κακοδοξία της «αγαπολογίας» δεν είναι άλλη από την εκλεπτυσμένη μετεξέλιξη της αιρέσεως του Νικολαϊτισμού.
18. Για να μην αναφερθώ στα δεκάδες κηρύγματα και αποστατήματα των Οικουμενιστών Ιεραρχών μας περί αμαρτωλού Ιησού, Χριστοτόκου και όχι Θεοτόκου Παναγίας, απαγγελίας του Φιλιόκβε, Εικόνων της «Αγίας Οικογενείας», έκδοσης και διανομής του Κορανίου, κ.ο.κ.
19. Για να μην αναφερθώ σε υπογραφές και αποδοχές από την Οικουμενιστική Ιεραρχία μας σε επίσημα δογματικά κείμενα όπου στην ουσία αποκηρύσσουμε το Σύμβολο της Πίστεως μιας και αποδεχόμαστε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν κατέχει όλη την αλήθεια (Τορόντο), ότι οι Ορθόδοξοι δεν είμαστε πλέον η Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία (Νέο Δελχί), ότι αποδεχόμαστε επίσημα το «Διάταγμα περί Οικουμενισμού» της Παπικής Β΄ Βατικανείας Συνόδου, ότι ξαφνικά οι Μονοφυσίτες δεν είναι αιρετικοί (Σαμπεζύ), ότι οι Παπικοί ξαφνικά έχουν έγκυρα Μυστήρια (Μπαλαμάντ), ότι μόνο εάν βρισκόμαστε σε κοινωνία με το σύνολο των χιλιάδων αιρέσεων αποτελούμε Εκκλησία (Πόρτο Αλέγκρε), ότι αποδεχόμαστε το Πρωτείο του Πάπα (Ραβέννα), ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι το ίδιο υπεύθυνη (κακόδοξη, αιρετική) με τις αιρέσεις (Πουσάν), ότι αποδεχόμαστε και Συνοδικά την παναίρεση του Οικουμενισμού, ότι δηλαδή δεν υπάρχουν πια αιρέσεις παρά μόνον «ετερόδοξες Χριστιανικές Εκκλησίες», καθώς και ότι πρωτοστατούμε στην ένωση της Εκκλησίας μετά των αιρέσεων (Κολυμπάρι).
[ Όχι ότι οι υπογραφές των Ιεραρχών μας στα επίσημα δογματικά πορίσματα των ανωτέρω «διαχριστιανικών» Συνεδρίων αποτελούν προδοσία Πίστεως μικρότερης βαρύτητας, αλλά ιδιαιτέρως η αιρετική και ληστρική ψευδοσύνοδος του Κολυμπαρίου, καθότι Σύνοδος Ιεραρχών, ήταν μια νέα, μονομερής αλλά κανονικότατη, Φερράρα-Φλωρεντία. ]
20. Για να μην αναφερθώ τέλος, σε αλληλο-Χρίσματα και συμπροσευχές ακόμη και εντός του Ιερού Βήματος, Οικουμενιστών Ιεραρχών μας με Μονοφυσίτες, Παπικούς και Προτεστάντες, ή ακόμη και κρυφο-φανερά κοινά Ποτήρια.
Όχι ότι θα το πίστευε ποτέ κανένας εχέφρων άνθρωπος, αλλά κατέρρευσε παταγωδώς το πονηρό επιχείρημα ότι προσχωρούμε στους «διαχριστιανικούς» διαλόγους για να επαναφέρουμε τους αιρετικούς στην Εκκλησία. Απεδείχθη ότι ο σκοπός ήταν το ακριβώς αντίθετο. Οι διάλογοι ήταν απλά ένας ύπουλος τρόπος για να εισάγουν οι Οικουμενιστές Ιεράρχες την αίρεσή τους στην Εκκλησία.
Φαίνεται λοιπόν ξεκάθαρα ότι η αίρεση του Οικουμενισμού ενσωματώνει κακοδοξίες, είτε αυτούσιες είτε παραλλαγμένες, από υπάρχουσες και παλαιότερες αιρέσεις όπως τον Μονοφυσιτισμό, τον Μονοθελητισμό, τον Παπισμό, τον Προτεσταντισμό, τους παλαιούς Ενωτικούς, τους Εικονομάχους, τους Σχολαστικούς, τους Βαρλααμιστές, τους Νεστοριανούς, τους Αρειανιστές, τους Πνευματομάχους, τους Ναζωραίους, τους Γνωστικούς, τους Νικολαΐτες, τους Απολιναριστές, τους Πελαγιανιστές, τους Παυλικανούς και άλλους. Σοφότατα ο Όσιος Ιουστίνος ο Ομολογητής χαρακτηρίζει την νέα αυτή αίρεση του Οικουμενισμού ως «παναίρεση».
Ένα φρικτό ερώτημα πλανάται τον τελευταίο καιρό πάνω από τα κεφάλια μας. Εφόσον, όπως μας πληροφορούν οι Άγιοι Πατέρες, ο Θεός παραχώρησε μισή χιλιετία κτηνώδους Οθωμανικής Σαρίας εξ αιτίας του ότι ακολουθήσαμε τους Ενωτικούς Ιεράρχες μας στην προδοσία της Πίστεως και στην προσχώρηση σε μια και μόνο αίρεση, αυτή του Παπισμού, τότε τι μας περιμένει σήμερα που ακολουθούμε αδιαμαρτύρητα τους Οικουμενιστές Ιεράρχες μας στον Οικουμενισμό που συγχωνεύει όλες τις αιρέσεις της Ιστορίας; Είναι μήπως τυχαίο που οι Φωτισμένοι των ημερών μας βλέπουν ότι έχει ήδη αρχίσει να αχνοφαίνεται ο πύρινος πέλεκυς που κατέρχεται από τον Ουρανό;
Και το πιο τρομακτικό είναι το ότι για πρώτη φορά στην ιστορία έπεσε και αυτό που ήταν πάντοτε το προπύργιο της Ορθοδόξου ορθοτόμησης και ομολογίας, το Άγιον Όρος. Ο Οικουμενισμός και τα «αργύρια» των ΕΣΠΑ πέτυχαν τον σκοπό τους και οι αντιδράσεις από το Περιβόλι της Παναγίας είναι μετρημένες στα δάχτυλα και στην καλύτερη περίπτωση αναιμικές, σπρώχνοντας έτσι πολλά προδομένα μέλη της Εκκλησίας να βρουν ομολογιακή ανάπαυση στις μη κεκριμένες σχισματο-αιρετικές τάξεις των αγιομάχων ΓΟΧ. Πάνε μόλις 50 χρόνια από τότε που σύσσωμο το Άγιον Όρος αλλά και πολλοί Μητροπολίτες διέκοπταν την κοινωνία και την μνημόνευση του Αθηναγόρα για απείρως ελαφρύτερες αποστασίες από αυτές του Βαρθολομαίου. Που πήγαν αυτοί οι Αγιορείτες; Που είναι ο ξεσηκωμός τους; Που πήγε έστω η γραφίδα τους να αφυπνίσουν στον κόσμο; Επιτρέψαμε στις ημέρες μας να επαληθευτούν όσα προφήτευσαν οι Άγιοι Πατέρες για τον κλήρο και το Άγιο Όρος των εσχάτων καιρών.
Το τι κάνουν οι πραγματικοί Χριστιανοί, εκείνοι οι οποίοι η ενσυνείδητη αγάπη για το Πρόσωπο του Χριστού δεν τους επιτρέπει να ανέχονται την ανίερη αυτή επίθεση κατά του αγαπημένου πατρός τους, συνοψίζεται σε δυο Αγιοπατερικά αποφθέγματα:
Όσιος Θεόδωρος ο Ομολογητής ο Στουδίτης: «Είναι εντολή του Θεού να μιλούμε όταν προσβάλλονται τα της Πίστεως. Μίλα, λέγε και μην σιωπάς. Διότι εαν σιωπάς, δεν αναπαύεται η ψυχή μου σε εσένα. Και εάν σιωπήσετε, θα φωνάξουν οι πέτρες. Ώστε όταν πρόκειται περί Πίστεως, δεν μπορείς να πείς: «ποιός είμαι εγώ που θα μιλήσω; Ιερέας είμαι; Όχι. Κάποιος αρμόδιος με τέτοια εξουσία; Ούτε αυτό. Κάποιος αξιωματικός έστω; Από που κι’ ως πού; Αγρότης; Ούτε κάν αυτό δεν είμαι. Είμαι ένας φτωχός που παλεύει όλη μέρα για ένα κομμάτι ψωμί. Δεν μου πέφτει κανένας λόγος για τα περί Πίστεως.» Ουαί κι’ αλλοίμονο! Οι πέτρες φωνάζουν και εσύ μένεις σιωπηλός και αδιάφορος; Η άψυχη φύση εισάκουσε την εντολή του Θεού (να αντιδράσει) και εσύ καταστροφέας; … Και θα σου αποδοθούν ευθύνες από τον Θεό την ημέρα της Κρίσεως, και επειδή δεν μίλησες, ακόμη και εάν είσαι ζητιάνος, θα δώσεις λόγο για την σιωπή σου. … Ώστε και αυτός ο φτωχός δεν θα έχει καμία δικαιολογία την ημέρα της Κρίσεως, και θα κατακριθεί μόνο και μόνο επειδή δεν άρθρωσε λόγο όταν έπρεπε.»
Όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος: «Κάθε κληρικό του οποίου η Πίστις, οι λόγοι και τα έργα δεν συμφωνούν με τις διδασκαλίες των Αγίων Πατέρων να μην τον δεχόμαστε στην οικία μας. Αλλά να τον αποστρεφόμεθα και να τον μισούμε ως δαίμονα, έστω κι αν ανασταίνει νεκρούς και κάνει μύρια θαύματα.»
Το τι κάνουν οι τυφλοί, μας το λένε οι ίδιοι οι τυφλοί οδηγοί τους, οι Οικουμενιστές: Αδιάκριτη υπακοή ακόμη και σε ζητήματα Πίστεως. Η τυφλή υπακοή σώζει λένε οι Οικουμενιστές…
…όπως έσωσε τους τυμπανιαίους κληρικούς του Βέκκου και όπως κράτησε το Παπο-Προτεσταντικό ποίμνιο μέσα στην Εκκλησία θα συμπληρώσω εγώ…

Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023

π. Κωνσταντῖνος Στρατηγόπουλος: Ἡ ἀκραία διαστροφή πιά, νά ποῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά δεχτεῖ κι αὐτούς τούς συμπαθεῖς ἀνθρώπους. Ὄχι δέν εἶναι καθόλου συμπαθής ἡ διαστροφή αὐτή καί τούς ἀνθρώπους τούς δέχομαι, ὄχι ὅμως τή διαστροφή τους!



Ἡ διαστροφή τῆς ὁμοφυλοφιλίας καί ἡ θεραπεία της κατά τήν Ὀρθόδοξη παράδοση
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, πού ἔγινε στά πλαίσια τῶν κατηχητικῶν ἀναλύσεων τῶν Ὅρων κατ᾽ ἐπιτομήν 225, 226 καί 229 τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, στόν Ἱερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου, Δικηγορικῶν Γλυφάδας, τό Σάββατο 14-01-2006.
Συνεχίζοντας τίς ὁμιλίες μας αὐτές, μετά ἀπό τή σύντομη ἑορταστική διακοπή, νά εὐχηθῶ σέ ὅλους σας καλή κι εὐλογημένη χρονιά νά ἔχετε. Δέν λέμε χρόνια πολλά, πού εἶναι κάτι πολύ σχετικό γιά τά μέτρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐφόσον τά χρόνια τά πολλά ἔρχονται σέ μιά, θά ᾽λεγα ἔτσι, διανοητική ἀντιπαλότητα μέ τό στοιχεῖο τῆς αἰωνιότητας, ἀλλά νά ᾽ναι χρόνια εὐλογημένα, πού θά σᾶς ὁδηγήσουν αὐτά τά χρόνια στό χῶρο τῆς αἰωνιότητας. Χρησιμοποιοῦμε τό χρόνο γιά νά φτάσουμε στήν αἰωνιότητα, ὄχι ὁ πολλαπλασιασμός τοῦ χρόνου, πού θά μᾶς κάνει κάτι καλύτερο. Ὅπως λέει καί ἡ Γραφή, «γῆρας τό τίμιον οὐ τό πολυχρόνιον», ἕνας πού... καταξιώθηκε ἤ χαριτώθηκε νά ᾽χει χρόνια, πού εἶναι γεροντικῆς ἡλικίας, δέν σημαίνει πού καταξιώθηκε λόγω ἀκριβῶς τῆς χρονικῆς του παρουσίας πάνω στή γῆ, ἀλλά γιά ἐκεῖνο, τό ὁποῖο εἶναι εὐλογημένο κι ἁγιασμένο. Οὐ, λοιπόν, τό πολυχρόνιο, ἀλλά τό εὐλογημένο μετράει γιά μᾶς.
Μέσα ἀπ᾽ αὐτές τίς χρονολογικές εὐχές μας, πού εὐχόμαστε ἀπό τή σχετικότητα τοῦ χρόνου νά πᾶνε στήν ἀπολυτότητα τῆς αἰωνιότητας, νά συνεχίσουμε τίς ἀναλύσεις μας, πού ἔχουν σάν ἐργαλεῖο καί σάν ὄργανο, βέβαια, κείμενα πατερικά, πού εἶναι πάρα πολλά τά κείμενα καί σίγουρα θέλουν πολλές ἀναλύσεις καί πολύπτυχα νά τίς δοῦμε, τῶν Ὅρων κατ᾽ ἐπιτομήν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀλλά πού πάντοτε συνδυάζουμε αὐτές τίς ἀναλύσεις μέ κάποιο ἐπίκαιρο γεγονός καί μᾶς βοηθοῦν πάντοτε οἱ Ὅροι κατ᾽ ἐπιτομήν γιά νά προσδιορίσουμε καλύτερα τήν ἐπικαιρότητα, πού πάντοτε μᾶς δίνει ἐρεθίσματα καί πάντοτε μᾶς δίνει ἀφορμές, μιά πού εἶναι κάτι ζωντανό ἡ ἐπικαιρότητα καί εἶναι πρός ἀξιοποίηση· καί αὐτό πού λέω πάντοτε, ὅτι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί δέν φοβόμαστε τήν ἐπικαιρότητα, ἐπειδή ζοῦμε στόν κόσμο.


Τό ἐπίκαιρο εἶναι τό ἐπί καιροῦ, εἶναι κάτι πολύ προσωρινό, ἀλλά ἐμεῖς δέν φοβόμαστε τό ἐπίκαιρο, ἀφοῦ καί τώρα, αὐτή τή στιγμή, ζοῦμε ἐπίκαιρα, ζοῦμε αὐτό τό λεπτό, αὐτή τήν ὥρα τῆς ζωῆς μας καί ἡ ἐπικαιρότητα μπορεῖ νά εἶναι τόσο πληθωρική αὐτή τήν ἐποχή, μάλιστα μέ τά μέσα τῆς ἐνημερώσεως, πού πολυποίκιλα γεμίζουν τίς ἀκοές μας καί τό νοῦ καί τήν καρδιά μας μέ τίς τρέχουσες εἰδήσεις, πού μπορεῖ νά γίνουν πληθωρικές καί κουραστικές καί πληθωριστικές καί νά χάσουν τήν ἀξία τους· ἀλλά τολμῶ νά πῶ ὅτι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, ἐπειδή δέν ζοῦμε μανιχαϊκά, ἀλλά ζοῦμε ὀρθόδοξα, ἀξιοποιοῦμε τήν ἐπικαιρότητα μ᾽ ἕναν τρόπο εὐλογημένο, δηλαδή δέν ἀκοῦμε ἁπλῶς γιά νά γεμίσουμε τά αὐτιά μας μ᾽ ἐμπειρίες ἀκοῶν.


Ἀκοῦμε γιά ν᾽ ἀκούσουμε τί συμβαίνει στόν κόσμο καί τουλάχιστον νά πάρουμε ἐρεθίσματα ἀπ᾽ αὐτό καί αὐτή εἶναι, θά ᾽λεγα, ἡ ἀποκλειστική δυνατότητα πού μπορεῖ νά ἀκοῦμε τήν ἐπικαιρότητα, εἶναι νά πάρουμε τίς ἀκοές τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου καί ὅλα αὐτά νά μετασχηματιστοῦν ἤ σέ μιά πράξη ζωῆς, ἄν εἶναι δυνατό, κάπου νά σταθεῖς πλάι σέ κάποιον ἄνθρωπο ἤ ἀκόμη περισσότερο, ἐφόσον δέν μπορεῖ νά γίνει πράξη ζωῆς ἡ κάθε εἴδηση πού ᾽ρχεται, νά γίνει ἕνα ἀντικείμενο προσευχῆς κι ἔτσι ὁ πόνος, ἡ κραυγή τῆς ἀγωνίας, τῆς πείνας, τῆς δίψας, τῆς καταπιέσεως, τῆς ἀδικίας, πού διατρέχει συνήθως τά δελτία ἐνημερώσεως, πού δέν μπορεῖ νά εἶναι ὡραιοποιημένα, πάνω στήν τραγωδία στέκονται -τά ὡραῖα τά πράγματα εἶναι κρυμμένα πάντοτε, ὅπως οἱ ἅγιοι εἶναι κρυμμένοι πάντοτε- μᾶς δίνουν ἀφορμή γιά πολύ βαθύτερη προσευχή.


Κι ἔτσι δέν μέ πειράζει ἡ ἐπικαιρότητα κι ἀσχολοῦμαι μέ τήν ἐπικαιρότητα καί τήν ἀξιοποιῶ, κατ᾽ ἐξοχήν, ὅσο ἐπιτρέπει ὁ λειτουργικός μου ὁ χρόνος, γιά νά βάλω μιά μερίδα μέσα στό δισκάριο τῆς προσκομιδῆς, γιά ὅλους τούς πονεμένους τῆς γῆς καί κατ᾽ ἐξοχήν μετά γιά νά μπορῶ νά πῶ ἕνα λόγο, ν᾽ ἀρθρώσω ἕνα λόγο γιά τά πράγματα τοῦ κόσμου ἐξ ἀπόψεως Ὀρθοδοξίας, γιατί ἄν δέν ὑπάρχει ὀρθόδοξος λόγος, ὄχι ὡς ἀντιπαλότητα, ἀλλ᾽ ὡς κατάθεση ἀληθείας, ὅλα τά ἄλλα τά γεγονότα θά διατρέχουν τή ζωή μας καί τίς ἀκοές μας καί μερικά θά τά ἀπορρίπτουμε ἀκριβῶς γιατί πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἀντίθετα μέ τήν πίστη μας ἤ μερικά ἄλλα σιγά-σιγά θά τά δεχόμαστε κι ἔρχεται μιά πολύ βαθιά ἀλλοίωση τῆς ζωῆς μας· κι αὐτό γίνεται εἰδικά καί ἀπό τίς νεαρές ἡλικίες, γίνεται μιά συστηματική ἀντικατήχηση, ὅπου τά παιδιά μας σέ λίγα χρόνια θά ζοῦν ἄλλα γεγονότα, γιατί γίνεται μιά συστηματική ἀντικατήχηση.


Ἐμεῖς, λοιπόν, δέν κάνουμε λόγο ἀπολογητικό, οὔτε ἐπιθετικό λόγο· καταθέτουμε τή μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας μας. Παράδειγμα, ὅλη αὐτή ἡ ἱστορία, ἡ πολύ γνωστή ἱστορία πού εἶναι τραγική γιά τή χριστιανική ἐμπειρία, γιά τήν ὀρθόδοξη ἐμπειρία, τοῦ «γάμου» τῶν ὁμοφυλοφίλων, πού εἶναι ἀπαράδεκτο γιά ὅλους μας, μπορεῖ σιγά-σιγά νά γίνει μιά κοινή συνείδηση. Βλέπετε, πρίν ἀπό μερικές δεκαετίες, οὔτε κουβέντα δέν γινόταν γιά μιά ἐπίσημη παρουσίαση τέτοιων τραγελαφικῶν καταστάσεων καί διαστροφῶν.


Σήμερα αὐτό σιγά-σιγά γίνεται ἀποδεκτό καί πρόσωπα ἐπίσημα, ἀρχίζουν νά τό ἀποδέχονται καί ἄς μήν τό ζοῦν οἱ ἴδιοι αὐτό τό γεγονός, τό θεωροῦν μιά ἔκφραση δημοκρατικῆς ἐλευθερίας. Βέβαια, ὁ καθένας κυβερνάει τή ζωή του ὅπως θέλει “κατ᾽ ἐλευθερίαν” καί τό λέει καί ἡ Ἁγία Γραφή, βέβαια μιλάει γιά τό «ἐπ᾽ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί» ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλά αὐτή ἡ ἐλευθερία εἶναι μιά ἐλευθερία ἡ ὁποία μᾶς ὁδηγεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὄχι μιά ἐλευθερία πού κάνει τό δικό μας θέλημα.


Ἀπό ᾽κεῖ θ᾽ ἀρχίσει ἡ θεολογική μου ἡ διαφοροποίηση. Δέν διαφωνῶ ποτέ μέ τίς ἐλεύθερες σκέψεις καί τίς φωνές καί δέν μπορῶ ποτέ νά κάνω καθυπόταξη συνειδήσεων, οὔτε νά κάνω λογοκρισία τῶν συνειδήσεων, ἀλλά, πέρα ἀπ᾽ αὐτό, κανείς δέν μπορεῖ νά κλείσει τό στόμα μου νά λέω ἀλήθειες, γιά γεγονότα, τά ὁποῖα διαστρέφουν τόν κόσμο.


Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας μας καί μπορῶ νά κάνω κριτική σέ ὅλο αὐτό τό σύστημα τό διαστροφικό, πού θέλει νά περάσει αὐτή τή διαστροφή πάνω στή ζωή μας καί εἶναι μιά ἀναίρεση οὐσιαστικά, ὄχι μόνο τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, μιά ἀναίρεση τῆς ἴδιας τῆς ψυχολογίας τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἀποτέλεσμα ὅλης αὐτῆς τῆς ἱστορίας θά εἶναι καί εἶναι ἤδη -ὅσο διατρέχει τήν ἱστορία μας- πολύ βεβαρημένη ψυχασθένεια μές τή ζωή τοῦ κόσμου, χωρίς νά καταλαβαίνουν γιατί αὐτό συμβαίνει· γιατί ἀκριβῶς διαστρέφονται βασικά ψυχικά δομικά τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.


Αὐτό μπορῶ νά ἀξιολογήσω σήμερα σάν τραγικότητα, πού μιλᾶνε γιά «γάμο» ὁμοφυλοφίλων, ὅ,τι πιό ἀντιφατικό σάν λέξη, «γάμος» ὁμοφυλοφίλων δέν γίνεται, δέν ὑπάρχει τέτοιο γεγονός. Ὅπου ὁ Θεός ἑνώνει, ἀλλά γιατί ἑνώνει, μέ ποιό σκοπό ἑνώνει, ποιά εἶναι ἡ προοπτική τοῦ «ἑνώνει» καί φυσικά αὐτό τό «ἑνώνω» χρησιμοποιεῖ σάν βασικό του ὄργανο τήν ἀγάπη. Ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός Θεός, ἐπειδή εἶναι ἀγάπη ὁ Θεός καί εἶναι ἑνότητα ὁ Θεός, δέν μπορῶ ἀλλιῶς νά τό ἐκφράσω τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ.


Ἄν μιλᾶμε, λοιπόν, γιά ἕνωση, ἡ μόνη ἔκφραση πού μπορεῖ νά κάνει τήν ἕνωση ἕνωση, εἶναι μόνο ἡ ἀγάπη· ἀλλά ποιός ὅρισε τήν ἀγάπη; Καί ἐπειδή ὁ μόνος ὁρισμός τῆς ἀγάπης μπορεῖ νά δοθεῖ ἀπ᾽ αὐτό πού λέει τό κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν», ὅταν μιλῶ τουλάχιστον ἐγώ γιά ἀγάπη, δέν μπορῶ παρά νά στραφῶ νά ψάξω τόν ὁρισμό τῆς ἀγάπης στό Θεό, δέν ἔχω ἄλλα κριτήρια, δηλαδή. Μπορεῖτε κι ἐσεῖς νά δώσετε ὁρισμούς τῆς ἀγάπης, ἀλλά εἶναι κι αὐτοί ἐλέγξιμοι, πρέπει νά ἐλέγξουμε γιατί τό λέτε ἀγάπη αὐτό. Ἀγάπη λέτε τό βίτσιο σας, τήν ἐπιθυμία σας, τόν ἐγωισμό σας, τήν προβολή σας, αὐτό μπορεῖ νά τό λέτε ἀγάπη, ἀλλά δέν εἶναι ἀγάπη.


Ἐδῶ λέμε «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν» καί ὁ Θεός εἶναι ταπεινός, ὁ Θεός κρύβεται, ὁ Θεός δέν μᾶς καθηλώνει, ὁ Θεός μᾶς φτιάχνει, ὁ Θεός θέλει νά μᾶς σώσει· ἀλλοῦ μπαίνει ἡ ἔννοια τῆς ἀγάπης. Ἔτσι λοιπόν, ἀμέσως οἱ ἔννοιες ἀλλάζουν τελείως καί πρέπει ν᾽ ἀναμετρηθοῦμε μ᾽ αὐτές τίς ἔννοιες. Ἄν λοιπόν ὑπάρχει γάμος χωρίς ἀγάπη, δέν εἶναι γάμος καί ἐφόσον ὁ «γάμος» αὐτός δέν μπορεῖ νά ἔχει ἀγάπη μέ τίποτε, παρά μόνο καταξίωση ἐγωιστικοῦ βίτσιου, τότε ἀκριβῶς δέν μιλᾶμε γιά «γάμο», δηλαδή εἶναι ἀντιφατικές οἱ ἔννοιες, πρέπει νά ψάχνουμε τούς ὁρισμούς. Ἀκόμη κι ἄν δέν ξέρουν τά τῆς Ἐκκλησίας μας, νά κάνουν ἐτυμολογικές ἀναλύσεις.


Τί σημαίνει ἡ λέξη: «γάμος»; Θά πεῖ κάποιος τό «ἔγημα-γαμέω-γαμῶ» ἀπό τή λέξη αὐτή. Τί σημαίνει αὐτό ὀρθόδοξα; Εἶναι ἁπλῶς μιά σεξουαλική πράξη ἤ εἶναι κάτι πολύ βαθύτερο; Τί εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ γάμου στήν ὀρθόδοξη Θεολογία; Εἶναι ἁπλῶς ἡ ὁριζόντια ἔκφραση τῆς πράξεως τῆς σεξουαλικῆς; Καθόλου. Εἶναι μιά πολύ βαθιά ἀγαπητική ἕνωση, ἡ ὁποία κατευθύνεται πρός τό Θεό, καταλήγει στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· γι᾽ αὐτό βλέπετε κι ἡ σχέση μας μέ τό Θεό εἶναι ἐρωτική κι ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἐρωτικά κατευθυνόμενος στό Θεό κι ἔχοντας αὐτή τήν ἀγαπητική σχέση μέ τό Θεό, μπορεῖ νά ἀγαπήσει μετά.


Καί εἶμαι βέβαιος γι᾽ αὐτό, δέν τό λέω φιλοσοφικά, οὔτε θεολογικά, οὔτε τό λέω γιατί θέλω νά κάνω ἀντιπαλότητα, προσωπικά σάν πνευματικός δέν γνώρισα ποτέ κάποιον ἄνθρωπο πού μπορεῖ ν᾽ ἀγαπάει, ἄν δέν ἀγαποῦσε τό Θεό. Ὅλα τ᾽ ἄλλα ἦταν μιά προβολή βίτσιων ἤ ἐπιθυμιῶν ἤ ψευτοαγαπητικῶν διαθέσεων. Ἄν, λοιπόν, μιλοῦν γιά ἀγάπη νά ᾽ρθουν ν᾽ ἀναμετρηθοῦν μέ τήν πράξη τῆς ζωῆς κι ὄχι μ᾽ ἕνα θεολόγο, οὔτε μέ τήν ὀρθόδοξη Θεολογία.


Μέσα ἀπ᾽ αὐτές τίς προοπτικές, λοιπόν, προσπαθώντας νά ὁρίσω καί δέν χρειάζεται τό αὐτονόητο, νά ὁρίσω θεολογικά τήν ἀντίθεση μέ τό θέμα τοῦ «γάμου» τῶν ὁμοφυλοφίλων, εἶναι ἀντιφατικό, δέν μπορεῖ νά γίνει, δέν εἶναι γάμος. Ἁπλῶς εἶναι μιά συμβατική νομική ἕνωση, ἡ ὁποία ἐπεβλήθη διά τῆς ἐπιβολῆς πολλῶν δυνατῶν τῆς γῆς, οἱ ὁποῖοι ἦταν ὁμοφυλόφιλοι, εἶναι πολύ δεδομένο αὐτό.


Ἐπειδή, λοιπόν, ἤθελαν νά καταξιώσουν τόν ἑαυτό τους, τό πέρασαν νομικά δηλαδή, αὐτό εἶναι σίγουρο, ξέροντας τίς ἰσορροπίες τίς μαθηματικές ἀκόμη καί στά κοινοβούλια ἤ τά εὐρωκοινοβούλια, τά ὁποῖα καταξιώνουν τέτοιες καταστάσεις, δέν χρειάζεται νά ζητήσουμε ἀλλοῦ τήν ἱστορία· καί μερικοί ἄλλοι ἀνόητοι ἐν ὀνόματι τῆς δημοκρατικότητας τό ψήφισαν κι αὐτοί μαζί τους. Δηλαδή δέν μέ ἐνδιαφέρει αὐτή τή στιγμή ὁ νόμος. Ὁ νόμος ἁπλῶς εἶναι πρός χρήση, ἄν πρόκειται νά κρατήσει τή νόμιμη τάξη καί νά μή διαστρέψει τόν κόσμο. Ἄν πρόκειται νά διαστρέψει εἶναι νόμος παράνομος, δέν μοῦ λέει τίποτα αὐτό τό πράγμα.


Κι ἐπειδή εἶμαι σίγουρος ὅτι μετά ἀπό μερικά χρόνια ἤ δεκαετίες, δέν ξέρω, τό φαινόμενο θά ἐμφανιστεῖ κι ἐδῶ -δέν μπορεῖ, εἴμαστε κι ἐμεῖς μιμητικά ὄντα καί μεταδίδουμε τίς νόσους αὐτές, ὅπως τά ἀποδημητικά πτηνά μεταδίδουν τή γρίπη τῶν πτηνῶν, μεταδίδουμε κι ἐμεῖς αὐτή τή γρίπη τῆς ἀνωμαλίας συνέχεια- θά ᾽ρθει κι αὐτό ἐδῶ πέρα καί πρέπει νά ἔχουμε λόγο θεολογικό καί βασικά θεραπευτικό λόγο, γιά τή διαστροφή πού γίνεται μέσα ἀπ᾽ αὐτό τό γεγονός.


Νά προσπαθήσω, λοιπόν, χρησιμοποιώντας Ὅρους κατ᾽ ἐπιτομήν, ὅσο μπορῶ νά μπῶ σ᾽ αὐτό τό στοιχεῖο τῆς ἑνότητας καί νά μιλήσουμε γιά ἄλλους Ὅρους, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν ἄμεση σχέση μ᾽ αὐτό τό γεγονός, ἀλλά ἐγώ βρίσκω σ᾽ αὐτή τή θεραπευτική τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, μέσα ἀπό τούς Ὅρους κατ᾽ ἐπιτομήν, αὐτά τά κείμενα πού προσαρμόζονται καί σέ τέτοια φαινόμενα καί τέτοια κείμενα θά χρησιμοποιήσω πιθανῶς γιά νά δώσω πιό βαθιές καί ὀργανωμένες θεολογικές ἀπαντήσεις, σέ τέτοιες διαστροφικές καταστάσεις.


Πρίν ἀρχίσω τήν ἀνάλυση τῶν κειμένων τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, νά πῶ καί πάλι, ὀνομάζω αὐτή τήν πράξη διαστροφή, μιά διαστροφή, γι᾽ αὐτό δέν θά πάψει ποτέ νά εἶναι διαστροφή. Ἀλλά ἕναν πού θά τόν δῶ μπροστά μου, πού ζεῖ αὐτή τή διαστροφή δέν θά τόν πῶ διεστραμμένο, γιατί δέν εἶναι γιά πάντα διεστραμμένος, μπορεῖ νά μετανιώσει. Ὁ διάβολος εἶναι διεστραμμένος, γιατί θά παραμείνει πάντα διάβολος.


Ἄρα κάνω μία διαφοροποίηση: ζεῖ μία διαστροφή, ἀλλά εὔχομαι νά μή ζεῖ αὐτή τή διαστροφή συνεχῶς, νά μή διαβολοποιηθεῖ, ὅπου ἡ διαστροφή θά γίνει μόνιμη. Ἀλλά ἐπειδή δέν ξέρω πόσο μόνιμα θά μείνει αὐτή ἡ διαστροφή πάνω του, ἐγώ δέν τόν λέω διεστραμμένο, ὄχι ἁπλῶς νά μήν τόν κατακρίνω, γιατί ἔτσι εἶναι τό πράγμα. Διεστραμμένος ὁριστικά εἶναι ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀμετανοησία καί δέν ξέρω τό πρόσωπο πού ἔχω μπροστά μου κατά πόσο θά διατηρήσει αὐτή τήν ἀμετανοησία του ἤ ὄχι σ᾽ αὐτό τό γεγονός, ἀλλά ὁπωσδήποτε ὅμως πρέπει νά πῶ -χωρίς νά φοβᾶμαι τίς λέξεις μου- ὅτι αὐτό εἶναι διαστροφή.


Σηκώνονται σήμερα οἱ ἐκπρόσωποι αὐτῆς τῆς ὄχι συμπαθοῦς τάξεως, ὅπως λένε μερικοί -καθόλου συμπαθής τάξη, δέν εἶναι κἄν τάξη, εἶναι μιά ὁμάδα ἐκφράσεως μιᾶς διαστροφῆς- καί λένε ἐντάξει τί νά κάνουμε, ἀφοῦ ἔτσι εἶναι τά πράγματα, πρέπει νά τό δεχτοῦμε, νά τό δοῦμε μέ συμπάθεια· καθόλου συμπάθεια. Οὔτε ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά δεῖ μέ συμπάθεια. Τί θά πεῖ μέ συμπάθεια νά δεῖ ἡ Ἐκκλησία, τί νά δεῖ δηλαδή; Ἡ Ἐκκλησία βλέπει τά παιδιά της πού καταστρέφονται. Ποιά συμπάθεια νά δείξει ἡ Ἐκκλησία; Μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά συγκαταβεῖ σέ τέτοια τραγικά γεγονότα, νά ἀποδεχτεῖ, δηλαδή, τήν ἀρρώστια ὡς ἀρρώστια; Ἡ Ἐκκλησία θέλει νά θεραπεύσει καί νά φωνάξει, ὑπάρχει ἀρρώστια, πρέπει νά τό γιατρέψουμε. Ἄρα καμία συμπαθητική διάθεση καί καμία συγκατάβαση σ᾽ αὐτή τήν ἁμαρτία.


Συγκατάβαση στόν ἄνθρωπο γιά νά ὁδηγηθεῖ στή μετάνοια ναί, νά μιλήσω μαζί του ναί, δέν θά τόν διώξω, ἀλλά δέν μπορεῖ νά πεῖ, οὔτε τολμάει νά πεῖ αὐτό πού λένε σήμερα καί διαφημίζουν: εἴμαστε κι ἐμεῖς πολύ καλοί Χριστιανοί, στό Χριστό πιστεύουμε. Ἐντάξει, ἄν πιστεύεις στό Χριστό, ὁ Χριστός δέν εἶναι κάτι ἀφηρημένο, ὁ Χριστός ἐκφράζεται μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία Του καί μέσα ἀπό τή Γραφική Της καί Πατερική Της Παράδοση. Ἄν, λοιπόν, τό Χριστό πιστεύεις καί λές ὅτι εἶσαι καλός Χριστιανός, δέν μπορεῖς νά διαστρέφεις τήν Πατερική Παράδοση γιά τά βίτσια σου!


Δηλαδή πόσες κουβέντες θά μπορούσαμε νά κάνουμε· γιατί ἔφτασαν σ᾽ αὐτό τό προχωρημένο στάδιο, νά κάνουμε ὀρθόδοξη Θεολογία πάνω σ᾽ αὐτά τά θέματα. Κι ἐδῶ εἶναι ἡ ἀκραία διαστροφή πιά, νά ποῦν ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά δεχτεῖ κι αὐτούς τούς συμπαθεῖς ἀνθρώπους. Ὄχι δέν εἶναι καθόλου συμπαθής ἡ διαστροφή αὐτή καί τούς ἀνθρώπους τούς δέχομαι ὄχι ὅμως τή διαστροφή τους καί τούς δέχομαι πρός μετάνοια. Τό νοσοκομεῖο δέχεται ἀνθρώπους πρός θεραπεία, ὄχι γιά νά μείνουν μέσα ἐκεῖ πέρα νά διατηροῦν τήν ἀσθένειά τους καί νά βρίζουν τή θεραπευτική μέθοδο πού χρησιμοποιεῖ τό νοσοκομεῖο. Ἔτσι θέλουν, ἀλλά δέν μποροῦν νά παίξουν μέ τά γεγονότα αὐτά. Νά εἴμαστε σαφεῖς δηλαδή καί δέν μπορῶ νά πέφτω σέ συμπαθητικές, δημοκρατικές ἐκφράσεις. Εἶναι πολύ ἀνόητο νά κάνουμε αὐτή τήν κατάσταση, γιά νά φανοῦμε καλοί μέ τόν κόσμο. Δέν φαινόμαστε καλοί μέ τόν κόσμο.


Νά δοῦμε, ὅμως, λιγάκι τό Μέγα Βασίλειο, σέ ἄλλα ἐκφραστικά μεγέθη -θά φαίνεται στήν ἀρχή, ὅπως μιλῶ- ἀλλά νά δεῖτε στό σύνολό του, στήν ὁλική του ἔκφραση πῶς δίνει ἀπαντήσεις, ξεκινώντας ἐδῶ ἀπό τό συλλογικό μέγεθος, ἀπό τά μεγέθη τῆς ἑνότητας, πῶς λειτουργεῖται ἡ ἑνότητα μέσα στό χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας.


Στόν Ὅρο, λοιπόν, 225 -νά διαβάζω καί τό πρωτότυπο τοῦ πρωτοτύπου ἐρωτήματος, εἶναι πολύ μικρό συνήθως- καί παρατηρῶ πάντοτε, διαβάζοντας τή συγκριτική τοῦ κειμένου καί τῆς μεταφράσεως πόσο σπουδαῖο εἶναι νά κατανοεῖς, ὅσο εἶναι δυνατό, κατά τά μέτρα τῆς γνώσεως τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, νά κατανοεῖς καί τό πρωτότυπο κείμενο κι ἔχει πάντοτε ἄλλο κάλλος καί κρύβει ἄλλες ἑρμηνευτικές δυνατότητες. Νά δῶ τό πρωτότυπο λοιπόν, θά τό μεταφράσω, μή φοβάστε· καί δέν ἔπρεπε νά φοβάστε καθόλου τά ἀρχαῖα Ἑλληνικά ἤ ἀκόμη περισσότερο τή γλώσσα τῶν Πατέρων καί δή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, πού δέν εἶναι καθόλου μιά ἀρχαΐζουσα ἀρχαιοελληνική γλώσσα, ἀλλά εἶναι μιά βατή γλώσσα πού ἔχει πολύ μεγάλο κάλλος καί πολύ σπουδαία ποιητικότητα.


Λέει τό ἑξῆς στό ἐρώτημά του ὁ Μέγας Βασίλειος: «Τοῦ Κυρίου εἰπόντος, ὅπου ἐάν ὦσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν· πῶς τούτου καταξιωθῆναι δυνηθῶμεν;». Ὁ Χριστός, λέει, μᾶς εἶπε, ὅπου εἶναι δύο ἤ τρεῖς μαζεμένοι στό ὄνομά μου, ἐκεῖ εἶμαι ἀνάμεσά τους. Πῶς θά ἀξιωθοῦμε αὐτοῦ τοῦ γεγονότος; Βλέπετε παίρνει ἕνα ἐρώτημα ἑνότητας, ὅπου εἶναι δύο ἤ τρεῖς μαζεμένοι, τό ξέρετε αὐτό, καί εἶμαι ἀνάμεσά τους καί πάνω σ᾽ αὐτό τό δομικό στοιχεῖο τῶν δύο ἤ τριῶν -βλέπετε δύο ἤ τρεῖς, ὄχι ἕνας, ποτέ ἡ μοναδικότητα, ἡ ἀποκλειστικότητα, ὁ ἐγωισμός, ὁ ἀποκλεισμός- οἱ δύο ἤ τρεῖς ὅπου ὁ Χριστός εἶναι ἐν μέσῳ αὐτῶν.


Πῶς θά ἀξιωθοῦμε αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, πῶς θά τό ζήσουμε; Ἐνῶ ὁ Χριστός εἶναι δεδομένο ὅτι εἶναι ἀνάμεσα στούς δύο ἤ τρεῖς πού εἶναι συνηγμένοι ἐν τῷ ὀνόματί Του, προσέξτε ἐν τῷ ὀνόματί Του, ὄχι δύο ἤ τρεῖς πού εἶναι μαζεμένοι γιά ὁποιονδήποτε ἄλλο λόγο. Ὁ Χριστός πάντοτε εἶναι πανταχοῦ παρών γιατί εἶναι Ἀγάπη, ἀλλά λειτουργεῖ τήν ἑνότητα, ἐφόσον αὐτοί τό θέλουν καί τή θέλουν τήν ἑνότητα ἐν τῷ ὀνόματί Του. Πού σημαίνει γιά νά ὑπάρχει ἑνότητα, πρέπει νά ὑπάρχει Χριστός, ἄν τό θέλουν οἱ ἄλλοι. Ἄν δύο ἤ τρεῖς μαζευτοῦν νά κάνουν μιά συμμορία ἀνομίας -ὁ Χριστός τούς ἀγαπάει κι αὐτούς γιά νά μετανιώσουν καί θά κάνει γι᾽ αὐτούς θεραπευτική- ἀλλά δέν σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἐν μέσῳ αὐτῶν γιά νά συγκροτήσει τήν ἑνότητά τους.


Μπαίνω, δηλαδή, στό δομικό στοιχεῖο τῆς λέξης ἑνότητα, γιά τήν ὕπαρξη κοινωνικῶν ὁμάδων. Ὕπαρξη κοινωνικῶν ὁμάδων ὑπ᾽ αὐτή τήν ἔννοια, πού εἶναι χῶροι βαθιά ἀναπαυτικοί, θεραπευτικοί, ἀπαιτεῖ νά ὑπάρχει ὁ Χριστός καί νά δεχόμαστε τό Χριστό, ὅπως εἶναι, ὄχι ὅπως Τόν θέλουμε ἐμεῖς.


Ἄρα ἐγώ δέν μπορῶ νά δεχτῶ ἑνότητα κατ᾽ ἐπίφασιν συλλόγων, ὁμάδων ἐκφραστικῶν, κομμάτων, πεῖτε ὅ,τι θέλετε, πού ἔχουν σκοπούς. Ἄν ὁ σκοπός τους δέν εἶναι τό κατεξοχήν πρόσωπο πού ἑνώνει, ὁ Χριστός, δέν εἶναι ὁμάδες αὐτές. Εἶναι συμπίλημα ἀνόμων, ἐγωιστῶν ἀνθρώπων. Πάρτε το ὅπως θέλετε, εἶναι σύλλογος, εἶναι ὀργάνωση, εἶναι συνεταιρισμός, εἶναι ἑταιρεία, εἶναι κόμμα, πεῖτε το ὅπως θέλετε. Ἄν δέν ἔχει ἐν τῷ μέσῳ τό Χριστό καί δέν δέχεται τίς προθέσεις τοῦ Χριστοῦ, ἑνότητα δέν ὑπάρχει· γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς ὅλα αὐτά διαλύονται, καταστρέφονται καί ὁδηγοῦνται σέ καίριες ἀντιπαλότητες.


Καί ὅπου βλέπετε σέ ὁμαδικές ἐκφράσεις ἀντιπαλότητες καί διαμάχες συνεχεῖς -διαμάχες ἀνθρώπινες μπορεῖ νά ὑπάρχουν, ἀλλά πρέπει νά θεραπεύονται- ἄν ὑπάρχουν συνεχεῖς διαμάχες καί συνεχεῖς ἀντιπαλότητες καί συνεχεῖς διχασμοί διατηρούμενοι, διπολικοί ἤ τριπολικοί διχασμοί, σημαίνει ὅτι ἐκεῖ μέσα δέν ὑπάρχει ποτέ ὁ Χριστός.


Κατά τ᾽ ἄλλα τά ἀνθρώπινα μπορεῖ νά ὑπάρχουν, ἀνάμεσα σέ δύο καλούς Χριστιανούς μπορεῖ νά ὑπάρχει ἕνας πειρασμός, μιά δυσκολία, μιά μικρή ἀντιπάθεια, ἀλλά αὐτό εἶναι πρός θεραπεία. Ἄν ὅμως αὐτό διατηρεῖται συνεχῶς καί διαιωνίζεται συνεχῶς, τότε ἐδῶ ὑπάρχει δαιμονική κατάσταση, ὅπου ὁ διχασμός εἶναι διαιωνιζόμενος, διαιωνίζεται, βλέπετε, περνάει διά τῶν αἰώνων, δέν ὑπάρχει τίποτα ἀπ᾽ τό Χριστό.


Ἄρα βλέπετε καί μόνο πού λέω μερικές κοινωνικές ἀντιπαλότητες καί μόνο πού λέω πολιτική ἀντιπαλότητα στό οἰκονομικό ἐπίπεδο, δεξιοί ἀριστεροί, ἄν αὐτό διαιωνίζεται, εἶναι δαιμονιῶδες. Ἄν ὑπάρχει, δηλαδή, ἕνα ἑνωτικό στοιχεῖο πού θά κάνει νά ξεπεράσουν τήν ἀντιπαλότητά τους πέρα ἀπό τίς ἰδέες. Οἱ ἰδέες μόνες δέν μᾶς χωρίζουν, οἱ ἰδέες εἶναι πρός κατάθεση γιά μιά περαιτέρω διεργασία μέ κουβέντα, μέ συζήτηση. Ἄν, ὅμως, οἱ ἰδέες αὐτές πάντοτε παραμένουν ὡς ὁριστικοποιημένες πράξεις διχασμοῦ, ἐδῶ ὑπάρχει διχασμός, ὑπάρχει δαιμονοποίηση τῆς καταστάσεως καί φυσικά ὄχι παρουσία Χριστοῦ καί ὄχι ἀγάπη. Αὐτό, προσέξτε, τό γεγονός εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο, σέ ὁποιαδήποτε ὁμάδα καί νά τό ἐφαρμόσετε.


Ἔτσι δέν μπορῶ νά πῶ ὅτι ὑπάρχει αὐτή τή στιγμή, γιά νά ἔρθω, ἄς ποῦμε, στό προκείμενο, γιά νά τό χαριτολογήσω καί λίγο, ἕνας σύλλογος προστασίας τῶν δικαιωμάτων τῶν ὁμοφυλοφίλων. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει τέτοιο πράγμα, ὅσο ἑνωτικά στοιχεῖα καί νά ἔχει· καί θά μοῦ πεῖ κάποιος, ὑπάρχει ἕνα Πρωτοδικεῖο πού κάνει τό σύλλογο σύλλογο. Ἀλίμονο ἄν ἡ ἑνότητα χαρακτηριζόταν ἀπό τήν πράξη ἑνός Πρωτοδικείου· θά ἦταν τελείως ἀνόητο νά μπορεῖ ἕνα ὄργανο δικαστικῆς μορφῆς ἤ ἐκφράσεως κάποιας βουλήσεως κάποιου νομοθέτου, νά ἀποκτήσει τή δυνατότητα νά ἑνώνει τούς ἀνθρώπους, δέν γίνεται αὐτό τό πράγμα. Ἡ ἑνότητα ὑπάρχει μόνο ἐν Χριστῷ καί ἐν ἀγάπῃ, μέ τήν ἀγάπη ὅπως τή λέει ὁ Χριστός καί τίποτε ἄλλο.


Ἔτσι, λοιπόν, τό ἐρώτημα εἶναι πάρα πολύ καίριο, πῶς αὐτό θά μπορέσουμε νά τό ζήσουμε, λέει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἐν μέσῳ δύο ἤ τριῶν. Νά δοῦμε τί λέει ὁ Μέγας Βασίλειος καί ἔχει σημασία γιά ὅλες αὐτές τίς ἄνομες ἑνότητες πού παρουσιάζονται γύρω μας. Ὅλοι κάνουν μιά σύμπηξη μιᾶς ὁμάδας καί οἱ γκάνγκστερ μπορεῖ νά κάνουν ὁμάδα, δηλαδή μαφία εἶναι μιά ὀργανωμένη ὁμάδα, ἀλλά αὐτό δέν ἐκφράζει τίποτα γιά μᾶς. «Οἱ συναχθέντες εἰς τό ὄνομα κάποιου ὀφείλουν ὁπωσδήποτε νά γνωρίζουν τόν σκοπόν αὐτοῦ πού τούς συνήγαγε καί νά ἑτοιμάζονται πρός αὐτόν τόν σκοπόν», λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, πρέπει νά ξέρουν ποιός τούς μάζεψε καί ποιός εἶναι ὁ σκοπός τους.


Ἔχει σημασία, ποιός μᾶς μάζεψε, ποιός εἶναι ὁ σκοπός μας. Κι ἐδῶ ἡ συγκεκριμένη περίπτωση εἶναι τό ποιός, ἔχει σημασία, ποιός; Μπορεῖ κάποιος, κατά τά ἀνθρώπινα μεγέθη, νά μᾶς μαζέψει; Τολμῶ νά πάω παρακάτω τό ἐρώτημα, μπορεῖ κάποιος νά γίνει ἀρχηγός; Ἡ ὀρθόδοξη Θεολογία, μέσα ἀπό τή γλώσσα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, λέει ὄχι. Κανείς δέν ἔχει τή δυνατότητα νά μαζέψει καί νά γίνει ἀρχηγός. Ἄν κάποιος ἔχει τό κουράγιο νά κάνει μιά σύναξη ἀνθρώπινη, θά τήν κάνει ὡς παρουσία Χριστοῦ ἀνάμεσα, ἐν τῷ μέσῳ αὐτῶν.


Βλέπετε τί λέμε, στήν τοπική Ἐκκλησία, ὁ Ἐπίσκοπος ἀκριβῶς συμβολίζει τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ὄχι δέν ἐκφράζει τόν ἑαυτό του. Εἶναι ἀκριβῶς μιά ὁρατή παρουσία ἑνότητος, σημεῖο ἑνότητος τοῦ Χριστοῦ. Ἐν ὀνόματι τοῦ ἐπισκόπου δέν συνασσόμεθα. Τό Χριστό ἐκφράζει καί ἐκφράζει τήν ἑνότητα αὐτή, πού πρακτικά ἐκφράζεται μέσα ἀπ᾽ αὐτή τή σύναξη τήν ἀνθρώπινη. Γιατί ὁ Ἐπίσκοπος καί μετά ὅλο τό τίμιο Πρεσβυτέριο καί ὁ λαός θά ἐκφράσουν τήν ἀγαπητική πρόκληση τῆς ἑνότητας πού ἔρχεται μέσα ἀπ᾽ τό Χριστό.


Κανείς δέν μπορεῖ νά μαζέψει κανέναν καί νά γίνει ἀρχηγός. Ἀλλά ὅταν ἀκοῦμε καί τή λέξη ἀρχηγός, αὐτός πού μᾶς ἔσωσε, αὐτός ἔκανε αὐτό τό κίνημα, αὐτός ἔκανε αὐτό, ἔκανε τό ἄλλο, εἶναι μιά ἀνόητη φράση καί εἶναι μιά παραχάραξη τῆς ἀγαπητικῆς ἰδιότητας τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος μᾶς συνάζει. Ὅ,τι καλό γίνεται, ἐν ὀνόματι κάποιας ἑνότητας ἀνθρωπίνης, γίνεται μόνο ἀπ᾽ τό Χριστό. Θά πεῖτε εἶσαι ἀπόλυτος, γιατί ἀγαπᾶς τό Χριστό καί τά λοιπά. Μά δέν εἶναι αὐτή ἡ ἀπολυτότητα. Νά μοῦ βρεῖτε κάποιον πού μπορεῖ νά ἑνώσει τούς ἀνθρώπους.


Πάρτε ὅλα τά συστήματα τῆς ἑνότητας. Μαζεύτηκαν νά κάνουν ὅλοι μιά ἐπανάσταση κι εἶχαν ἀρχηγό. Στήν πορεία νά δεῖτε μετά πῶς διχάστηκαν ὅλοι αὐτοί. Δέν ὑπάρχει οὔτε μία ἱστορική μαρτυρία, πού ἀπό τέτοιες ὁμάδες καλῶν ἐπαναστατικῶν κινημάτων -διαβάστε τήν ἱστορία τῶν ἐπαναστάσεων ἤ τῶν κινημάτων- πῶς ἡ συνέχεια αὐτῶν τῶν κινημάτων μετά ἀπό λίγα χρόνια, δέν χρειάζεται νά πᾶμε σέ μακροχρόνιες διαδικασίες, ἦταν μιά κατάληξη διχασμοῦ τῶν ἴδιων τῶν κινημάτων, πού ἦταν δῆθεν σωτήρια, ἀπολυτρωτικά καί τά λοιπά. Ὅλες αὐτές οἱ μορφές μετά καταλύονται, γιατί ἀκριβῶς εἶναι ἐγωιστικές μορφές καί γιατί καταξιώθηκαν μέσα ἀπό τήν ἡρωική κίνηση κάποιου ἐγωιστοῦ ἀρχηγοῦ.


Ἄρα ἡ Ἐκκλησία δέν δέχεται ποτέ ἀρχηγό. Γιατί καί μόνο ἄν δεχτοῦμε τή λέξη ἀρχηγός, πρέπει νά δεχτοῦμε τόν ἄκρως ταπεινούμενο, γιατί ὁ Χριστός εἶναι ὁ πρῶτος ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν καί γιατί εἶναι ὁ ἔσχατος, δηλαδή ἔγινε ἔσχατος ἄχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ. Ὑπ᾽ αὐτή τήν ἔννοια γίνεται Πρῶτος. Ὁ διακονῶν εἶναι ὁ πρῶτος. Ἐκεῖνος πού διακονεῖ καί πεθαίνει γιά τόν ἄλλο, αὐτός εἶναι ὁ πρῶτος γιά μᾶς, δέν ὑπάρχει ἄλλος πρῶτος. Ἄρα ὅλες οἱ ἄλλες μορφές κινημάτων, τοῦ ἀρχηγοῦ πού ἑνώνει τούς ἀνθρώπους, τοῦ ἐκφραστοῦ ἑνός μέσου, εἶναι ἀνόητες ἐκφράσεις δηλαδή.


Ἄρα δέν μπορεῖ νά ἐμφανιστεῖ ἕνας σύλλογος νά ὑποστηρίξει τά δικαιώματα κάποιας μορφῆς ἀνομίας. Ὑπάρχει αὐτή ἡ μορφή καί ὑποστηρίζει τά δικαιώματα αὐτά καί θέλει νά τά περάσει σέ ἄλλους χώρους. Καί φυσικά ἄν γίνουν παλινδρομήσεις καί αὐτό δέν τό καταλάβουμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί καί τό δεχτοῦμε, δέν σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία θά χάσει, ἐμεῖς χάνουμε δηλαδή. Χάνουμε καί χαλᾶμε τό κάλλος τῆς ὀρθόδοξης Θεολογίας. Ἔτσι, λοιπόν, ἐδῶ πέρα ὑπάρχει ἑνότητα καί ὑπάρχει ὁ σκοπός.


Ποιός εἶναι ὁ σκοπός; Νά θυμηθεῖτε ἕναν κανόνα, ὑπάρχει στό Πηδάλιο, πού μιλάει γιά τή συνωμοσία καί τήν τυρεία, συνωμοσία ἤ φατρία. Ὁ φατριασμός σημαίνει ἕνας διχασμός, κάποιοι ἔρχονται καί φατριάζονται· καί λέει τό ἑξῆς, κάτι πολύ ὡραῖο πού λέει ὁ κανόνας καί τό ἐπιτείνει ἡ ἑρμηνευτική διάταξη τοῦ μεγάλου ἑρμηνευτοῦ, τοῦ Βαλσαμώνα, πού ἑρμήνευε πολλές διατάξεις στό Πηδάλιο μαζί μέ τόν Ζωναρᾶ.


Λέει, λοιπόν, ἐκεῖ: ἄν ὑπάρχει μέσα στό χῶρο τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας μιά ὁμάδα ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τούς δικούς τους σκοπούς, ἄς εἶναι καί γιά καλό αὐτοί οἱ σκοποί, αὐτό εἶναι φατρία, εἶναι δαιμονικό· κι ἄν οἱ σκοποί εἶναι πολύ καλοί, ἀλλά ἄν αὐτοί διχάζονται μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία καί δημιουργοῦν ἕνα ρῆγμα μέσα στήν Ἐκκλησία αὐτό εἶναι φατρία, εἶναι διχασμός. Ὅπου ὑπάρχει, λοιπόν, σκοπός ἔστω καί καλός -πόσῳ μᾶλλον ἄν εἶναι καί κακός ὁ σκοπός- μιλάω γιά τόν καλό τό σκοπό, δέν ὑπάρχει ἑνότητα.


Ὅποιος ἀποκόπτεται μέσα ἀπό δῶ, νά βγάλει μιά καλή κατάσταση, νά πεῖτε ἐδῶ σέ αὐτή τήν ἐνορία δέν γίνεται καλό φιλανθρωπικό ἔργο κι ἐμεῖς θέλουμε νά κάνουμε μιά δική μας ὁμάδα, θά κάνουμε καλό φιλανθρωπικό ἔργο, θά τό κάνουμε ἔτσι ἀνεξάρτητα, μόνοι μας, εἶναι καλός ὁ σκοπός σας, ἀλλά αὐτό εἶναι φατρία, γιατί ἀποκόπτεσθε περιφρονώντας τούς ἄλλους πού δέν μποροῦν νά κάνουν φιλανθρωπία, ὅσο τή φαντάζεσθε ἐσεῖς. Ἀκριβῶς θά μπεῖτε μέσα στό σῶμα καί θά ἀντέξετε τούς ἄλλους πού δέν ἔχουν νά τό κάνουν ἔτσι τό πράγμα, θά ἀντέξετε τή γνώμη τῶν ἄλλων, γιά νά γίνει ἀκριβῶς μιά ἄλλη ἰσορροπία, ὄχι δημοκρατική ἰσορροπία, νά ἐκφραστεῖ πρώτα ἡ ἑνότητα καί μετά τό καλό τό ἔργο. Ἄν ὑπάρχει καλό ἔργο χωρίς ἑνότητα, δέν κάνουμε τίποτε.


Ἄρα, λοιπόν, ἐδῶ πέρα ὅλες αὐτές οἱ ὁμάδες τῆς ἀνομίας δέν μποροῦν νά μιλοῦν οὔτε γιά ἑνότητα, οὔτε [να λένε] ὅτι ἔχουν δικαιώματα, πού προβάλλονται μέσα ἀπό ἀνεξάρτητες ὁμάδες, πού θέλουν ἀκόμα νά βοηθήσουν καί τή σκέψη, ὅπως λένε, τῆς Ἐκκλησίας γιά νά γίνει πιό συγκαταβατική καί πιό φιλάνθρωπη. Πιό δαιμονιῶδες πράγμα δέν ἄκουσα. Προτείνουν στήν Ἐκκλησία νά γίνει φιλάνθρωπη, δηλαδή προτείνουν στό χῶρο τοῦ κάλλους τοῦ φωτός, νά γίνει φῶς· μά τό φῶς δέν μπορεῖ νά γίνει πιό πολύ φῶς.


Καί δέν μπορεῖ νά τό πεῖ αὐτό ἕνας, ὁ ὁποῖος ζεῖ μιά διαστροφή, ἀφοῦ ἡ διαστροφή του τόν ὁδηγεῖ σέ ἀδυναμία νά ἔχει κάθαρση νοός. Πῶς αὐτός θά μοῦ προτείνει τί εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο εἶναι τό καλύτερο γιά τούς ἀνθρώπους καί θά προτείνει στήν Ἐκκλησία νά γίνει συγκαταβατική; Ἀπό αὐτό κάτι πιό ἄνομο δέν ἄκουσα. Τί προτείνει δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι συγκαταβατική; Δέν ἐκφράζει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Δέν συγκαταβαίνει ὁ Χριστός, λοιπόν, μέχρι τόν Ἅδη καί ἡ Ἐκκλησία δέν μαζεύει τόν κάθε πονεμένο καί κουρασμένο καί τόν συγχωρεῖ καί τόν ἀγαπάει; Αὐτοί θά μᾶς τό ποῦν ἄν ἡ Ἐκκλησία εἶναι συγκαταβατική; Γιά νά περάσουν δῆθεν δημοκρατικά μηνύματα; Ποῦ εἶναι ἡ ἑνότητα; Ποῦ εἶναι ὁ Χριστός κι ἄν ὁ Χριστός λέει τέτοια πράγματα; Ποιοί, λοιπόν, εἶναι αὐτοί πού θά τό καταξιώσουν;


Πρέπει νά ὑπάρχει κάποιος πού μαζεύει καί νά ὑπάρχει ἕνας πού ἔχει ἕνα σκοπό. Δέν ξέρω ὅταν λέμε γιά σκοπούς, τί ἐννοοῦμε σκοπούς. Πέρα ἀπό τό σκοπό τῆς ζωῆς σας, ὁ σκοπός γιατί κάνετε αὐτό, γιατί κάνετε τό ἄλλο, γιατί βρίσκεστε ἐδῶ, γιατί κάνετε αὐτή τήν πράξη. Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί ἕνα σκοπό ἔχουμε. Ὁ στόχος μας εἶναι ὁ Χριστός, σ᾽ Ἐκεῖνον κινούμεθα δηλαδή καί ὁ στόχος μας εἶναι ὅ,τι γίνει νά γίνει ἐν Χριστῷ. Ὅλη ἡ ζωή μας εἶναι μιά χριστολογική παρουσίαση. Δέν ἔχουμε ἰδιαίτερους καί ἀνεξάρτητους στόχους ἐμεῖς.


Ὅ,τι καί νά κάνουμε, ἀκόμη καί καλό, ἄν αὐτό τό καλό γίνει χωρίς χριστολογικούς στόχους, χωρίς τόν ἁγιασμό μας καί τόν ἁγιασμό τοῦ κόσμου, δέν ὑπάρχει νόημα νά γίνει. Εἶναι ὁριζόντιο ἔργο, τό ὁποῖο θά καταξιωθεῖ σάν ἐγωισμός μετά, θά καταλήξει ἐγωισμός, προβαλλόμενος ἐγωισμός. Πόσῳ μᾶλλον νά προβάλεις ἐγωιστικά τή διαστροφή σου δηλαδή καί νά λές ἔτσι εἶμαι καί μοῦ ἀρέσει πάρα πολύ αὐτό πού εἶμαι καί δέν ἀλλάζω. Ἐδῶ, λοιπόν, προβάλλεται μόνο ὁ ἐγωισμός σέ αὐτή τήν περίπτωση καί τίποτε ἄλλο.


Ἔτσι, λοιπόν, γιά νά ἀξιωθοῦμε αὐτῆς τῆς χάριτος, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος «πρέπει ἀκριβῶς νά ξεπεράσουμε πρῶτα κάθε κακία καί κάθε ἀμέλεια, γιά νά ἔχουμε ἑνότητα» λέει «καί νά μποροῦμε νά προτείνουμε στοιχεῖα ἑνότητας στή ζωή τοῦ κόσμου, ὅπου θά ἀποκαλυφθεῖ ὁ Χριστός πού εἶναι τό στοιχεῖο τῆς ἑνότητάς μας». Ἀρχίζει πιά ἐδῶ ὁ Μέγας Βασίλειος κι ὁρίζει τήν κάθαρση καί μιλάει γιά τήν κακία καί τήν ἀμέλεια.


«Γιατί», λέει, «ὅπως οἱ κληθέντες ἀπό κάποιον, ἄν μέν ὁ καλέσας ἔχει σκοπό νά θερίσει, παρασκευάζονται γι᾽ αὐτό τό ἔργο». Ἄν σᾶς καλέσει κάποιος νά κάνετε κάποια δουλειά, ξέρετε [ὅτι] αὐτός σᾶς κάλεσε γιά νά θερίσετε. Γι᾽ αὐτό σᾶς καλεῖ νά ᾽ρθεῖτε νά τόν βοηθήσετε. «Ἐάν δέ ἔχει σκοπό νά οἰκοδομήσει, ἑτοιμάζονται οἱ κεκλημένοι γιά νά οἰκοδομήσουν. Ἔτσι καί οἱ κληθέντες ἀπό τόν Κύριο, ὀφείλουμε νά ἐνθυμηθοῦμε τόν Ἀπόστολο πού λέει "παρακαλῶ ὑμᾶς ἐγώ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ, νά περιπατῆτε ἀξίως τῆς κλήσεως εἰς τήν ὁποίαν προσεκλήθητε μετά πάσης ταπεινοφροσύνης καί πρᾳότητος, μετά μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ, σπουδάζοντες νά τηρεῖτε τήν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος διά τοῦ συνδέσμου τῆς εἰρήνης.


Ἕν σῶμα καί ἕν Πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθητε μέ μία ἐλπίδα τῆς κλήσεως ὑμῶν"». Αὐτό καί μόνο τό κείμενο τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἐδῶ, πού χρησιμοποιεῖται ἀπό τό Μέγα Βασίλειο, εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο γιά νά ὁρίσουμε πιά τά πρακτικά στοιχεῖα τῆς ἀνθρωπολογίας, δηλαδή τοῦ τρόπου ζωῆς τῆς ἑνότητας. Βλέπετε, ἐπαναλαμβάνω τά στοιχεῖα αὐτοῦ τοῦ κειμένου, εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο. Εἴμαστε καλεσμένοι ἀπό τό Χριστό. Πῶς θά ἐκφράσουμε αὐτή τήν ἑνότητα, ἐφόσον εἶναι ὁ Χριστός ἀνάμεσά μας, τί εἶναι ὁ Χριστός γιά μᾶς; Νά, λέει «παρακαλῶ ὑμᾶς». Προσέξτε, ποιά εἶναι ἡ ἰδιότητα τοῦ ἀποστόλου Παύλου; Δέν λέει ἐγώ ὁ πρόεδρος, ὁ τάδε, τάδε, λέει «ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ». Δέν εἶναι ὁποιοσδήποτε ἐκφραστής κάποιου εἰδικοῦ μεγέθους, κάποιου συλλόγου, κάποιας ὁμάδας, κάποιας ἐπαναστατικῆς κινήσεως, νά δείξει πόσο δυνατός εἶναι.


Ποιός ἀρχηγός θά τολμοῦσε νά πεῖ: «ἐγώ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ», «δέσμιος» καί «ἐν Κυρίῳ», νά πεῖ, κοίταξε ἐγώ εἶμαι δοῦλος Κυρίου, τίποτε ἄλλο. Μποροῦν οἱ ἀπελευθερωτές, πού κάνουν ἀπελευθερωτικά κινήματα καί ἐκφράζουν δῆθεν μοντέρνες ἰδέες καί δημοκρατικές ἰδέες νά ποῦν ὅτι εἶναι δέσμιοι ἐν Κυρίῳ; Σίγουρα μποροῦν νά ποῦν εἴμαστε δέσμιοι τῶν παθῶν μας. Δέν τό λένε ἔτσι, γιατί αὐτό πού κάνουν δέν τό θεωροῦν πάθος δηλαδή.


Ἔχω ἀκούσει τόσα πολλά αὐτές τίς μέρες καί ἔχει κουραστεῖ πολύ τό μυαλό μου. Χρησιμοποιῶ τήν ὁρολογία τους, γιατί βγαίνουν εὐκαίρως, ἀκαίρως σέ ἐφημερίδες καί κανάλια καί λένε χίλιες ἀνωμαλίες καί δέν σηκώνεται κανείς νά πεῖ τίποτα, γιατί φοβοῦνται μή φανοῦν μή μοντέρνοι δηλαδή. Μά εἶναι δυνατόν; Καί σοβαροί ἄνθρωποι πού ἔχουν ἀντίθεση μέ αὐτή τή διαστροφή, σοβαρότατοι ἄνθρωποι.


Τούς ἀκοῦν ἔτσι στά κανάλια χαμογελώντας καί λένε, ἔτσι εἶναι ἡ ζωή, τί νά κάνουμε κι αὐτό εἶναι μιά ἔκφραση, ὁ ἄνθρωπος δημοκρατικά ἐκφράζεται· κι αὐτοί ἐκφράζονται ὡς πρόεδροι σωματείων καί τά λοιπά πού ἐκφράζουν τή διαστροφή. Δέν μπορῶ νά τό ἀνεχτῶ αὐτό τό πράγμα, γιατί ἀκριβῶς πρέπει νά ὑπάρχει ἕνας ἄλλος λόγος καί αὐτός ὁ λόγος δέν περνάει καί γιά νά γελάσουν τό πολύ-πολύ βάζουν ἕναν παπα-Τσάκαλο νά πεῖ κάνα καλαμπουράκι νά γελάσουμε. Καλά κάνει ὁ παπα-Τσάκαλος, τούς γελοιοποιεῖ, ἀλλά ἐμεῖς θέλουμε ἀπαντήσεις. Τόν παππούλη τόν ἀγαπῶ πολύ, γιατί εἶναι μιά ἐλεύθερη φωνή. Λέει τρέλες δηλαδή, ἀπίθανες τρέλες καί μέσα ἀπό τήν τρέλα βγαίνουν πολλά πράγματα.


Ἀλλά αὐτοί αὐτό θέλουν, νά πεῖ καί ἡ Ἐκκλησία τό λόγο Της, πού ἡ Ἐκκλησία λέει μιά τρέλα· ἀλλά αὐτοί γελᾶνε, τόν παίρνουν γιά νά γελᾶνε ἐκεῖ, τόν ἔχουν «μαϊντανό» γιά νά γελᾶνε, αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία. Ὁ ἄνθρωπος καλά κάνει, πάει νά δώσει μιά μαρτυρία, ἀλλά τό κάνουν γιά νά γελάσουν. Ἄν τολμοῦσε νά πεῖ ἕνα λόγο πιό βαθύ θά τόν πετοῦσαν ἔξω, δέν θά τόν καλοῦσαν φυσικά. Θά γινόταν ἐνοχλητικός, τώρα εἶναι χαριτωμένος. Λένε μερικές διαστροφές καί γιά νά περάσει πιό χαριτωμένα τό παραμύθι τους, ὑπάρχει κι ἕνα γέλιο πού βγαίνει ἀπό ἕναν παπά δηλαδή. Ἐδῶ εἶναι ἡ ἱστορία τῆς διαστροφῆς ἀκόμη περισσότερο.


«Παρακαλῶ ὑμᾶς ἐγώ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ νά περιπατῆτε ἀξίως τῆς κλήσεως». Βλέπετε πῶς περπατοῦμε, ἡ ἑνότητα πῶς χαρακτηρίζεται; Ἐκεῖνος πού ἑνώνει μιά ὁμάδα κι ἔχει κάτι νά φωνάξει μές τήν κοινωνία εἶναι νά περπατήσει ἀξίως τῆς κλήσεως. Νά δεῖς γιατί εἶμαι καλεσμένος ἐδῶ. Δηλαδή εἶσαι καλεσμένος νά φωνάζεις γιά μιά διαστροφή; Νά τή διαφημίζεις παντοῦ δηλαδή; Γι᾿ αὐτό σέ κάλεσε; Ποιός σέ κάλεσε; Εἶσαι αὐτόκλητος.


Ἐδῶ λέει νά εἶστε «ἀξίως τῆς κλήσεως», εἴμαστε ὅλοι κεκλημένοι, εἴμαστε κλητοί, κεκλημένοι εἴμαστε ὅλοι. Ἄλλο ἄν εἴμαστε ἐκλεκτοί ἤ ὄχι, ἀλλά εἴμαστε καλεσμένοι τουλάχιστον καί ἀξίως τῆς κλήσεως. Κανείς δέν εἶναι αὐτο-ζωή καί αὐτο-ύπαρξη καί αὐτο-θεωρία. Γιατί κάποιος καλεῖται νά κάνει μιά ἐπανάσταση, νά φέρει κάτι καινούργιο στόν κόσμο; Ποῦ τοῦ ἦρθε στό κεφάλι ἔτσι; Ποιός τόν κάλεσε; Ποιός τοῦ ἔδωσε ἐντολή; Ἔχει πολύ μεγάλη σημασία. Ὁ καθένας μπορεῖ νά πεῖ κάτι καί καλεῖ ἀνθρώπους ἐδῶ. Ποιός σέ κάλεσε; Ποιός εἶσαι ἐσύ;


Δέν ρωτοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι στόν Πρόδρομο, ποιός εἶσαι ἐσύ; Ποιός σέ ἔβαλε ἐδῶ πέρα νά βαπτίζεις; Ἐν ὀνόματι ποίου βαπτίζεις; Αὐτά τά ἀλλεπάλληλα ἐρωτήματα ἦταν καίρια ἐρωτήματα θεολογικῆς ἱστορίας, τά ὁποῖα μετά τά ἀπηύθυναν στό Χριστό. Ποιός εἶσαι ἐσύ; Κι ἔλεγε, ἐγώ εἶμαι ἐκ τοῦ Πατρός καί τά λοιπά. Ἔλεγε, ἐκ τοῦ Πατρός ἦλθον, ἀπαντοῦσε ὁ Χριστός. Ποῦ νά καταλάβουν ἐκεῖνοι...


Αὐτό τό ἐρώτημα εἶναι: Ποιός σέ κάλεσε, ἀπό ποῦ πῆρες ἐντολή; Ἤ θά πεῖς πῆρα ἐντολή ἀπό τόν ἑαυτό μου ἤ θά πεῖς, πῆρα ἐντολή ἄνωθεν. Πάρα πολλοί ἄνθρωποι, ἀκόμη καί πολλοί αἱρετικοί -εἶναι οἱ σύγχρονες αἱρέσεις- ὁμιλοῦν γιά ἄνωθεν κλήσεις, δηλαδή εἶδα τό Χριστό, τήν Παναγία, εἶδα κάποιο πνεῦμα, κάποιον ἄγγελο καί μέ κάλεσε· αὐτά τά ἀνόητα τά πράγματα. Εἶναι μιά ἄλλη κλήση αὐτή, πού ὅταν καλεῖσαι γιά κάτι, καλεῖσαι μέ τόν τρόπο πού καλεῖσαι καί καταξιώνεις αὐτό τό ὁποῖο καλεῖσαι.


«Περιπατῆτε ἀξίως τῆς κλήσεως εἰς τήν ὁποίαν προσεκλήθητε». Εἶστε προσκεκλημένοι. Πῶς; «Μετά πάσης ταπεινοφροσύνης». Ἡ ταπεινοφροσύνη δέν ἐπιτρέπει αὐτό τό ὁποῖο κάνεις, νά τό φωνάζεις καί νά τό διαφημίζεις. Λές μιά ἀλήθεια καί τίποτε ἄλλο· δέν λές, ἐμεῖς κάνουμε αὐτό καί τά λοιπά καί τά λοιπά καί εἴμαστε αὐτό καί θέλουμε νά σώσουμε τόν κόσμο· καθόλου.


«Μετά πάσης ταπεινοφροσύνης». Αὐτό ἔχουμε νά ποῦμε, τίποτε ἄλλο. «Μετά πάσης ταπεινοφροσύνης». Ποῦ εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη δηλαδή, ὅταν ὁ ἄλλος λέει, εἶναι δική μου ἡ ἐλευθερία, δέν σκέφτεσαι τόν ἄλλο δηλαδή; Τά παιδιά μου δέν τά σκέφτεσαι; Καί τό πολύ-πολύ εἶσαι ἐλεύθερος νά ἔχεις τό βίτσιο σου κρυμμένο, γιατί τό προβάλλεις στούς ἄλλους; Εἶναι ταπεινοφροσύνη αὐτό, νά τό περνᾶς μέ τό ζόρι πάνω στόν ἄλλο; Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἱστορία. Ἐδῶ κανονικά οὔτε ἡ Ἐκκλησία -ἄν τῆς ποῦνε, μή μιλᾶς- ἡ Ἐκκλησία στά κανάλια νά μή μιλάει.


Ἐκεῖ εἶναι ὁ καημός μας δηλαδή; Κι ἄν ποῦμε κάτι, θά τό ποῦμε ἐν πάσῃ ταπεινοφροσύνῃ, λέγοντας ὄχι τίς ἰδέες μας, νά ποῦμε αὐτό πού λέει ὁ Χριστός μας δηλαδή. Ἄν λές τίς δικές σου ἰδέες εἶναι καθαρός ἐγωισμός. Κανείς δέν ἔχει δικές του ἰδέες μόνος του, γιατί ὁ δωρεοδότης τῶν ἰδεῶν εἶναι ὁ Χριστός. Ποῦ βρίσκεις τίς ἰδέες, δηλαδή; Ἄρα πῆρες τίς ἰδέες τοῦ Χριστοῦ καί τίς διέστρεψες.


Μόνο αὐτό ἔχω νά πῶ. Ἄν ἔχεις ἰδέες, ποῦ βρίσκεις τίς ἰδέες; Ποιός σέ ἔφτιαξε νά ἔχεις ἰδέες; Ποιός σοῦ ἔδωσε ἐγκέφαλο καί μυαλό; Τό βρῆκες μόνος σου; Τό ἔφτιαξες μόνος σου; Καί ποῦ κατέβασε αὐτές τίς ἰδέες; Αὐτογενῶς ἦρθαν μέσα; Εἶναι μεγάλα ἐρωτήματα αὐτά, πού πρέπει νά μοῦ τά ἀπαντήσουν, ἐφόσον κινοῦνται, δῆθεν κουλτουριάρικα καί φιλοσοφικά καί κάνουν καί φιλοσοφικό λόγο στά πράγματα -ἐκεῖ καταντήσαμε- πρέπει νά δώσουν ἀπαντήσεις τέτοιες, ὅπως ἐδῶ τά ἐρωτήματα τοῦ ἀποστόλου Παύλου.


«Μετά πάσης ταπεινοφροσύνης καί πρᾳότητος, μετά μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ». Καί δέν δέχομαι κουβέντες ψεύτικες δηλαδή. Πόσες φορές πού κουβέντιασα -καί μιά φορά ἦταν δημόσια κουβέντα ἀπό κανάλι- ὅταν ἄρθρωσα τέτοιο λόγο μοῦ εἶπαν «μά ἐμεῖς ἀγαπᾶμε, εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς ἀγάπης». «Ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ», λέει «ἐμεῖς ἀγαπᾶμε, γι᾽ αὐτό εἴμαστε ὁμοφυλόφιλοι, ἀγαπᾶμε, εἶναι μιά μορφή ἀγάπης».


Μά ποτέ δέν σκέφτηκε κάποιος τήν ψυχολογία τοῦ ὁμοφυλόφιλου, πού ὅσο τή μελετᾶς, σέ ἕνα πρακτικό ἐργαστήριο ἐξομολογήσεως, εἶναι μιά κατάσταση ὄχι ἁπλῶς διαστροφῆς, ἀρρωστημένης ψυχοσύνθεσης· δηλαδή, μόνο κατά τά ἀνθρώπινα τά μέτρα, ὄχι τά ἐκκλησιαστικά, θά ἅρμοζε νά εἶναι κλεισμένοι σέ ἕνα ψυχιατρεῖο καί νά τούς κάνουν θεραπεία. Ἄν δεῖς τό βαθύ μίσος πού κρύβουν μέσα γιά τόν ἄνθρωπο.


Εἶναι κλεισμένοι σέ μιά ἀγάπη κλειστή τελείως, σέ κάποιο πρόσωπο, καταξιώνοντας τά βίτσια τους, τό ὁποῖο μετά ἀπό χρόνια τό ὁδηγοῦν σέ ἕνα βαθύ μίσος· καί ὅταν ἐκεῖνος ὁ ὁμοφυλόφιλος -μοῦ τόν πέταξε ἐκεῖνος ὁ γνωστός δημοσιογράφος ξαφνικά μπροστά μου, σ᾽ ἕνα παράθυρο καί τόν ἔβγαλε μπροστά μου, ἄρα τό εἶχε προετοιμάσει, μοῦ τήν εἶχε στημένη- μοῦ βγῆκε καί μοῦ λέει «πάτερ, ἐμεῖς ἀγαπᾶμε» ἐγώ τί νά πῶ ἐκείνη τήν ὥρα, ἤξερα ὅτι δολοφόνησε τόν ἐραστή του, τί νά πῶ τώρα, παπάς ἤμουν δηλαδή, νά τοῦ πῶ κάτι; Τ᾽ ἄφησα ἔτσι, ἄς γίνω ρεζίλι -πειράζει;- γιατί σεβάστηκα τό πρόσωπό του, δέν ἤθελα νά τό γελοιοποιήσω σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα μπροστά.


Αὐτό εἶναι τό σύστημα. Ἀγαπάω. Ποῦ ἀγαπᾶνε; Νά ἀποδείξουν ὅτι ἀγαπᾶνε δηλαδή. Ἡ ἀγάπη ἔχει θυσία, δέν εἶναι βίτσιο, καταξίωση τοῦ προσώπου καί ἁπλῶς νά μελετήσουν πρακτικά. Ἀφοῦ ἡ ἐποχή μας εἶναι τόσο πληθωρική ἀπό ψυχολόγους, ψυχαναλυτές, ψυχοθεραπευτές, νά κάνουν τήν ἀνατομία τῶν ὁμοφυλοφίλων, νά κάνουν μιά μελέτη. Τό μελέτησαν ποτέ τό φαινόμενο; Νά μποῦν βαθιά στήν τομή τῆς ψυχῆς τους, ὅμως. Ἐμένα μοῦ ἐπιτρέπεται λόγῳ τῆς ἰδιότητάς μου νά συναντήσω ἀρκετούς μετανοοῦντες καί μερικούς μή μετανιωμένους, ἀλλά τό ἀποτέλεσμα εἶναι πάντοτε τό ἴδιο.


Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ἕνα βαθύ μίσος γιά τό γεγονός ἀκριβῶς καί τοῦ ἀγαπημένου προσώπου, ἄχρι καιροῦ, μέχρι νά περάσει ἡ ἰδιότητα τοῦ βίτσιου δηλαδή καί ἡ χρήση τοῦ ἄλλου. Ἐγώ δέν ἔχω ἄλλο στοιχεῖο νά καταθέσω, δέν εἶμαι ἀρκετός ἐγώ, οὔτε ἡ ἐμπειρία μου εἶναι τόσο ἐπαρκής γιά νά καταθέσω μιά πλήρη θεωρία γιά τό πράγμα, ἀλλά καί μόνη ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἀντίθεση τῆς Ἐκκλησίας σέ αὐτό τό φαινόμενο, δέν εἶναι ἁπλῶς μιά ἀντίθεση ἠθικοπλαστική. Εἶναι μιά θέση θεολογική καί θεραπευτική βασικότατα.


Ἡ Ἐκκλησία ἕνα πράγμα ἐνδιαφέρεται νά κάνει, νά θεραπεύσει τό λαό της, γι᾽ αὐτό εἶπα δέν μιλῶ γιά διεστραμμένο ἄνθρωπο, μιλῶ γιά διαστροφή, σεβόμενος τή δυνατότητα νά θεραπευτοῦν καί αὐτοί. Νά μήν τούς βάλουμε μιά ταμπέλα καί μείνει ἀξεπέραστη αὐτή ἡ ταμπέλα πάνω τους. Αὐτός ὁ σεβασμός ὅμως, πού κάνω, εἶναι θεραπευτικός σεβασμός. Δέν εἶναι ἀντιπαλότητα θεολογική ἤ ἰδεολογική. Καί τότε πῶς ὁ Χριστός θά εἶναι «ἐν μέσῳ ἡμῶν», ἄν δέν ἔχουμε ἀγάπη καί ἁπλῶς ἀγαποῦμε μόνο τόν ἑαυτό μας καί τά βίτσια μας; Αὐτό σημαίνει Χριστός, ἀγάπη, ἀγάπη καί θυσία.


«Ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ, σπουδάζοντες νά τηρεῖτε τήν ἑνότητα τοῦ πνεύματος, διά τοῦ συνδέσμου τῆς εἰρήνης. Ἕν σῶμα καί ἕν πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθητε μέ μία ἐλπίδα τῆς κλήσεως ὑμῶν». Ἅμα διασπᾶται ὁ κοινωνικός ἱστός μέ αὐτό τό φαινόμενο, πῶς θά γίνει δηλαδή; Ἅμα διαστραφεῖ ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τῆς ἑνότητας τοῦ γάμου, τῆς οἰκογένειας καί θά γίνει μιά ὁλόκληρη ἀλλοίωση τῆς συνθέσεως τῆς ἰσορροπίας τοῦ κόσμου, αὐτό δέν εἶναι διχασμός; Αὐτό εἶναι ἑνότητα τοῦ πνεύματος;


Πρέπει νά ρωτήσω αὐτά τά ἐρωτήματα, δέν εἶναι τί σοῦ ἀρέσει. Τί περνάει στά παιδιά μου, δηλαδή. Μπορεῖ νά γελᾶς, νά χαμογελᾶς, ν᾽ ἀκοῦς τό ἀλ τσαντίρι νιούζ καί νά γελᾶς. Τί θά βγεῖ μετά, ὅμως, αὐτό μέ νοιάζει ἐμένα. Καί ἐδῶ ὑπάρχουν τά παιδιά μου πού ἀκοῦν καί δέν ξέρω γιατί δέν κάνουν ἕνα ρεπορτάζ ἀνάμεσα στούς οἰκογενειάρχες, πού ἔχουν παιδιά. Νά ποῦνε, θέλετε τά παιδιά σας νά γίνουν ὁμοφυλόφιλοι; Τολμᾶνε νά τό κάνουν αὐτό τό ρεπορτάζ; Ποιός μπαμπάς θά πεῖ ναί;


Νά τολμήσουν, ἀφοῦ εἶναι, λοιπόν, τόσο τοῦ γκάλοπ, τοῦ ρεπορτάζ καί βγάζουν κάθε βδομάδα ἄν θά πρέπει νά εἶναι αὐτός πρωθυπουργός ἤ ὁ ἄλλος, νά τολμήσουν καί αὐτό νά τό κάνουν. Δέν εἶδα ποτέ νά τό κάνουν καί νά πᾶνε στούς οἰκογενειάρχες, πού ἔχουν παιδιά. Δέν θά πᾶνε, δηλαδή, στόν ἀλ τσαντίρι νιούζ νά τόν ρωτήσουν, αὐτό δέν ἔχει νόημα. Ἔχει σημασία. Τούς προκαλῶ δηλαδή. Δέν ἔχω κάτι ἄλλο νά κάνω, γιατί μιλᾶνε ἀόριστα καί τά σπασμένα, ποιός θά τά μαζεύει μετά; Δέν μᾶς πειράζει· θά τά μαζεύει ἡ Ἐκκλησία, γιά νά μαζέψει ὅλες αὐτές τίς διεστραμμένες καταστάσεις καί τίς ἀρρωστημένες προσωπικότητες. Οὔτε αὐτό θά μᾶς κουράσει. Μακάρι ἡ Ἐκκλησία νά γεμίζει ἀπό ἀνθρώπους, πού θέλουν θεραπεία, ἀλλά γιατί νά διαστρέψουν τά παιδιά μας μέχρι νά γιατρευτοῦν αὐτά. Ποιός ἔδωσε αὐτό τό δικαίωμα;


Ἐδῶ γίνεται τόση φασαρία, βγαίνει ὁ ἄλλος καί φωνάζει καί λέει, βρῆκα μούχλα μές στό ἀλεύρι καί κάνει ὁλόκληρη φασαρία κάθε βράδυ στήν τηλεόραση. Ἔ, χαλάλι του, ἐντάξει δέν εἶναι καί τίποτα αὐτό, βρῆκε μούχλα στό ἀλεύρι, ἐντάξει, λίγο μούχλα, ἐντάξει. Θά φτιάξει καί πενικιλίνη τό πολύ-πολύ, ἄν θέλω νά γελάσω. Γιά τό ἄλλο κανείς δέν φωνάζει. Εἶναι αὐτή σωστή κοινωνία; Πῶς λένε, ἄ, μούχλα στό ἀλεύρι, ἄ, ἡ ντομάτα, ξέρω ᾽γώ, ἦταν ἔτσι καί κατακρίνουν τούς καταστηματάρχες, θά κλείνουν τά σοῦπερ μάρκετ, καλά κάνει ὁ νόμος.


Γιά τό ἄλλο κανείς δέν μιλάει; Μούχλα, δηλαδή, στή ζωή τῶν παιδιῶν μου, πού δέν ξέρω πότε θά τό ξεπεράσουν καί μέ τί κόστος, ἄν θά ἀντέξουν νά ἀνασυνταχθοῦν γιά νά τό ξεπεράσουν τό θέμα καί πάει ἡ ἑνότητα τῆς κοινωνίας πιά. Πᾶνε τά πάντα, δηλαδή, πάει αὐτό τό ὁποῖο λέμε, ὁ Χριστός «ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν», πού εἶναι ἡ μόνη κατάσταση εἰρήνης· καί μετά λέμε κάτι φταίει στήν κοινωνία. Εἶναι δεδομένο. Ἄν δέν πᾶτε στή ρίζα... βλέπω ἐδῶ τρομερή ἐπικινδυνότητα, γι᾽ αὐτό κάνω αὐτή τήν ἀνάλυση τώρα. Βλέπω μιά τραγική ἐπικινδυνότητα, γιά τό μέλλον ὅλης τῆς Εὐρώπης καί ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ζοῦν αὐτό τό γεγονός.


Καί φυσικά νά φωνάξω καί νά πῶ κατ᾽ ἐπίφαση, παρενθετικά, ὅτι δέν ὑπάρχει καμιά θρησκεία στόν κόσμο, καμιά θρησκεία, δέν λέω μόνο ὁ Χριστιανισμός, πού νά δέχεται αὐτή τήν κατάσταση. Ἀκόμη καί οἱ ἄγριοι τῆς ζούγκλας, οἱ ἄγριοι, δηλαδή, πού ἔχουν στοιχειώδη ἔκφραση κοινωνικότητας, δέν εἶναι ἄγριοι οἱ ἄνθρωποι, ἔχουν ἔστω τό σπερματικό λόγο ἀλήθειας, αὐτό τό θεωροῦν μεγάλη διαστροφή, θεωρεῖται ἀπαράδεκτο. Ὑπάρχει μιά συνείδηση βλέπετε, ἕνας κρυμμένος κώδικας καί νόμος μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτά δέν τά μελέτησαν; Καί πῶς μᾶς τό περνᾶνε ἔτσι τό γεγονός τόσο αὐτονόητα πιά καί χαμογελᾶνε.


Ἔ, καί τολμοῦν νά ποῦν, καί μερικοί ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, ἐντάξει, ἡ διαστροφή παντοῦ μπαίνει καί ψεῦτες εἴμαστε οἱ Χριστιανοί πολλές φορές καί ἀνώμαλοι εἴμαστε. Αὐτό ἀλλάζει τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας, τή θεολογία Της, ἐπειδή μερικοί ἔκαναν μερικές διαστροφές, δηλαδή; Εἶναι ἐπιχείρημα αὐτό τό πράγμα; Ἐπειδή τό δικαστικό τό σῶμα εἶχε μερικούς, οἱ ὁποῖοι πούλησαν τή δικαιοσύνη, εἶναι φθαρμένο τό δικαστικό τό σῶμα; Αὐτό εἶναι τό ἐπιχείρημα; Οὔτε αὐτό μοῦ ἀρκεῖ, δηλαδή νά προβάλουν προσωπικότητες, δῆθεν κάποιων κληρικῶν, πού ἔχουν αὐτή τή διαστροφή. Τί νά τό κάνουμε;


«Ὁ Κύριος, λοιπόν, μᾶς ἐκθέτει τό ὅλο πράγμα σαφέστερον, διά τῆς ὑποσχέσεως πού δίνει σέ κάθε ἄνθρωπο ὅταν εἶπε, ἄν μέ ἀγαπᾶ κάποιος, τόν λόγον μου θά τηρήσει, καί ὁ πατέρας μου θά ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν θά ἔλθωμεν καί μονήν παρ᾽ αὐτῷ θά ποιήσωμεν». Ἐδῶ μᾶς θυμίζει τό στοιχεῖο τῆς ἑνότητας. Πῶς γίνεται πιά αὐτή ἡ ἑνότητα; Ἐπειδή ἀκριβῶς θέλουμε τό Χριστό καί τί λέει ὁ Χριστός. Εἶναι αὐτή πού σᾶς λέω συνέχεια ἡ θεραπευτική δομή τῆς στροφῆς τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου πρός τό Χριστό, ὅπου ἐπειδή σέ Αὐτόν ἀνοίγεσαι καί δέν ἔχεις ἁπλῶς τίς δικές σου ἰδέες γιά νά σώσεις τόν κόσμο, ἀνοίγεσαι σέ Αὐτόν καί ἔρχεται ἡ Ἁγία Τριάδα ὁλόκληρη καί ποιεῖ μονήν.


Παραμένει πάνω μας. Κάνει τόπο κατοικητηρίου ἐπάνω μας καί τότε αὐτός ὁ ἄνθρωπος, πού ἡ ζωή του γίνεται κατοικητήριο τῆς Ἁγίας Τριάδας καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μπορεῖ νά κάνει κάτι γιά τόν ἄνθρωπο. Δέν εἶναι, δηλαδή, κανένας λεβέντης, ὁ ὁποῖος θέλει νά ἀλλάξει τόν κόσμο, πού τόν ἀλλάζει μέ τίς δικές του ἀπόψεις· οὔτε κἄν μέ χριστιανικές ἀπόψεις, ἄν δέν τίς ζεῖ τίς ἀπόψεις. Δέν ἀρκοῦν οἱ ἰδέες οἱ χριστιανικές γιά νά σώσουν τόν κόσμο, πρέπει νά ὑπάρχουν οἱ φορεῖς αὐτῶν τῶν πραγμάτων, πού οἱ ἰδέες θά γίνουν πράξη.


«Καί μονήν παρ᾽ αὐτῷ ποιήσομεν». Εἶναι πολύ σπουδαῖο αὐτό πού εἶπε ὁ Μέγας Βασίλειος καί τότε μπορεῖ νά ἀλλάξει ὁ κόσμος, ὅπως τό ἔκαναν οἱ ἅγιοι. Οἱ ἅγιοι ἀκριβῶς τό δέχτηκαν αὐτό τό γεγονός, ἔκαναν τήν ταπείνωση καί ὅλα αὐτά πού λέει πρίν ἀπό λίγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μέσα ἀπό τά λόγια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί ἦρθε ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Τριάδα, «ἐγώ καί ὁ πατήρ» λέει «μονήν παρ᾽ αὐτῷ ποιήσομεν» καί κατοίκησε σέ αὐτούς. Καί ἐπειδή ἦταν ἄνθρωποι ἁγιοπνευματικοί πιά, ἄνθρωποι ἐκφραστές τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μποροῦσαν πιά νά κάνουν κάτι ὀντολογικά γιά τή ζωή τοῦ κόσμου. Νά ἀλλάξει ὁ κόσμος πέρα ἀπό λόγια, πέρα ἀπό ἀντιπαλότητες καί πέρα ἀπό κούφιες ἑνωτικές διαθέσεις.


Εἶναι σπουδαία αὐτή ἡ ἱστορία πιά. Ἄρα ἡ εὐθύνη ἡ δική μας εἶναι σέ τέτοιες καταστάσεις, πού θέλουν νά φέρουν κάτι νέο στόν κόσμο, νά χαρακτηρίσουν νέες ἑνότητες. Δέν ὑπάρχουν νέες ἑνότητες, εἶναι μιά ἑνότητα τριαδιολογική τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπεινώσεως πού περνάει πάνω στή ζωή μας, μέσα ἀπό τό γάμο, μέσα ἀπό τό μοναστήρι. Δέν ὑπάρχουν ἄλλες μορφές ἑνότητας. Νά τό καταλάβουν. Ἄν θέλουν νά φτιάξουν νέες μορφές ἑνότητας, δέν ὑπάρχουν, οὔτε θά βροῦν τίποτε ἄλλο.


Εἶναι ὁ γάμος ἤ τό μοναστήρι ἤ ὁ εὐλογημένος ἄνθρωπος πού ἀσκεῖται θεοπρεπῶς καί ἀγαπάει τόν κόσμο, πέρα ἀπό αὐτό ἄν ὑπάρχει ἕνας πού δέν μπόρεσε νά παντρευτεῖ ἤ δέν ἔγινε μοναχός στό μοναστήρι του. Ἄν εἶναι ἄνθρωπος πού ἀγαπάει πραγματικά καί ζεῖ μέσα στόν κόσμο, ἀγαπώντας -αὐτές οἱ ἔκτακτες περιπτώσεις- καί γίνεται μονή παρά τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου. Δέν ὑπάρχει ἄλλη μορφή ἑνότητας.


«Ὅπως, λοιπόν, κατοικοῦμε πλησίον Του διά τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν, ἔτσι βρίσκεται καί ἐν μέσῳ τῶν δύο ἤ τριῶν, ἄν ἑτοιμαστοῦμε κατά τό θέλημα Αὐτοῦ». Ἐδῶ πέρα ἐξαντλεῖ πιά τό ἐρώτημα ὁλόκληρο καί λέει ἔτσι εἶναι ὁ Χριστός ἀνάμεσά μας, ὅπου γίνεται ἡ ζωή μας μονή ὁλόκληρη τῆς Ἁγίας Τριάδας καί ὁ Χριστός εἶναι μόνιμα ἀνάμεσά μας καί ἡ προοπτική μας εἶναι τί θέλει ἀπό ἐμᾶς ὁ Χριστός. Δέν θέλουμε τίποτε ἄλλο ἐμεῖς, δέν ἔχουμε ἄλλα θέλω δικά μας. Ὅσες φορές ὁ κόσμος εἶχε δικά του θέλω ἔγινε καταστροφή. Ἀκόμη καί ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας ἄν εἶχαν δικά τους θέλω, χωρίς νά καταλάβουν τί εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καταστροφή ἔκαναν. Ἄν θέλω νά κάνω ἕνα καλό ἔργο καί ξεχνώντας ἄν αὐτό ἔτσι πρέπει νά γίνει, ἄν ἔτσι θά τό ἔκανε ὁ Χριστός, λάθος κάνουν. Ἀφορᾶ τούς πάντες αὐτό τό πράγμα.


Ἄρα χρειάζεται αὐτό πού ἔλεγα πάντοτε, αὐτή ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη, ὁ φωτισμός τοῦ νοός γιά νά ξέρουμε τί κάνουμε καί τότε γινόμαστε, μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ, εὐεργέται τῶν ἀνθρώπων· γιατί ἀνοίγουμε τό δρόμο τῆς ἑνότητας καί τῆς ἀναπαύσεως τοῦ κόσμου· αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία, ἑνότητα καί ἀνάπαυση. Ἐνῶ ἡ διαστροφή, οὔτε ἀναπαύει τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων ὅλων, οὔτε δημιουργεῖ ἑνότητα, γι᾽ αὐτό εἶναι διαστροφική.


Αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία ἡ μεγάλη. Ἐνῶ βλέπετε ἡ Ἐκκλησία, μπορεῖ νά ἔχει ἀντιπάλους, πού δέν Τή θέλουν, ἀλλά δέν Τή θέλουν γιά λόγους ἰδεολογικούς. Δέν εἶναι θέμα γιατί ἐκεῖ δέν ἀναπαύτηκαν. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι χῶρος ἀναπαύσεως. Ὅ,τι ὅμως δημιουργεῖ μιά διαστροφή, ὅπου ὁ κόσμος πολύς ἤ λίγος δέν ἀναπαύεται, ἐδῶ δέν εἶναι σωστός τόπος. Ἄλλο δέν θέλω καί ἄλλο δέν ἀναπαύομαι, προσέξτε ἡ λέξη τῶν Πατέρων, ἀναπαύομαι λέει. Ἄλλο δέν θέλω καί ἄλλο δοκίμασα καί δέν ἀναπαύομαι. Ὅποιος δοκιμάσει πραγματικά τήν Ἐκκλησία καί τήν ἔζησε τήν Ἐκκλησία σωστά, ἀναπαύεται πάντοτε κοντά στό Χριστό καί ἐκεῖ εἶναι τό κριτήριο.


Νά πάω σέ μιά παράλληλη ἀκριβῶς ἔκφραση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, στό ἐρώτημα τό ἑπόμενο, τό 226, πού λέει: «Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει· ὀνειδιζόμενοι, εὐλογοῦμεν· βλασφημούμενοι, παρακαλοῦμεν· πῶς ὀφείλει νά εὐλογεῖ ὁ ὀνειδιζόμενος ἤ τί νά παρακαλεῖ ὁ βλασφημούμενος;». Ἔ, τώρα σέ αὐτό τό ἐρώτημα τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού εἶναι πάρα πολύ καίριο, πού λέει, ὅλοι αὐτοί μπορεῖ νά βρίζουν τήν Ἐκκλησία, νά κοροϊδεύουν τήν Ἐκκλησία καί λέει, στό πρωτότυπο, ἐμεῖς «λοιδορούμενοι, εὐλογοῦμεν καί βλασφημούμενοι, παρακαλοῦμεν».


Ἀκοῦστε τήν ἰσορροπία: «Λοιδορούμενοι, εὐλογοῦμεν», μᾶς κοροϊδεύουν καί τούς εὐλογοῦμε. «Βλασφημούμενοι, παρακαλοῦμεν», μᾶς βλασφημοῦν καί ἐμεῖς προσευχόμαστε. Καί λέει ἐδῶ πέρα ὁ Μέγας Βασίλειος: «πῶς ὀφείλει νά εὐλογεῖ ὁ ὀνειδιζόμενος ἤ τί νά παρακαλεῖ ὁ βλασφημούμενος;». Ὑπάρχει τώρα αὐτή ἡ κατάσταση καί ὁ ἄλλος σοῦ λέει «εἶσαι γελοῖος, εἶσαι ἠλίθιος, εἶναι βλακεία αὐτά τά ὁποῖα κάνετε, εἶναι κουταμάρες αὐτά πού λέτε στόν κόσμο»· καί ἐδῶ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί νά εὐλογοῦμεν καί νά παρακαλοῦμεν.


Λέει ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπαντώντας -βλέπετε ἀρχίζει ἡ θεραπευτική καί αὐτοῦ ἀκόμα πού σέ βρίζει. Γι᾽ αὐτό σᾶς εἶπα πρίν ἀπό λίγο, δέν τούς λέω διεστραμμένους, λέω διαστροφή τήν πράξη τους. Γιά νά ἀρχίσω τήν ἱστορία αὐτή τό «ὀνειδιζόμενοι, εὐλογοῦμεν καί βλασφημούμενοι, παρακαλοῦμεν» καί αὐτό τό ὅτι δέν τόν λέω διεστραμμένο καί ἐλπίζω ὅτι θά μετανιώσει, εἶναι στό χῶρο τοῦ «εὐλογοῦμεν» καί τοῦ «παρακαλοῦμεν». Δέν θεωρῶ ὅτι ἔχει τελειώσει ἡ ζωή του δηλαδή καί εἶναι ὁριστικά ἕνας διαβολοποιημένος ἄνθρωπος· κι αὐτό μιά προσευχή εἶναι κι αὐτό μιά παράκληση εἶναι καί αὐτό εἶναι μιά ἀποδοχή τῆς δυνατότητάς του νά ἀλλάξει ὁλόκληρη ἡ ζωή του.


«Γενικῶς», λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, «νομίζω ὅτι ὁ Ἀπόστολος μᾶς διδάσκει ἐδῶ, ἀπό τή δική του ἐμπειρία, ὅτι πρέπει νά εἴμεθα ἀνεξίκακοι πρός ὅλους» προσέξτε πρός ὅλους «καί νά ἀμείβομε μέ ἀγαθά τούς πονηρευομένους, ὥστε αὐτό νά γίνεται ὄχι μόνο μέ τόν ὀνειδίζοντα, ἀλλά καί μέ κάθε πονηρευόμενον, μέ τό νά πληροῦμε τά τῆς Γραφῆς. Μή νικᾶσαι ὑπό τοῦ κακοῦ, ἀλλά νίκα διά τοῦ ἀγαθοῦ τό κακόν. Ἀλλά τό παρακαλῶ», λέει, «θέτει ἡ Γραφή ὄχι κατά τή συνήθη χρήση τῆς λέξεως, ἀλλά πρός ἐνίσχυσιν τῆς καρδίας, ὥστε νά βεβαιωθεῖ περί τῆς ἀληθείας.


Ὅπως εἰς τό παρακαλεῖτε τόν λαόν μου λέει ὁ Θεός καί ὁ ἀπόστολος δέ λέει, ἐπιποθῶ νά ἴδω ὑμᾶς γιά νά μεταδώσω σέ ὑμᾶς χάρισμα τι πνευματικόν πρός στήριξιν ὑμῶν. Τοῦτο δέ ἵνα συμπαρακληθῶμεν μεταξύ ἡμῶν διά τῆς κοινῆς πίστεως ὑμῶν καί ἐμοῦ. Καί ὁ Θεός παρεκάλεσεν, ὁ παρακαλῶν τούς ταπεινούς παρεκάλεσεν ἡμᾶς διά τῆς παρουσίας τοῦ Τίτου» λέει στό κείμενο τοῦ ἀποστόλου Παύλου.


Κάνει μιά πολύ σπουδαία ἐδῶ ἀνάλυση μέ αὐτές τίς δυό λέξεις. Τό πρῶτο εἶναι τό «εὐλογοῦμεν» καί μετά εἶναι τό «παρακαλοῦμεν». Βλέπετε τή δική μας ἀντίδραση ἤ ἀντίσταση, καταθέτουμε λόγο ἀληθείας γιά τά πράγματα, δέν λέμε ἔτσι εἶναι σωστά τά πράγματα πού γίνονται, ἀλλά ἡ πρακτική μας ἔκφραση σέ αὐτούς οἱ ὁποῖοι κάνουν αὐτή τή διαστροφή, τήν ὁποιαδήποτε διάδοση τέτοιων ἐννοιῶν δαιμονικῶν, μπαίνουμε στό «εὐλογοῦμεν» καί «παρακαλοῦμεν».


Προτάσσει τό «εὐλογοῦμεν» καί μετά πάει στό «παρακαλοῦμεν». Εἶναι αὐτό καί μιά μικρή κλίμακα μέ δυό σκαλοπάτια. Τό «εὐλογοῦμεν» ἐδῶ πέρα τό ἐξήγησα ὅτι ἐμεῖς δέν ἔχουμε κάτι μαζί μέ αὐτούς τούς ἀνθρώπους καί ἔτσι τούς φερόμαστε μέ καλό τρόπο, δηλαδή δέν τούς κάνουμε κάτι κακό, δέν ἐπιδιώκουμε τό κακό τους. Ἄλλο πού ἔχω αὐτή τή θέση τῶν πραγμάτων, γιατί εἶναι βιβλική θέση καί δέν εἶναι δική μου θέση κι ἄλλο τό ὅτι ἐγώ «εὐλογοῦμεν». Δέν παύω νά εὐλογῶ ὅλο τόν κόσμο.


Εὐλογία τί εἶναι; Μιά θεραπευτική κίνηση τῆς Ἐκκλησίας πρός τό λαό Της. Ὁ Θεός τή δίνει τήν εὐλογία. Εὖ-λόγος. Νά βρεῖ τήν αἰτία του, τήν καλή αἰτία του. Ἄρα ἡ Ἐκκλησία ὁποιονδήποτε βρεῖ ἐδῶ πέρα, νά δίνει μιά διαστροφή πού ἔχασε τήν αἰτία τῆς ζωῆς του, πρέπει νά τόν εὐ-λογήσει. Εὖ-λογῶ. Εὐλογῶ, τοῦ δίνω καλό λόγο, καλή αἰτία. Βλέπετε τήν ἱστορία αὐτή; Δέν παύω δηλαδή νά λέω, εὔχομαι νά βρεῖς τό σκοπό τῆς ζωῆς σου. Αὐτό σημαίνει εὐλογῶ. Ὄχι σέ εὐλογῶ παιδί μου, γιά νά γίνει κάτι καλό στή ζωή σου, νά κερδίσεις χρήματα.


Αὐτοί θέλουν νά εὐλογηθοῦν καί ἀπό τήν Ἐκκλησία, γι᾽ αὐτό τό λέω. Ζητοῦν καί ἡ Ἐκκλησία νά τούς εὐλογεῖ τώρα. Γιατί νά σέ εὐλογήσω; Ἐγώ σέ εὐλογῶ, ἀλλά μέ ἄλλο τρόπο. Ἐσύ θέλεις νά σέ εὐλογήσω γιά νά κάνεις νόμο τήν ἁμαρτία σου· κι ἐγώ θέλω νά σέ εὐλογήσω καί σέ εὐλογῶ πάντοτε, γιά νά βρεῖς σκοπό τῆς ζωῆς σου, γιατί ὁ σκοπός τῆς ζωῆς σου μέσα ἀπό τέτοιο πράγμα δέν θά βρεθεῖ. Βλέπετε εἶναι ἄλλη προοπτική. Δηλαδή ἀπαντῶ στήν ἀπαίτησή τους τώρα, πού λένε, ἤδη ἡ ἐκκλησία στήν τάδε χώρα εὐλογεῖ τό «γάμο» τῶν ὁμοφυλοφίλων. Τί εὐλογεῖ; Τούς δαιμονίζει τούς ἀνθρώπους, δέν τούς εὐλογεῖ. Σωστά πράγματα εἶναι αὐτά;


Τό εἶπαν, τό λένε συνέχεια, πότε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά γίνει τόσο προχωρημένη, νά εὐλογήσει τούς ὁμοφυλοφίλους. Εἶναι πιά ἔλλειμμα ἐγκεφάλου, δέν μπορῶ νά πῶ κάτι ἄλλο. Δέν θά μοῦ πεῖς ἐμένα τί θά κάνω, ναί ἐγώ σέ εὐλογῶ, δέν εὐλογῶ ὅμως τήν τραγωδία σου· εὐλογῶ τή θεραπεία σου καί εὐλογῶ νά βρεῖς τό δρόμο σου. Λένε ἡ Ἐκκλησία δέν μᾶς εὐλογεῖ, μᾶς θεωρεῖ καταραμένους ἐμᾶς, μᾶς ἀποκλείει· νά ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἀποκλεισμοῦ καί τῆς ἱερᾶς ἐξετάσεως. Μά τί λένε; Ὅ,τι τούς κατέβει στό κεφάλι θά λένε; Ναί σέ εὐλογῶ, γιά νά ἀλλάξει τό μυαλό σου καί νά θεραπευτεῖς δηλαδή, νά βρεῖς τόν τρόπο τῆς ζωῆς σου. Νά εὐλογήσω αὐτό τό ὁποῖο σκέπτεσαι; Σάν νά πεῖ τό παιδί σου, μαμά θέλω νά πάω νά κλέψω τσίχλες ἀπό τό περίπτερο, μέ εὐλογεῖς; Τί θά τοῦ πεῖς; Μπράβο παιδάκι μου, σέ εὐλογῶ. Καί θά πεῖ, τί μαμά εἶσαι ἐσύ πού δέν μέ εὐλογεῖς; Καταραμένο μέ θέλεις, ἔ;


Αὐτή τήν κουβέντα θέλουν καί ὁ λαός πού δέν ξέρει πολλά ἀπό τέτοια πράγματα -θά πρέπει νά ξέρει δυό πράγματα- τά ἀκούει ἔτσι καί λέει «δές ἡ Ἐκκλησία τώρα», «ἔ, ἄνθρωποι εἶναι καί αὐτοί, τί νά κάνουμε;», «ἕνα ἐλάττωμα, ἕνα κουσούρι ἔχουν». Γνωστή ἐκκλησιαστική λέξη. Γιά ἕνα κουσούρι τώρα, γιά ἕνα κουσούρι τώρα; Τί κουσούρι, καλέ; Κουσούρι εἶναι αὐτό; Μιλᾶμε γιά κουσούρι; Διαστροφή τῆς κοινωνίας ὁλόκληρης εἶναι. Εἶναι τόσο μικρό τό ἐλάττωμα; Εἶναι δυνατόν; «Μά ξέρεις εἶναι προσωπικά τά δεδομένα» λέει.


Εἶναι προσωπικό τό δεδομένο του, εἶναι μιά δική του ἰδιότητα. Θέλει νά εἶναι ὑπουργός, γραμματέας, καθηγητής πανεπιστημίου καί νά ἔχει καί αὐτό τό κουσούρι. Εἶναι ξέρω νόμος, αὐτός ὁ γνωστός, περί προσωπικῶν δικαιωμάτων. Εἶναι πολύ καλός σέ αὐτό τό ἐπάγγελμα. Ἄ, δέν ἔχω καμιά ἀντίρρηση, παρόλο πού ἔχω νά ἀντείπω καί ἐδῶ κάτι. Ὅτι ἐφόσον ἔχει αὐτό τό κουσούρι δηλαδή, καί εἶναι ἀπό τά προσωπικά δεδομένα πού δέν πρέπει νά παρουσιαστεῖ καί δέν πρέπει νά κολλήσει τό ἔργο του ὡς καθηγητοῦ στήν ἕδρα ἤ ὡς ὑπουργοῦ στό ὑπουργεῖο.


Ἕνα πράγμα εἶμαι ἐγώ σίγουρος, ξέροντας τή θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας μας: αὐτός ἔχει θολωμένο μυαλό, ἐφόσον ζεῖ μιά διαστροφή, ἐπειδή εἶναι αὐτό κάτι ἰδιωτικό του. Δέν τό λέει πουθενά, δέν τό δημοσιεύει, δέν τό διαφημίζει ὅπως οἱ ἄλλοι, πού εἶναι οἱ συνδικαλιστές τῆς ἱστορίας αὐτῆς. Καθόλου. Τό κρύβει γιά τόν ἑαυτό του. Δέν μπορεῖ νά εἶναι καλός ὑπουργός οὔτε μπορεῖ νά εἶναι καλός καθηγητής -κατά τά μέτρα τῆς ὁλότητας δηλαδή, τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ κοιτάγματος- γιατί δέν ἔχει καθαρό μυαλό. Δέν εἶναι τά πράγματα τόσο ἁπλά.


Φανταστεῖτε δηλαδή νά συζητούσαμε καί νά λέγαμε, ἕνας ἀρχιμανδρίτης ἔχει ἕνα κουσούρι τέτοιο, δέν τό λέει σέ κανένα, τό κρατάει γιά τόν ἑαυτό του· ἔχει τό προσωπικό δικαίωμα νά τό κάνει. Διαστροφή θά ἦταν αὐτό. Κάπου ἀκούστηκε κάτι τέτοιο, κάτι τέτοιο ἀκούστηκε, μέ μιά μικρή ἐγκύκλιο, δέν θέλω νά πῶ πολλά πράγματα. Κάτι, κάτι ἀκούστηκε. Τί θά γίνει δηλαδή; Θά ἔχουν κουσούρια καί αὐτοί; Ἀκόμα πιό βαθύ, ἐάν εἶναι ἐκκλησιαστικό δηλαδή. Εἶναι δυνατό; Ὁ ὑπουργός δέν ἔχει τέτοια δογματική, λέει ἐγώ θά εἶμαι ὑπουργός, θά εἶμαι ἕνας τέτοιος, θά κάνω καλά τό ἔργο μου, θά εἶμαι ὑπουργός τάδε καί τά λοιπά.


Δέν γίνεται, δέν ἔχει σταθερό μυαλό. Πόσῳ μᾶλλον νά πεῖ ἡ Ἐκκλησία ἔχω μερικούς ἀρχιμανδρίτες πού ἔχουν κουσούρια τέτοια. Εἶναι προσωπική τους ἐρωτική ζωή, δέν μπορῶ νά τούς πῶ τίποτα. Εἶναι ἀξιόλογοι, εἶναι πολύ καλοί ἱεροκήρυκες, κάνουν πολύ καλό φιλανθρωπικό ἔργο. Μά τί τρέλα εἶναι αὐτή; Εἶναι ἀνόητο τό Πηδάλιο, δηλαδή; -τό ὁποῖο λέει «αὐτός ὁ ὁποῖος ἀνακαλύπτεται νά ἔχει ἕνα τέτοιο πράγμα, καθαιρεῖται γιά τό καλό τοῦ λαοῦ καί γιά τό καλό τῆς ψυχῆς του».


Ἡ Ἐκκλησία δέν τιμωρεῖ, τό ξέρετε, ἀπό τό Πηδάλιο αὐτό λέμε. Θέλει νά θεραπεύσει καί τόν ἁμαρτάνοντα καί τόν περίγυρό του, δηλαδή. Δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα κουσούρι πού εἶναι προσωπικό του. Στήν Ἐκκλησία δέν ἔχουμε «εἶναι προσωπικό δεδομένο, ἀφῆστε με νά τό ἔχω· νά ἔχω ἕνα προσωπικό ἐρωτικό βίτσιο καί νά εἶμαι ἕνας πολύ καλός ἱεροκήρυκας». Νά σᾶς λείψει ὁ ἱεροκήρυκας ἀπό τήν ἐνορία σας; Νά σᾶς λείψει αὐτός πού τρέφει τόσους φτωχούς; Νά σᾶς λείψει αὐτός πού εἶναι τόσο καλός σέ τόσα-τόσα καλά;


Μά πῶς θά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος; Ἄς μήν ἀκούσουν ὁλόκληρες γειτονιές κήρυγμα· καί νά μή φᾶνε οἱ πεινασμένοι φαγητό, ἄν αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν πρόκειται νά σωθεῖ. Ἔτσι μετρᾶμε; Μέ ἀριθμητικά μέσα; Αὐτό, κάτι πῆγε νά γίνει γύρω ἀπό αὐτή τήν ἱστορία. Καί σηκώθηκε ἕνας ἄλλος ἱεράρχης καί εἶπε: «τί τρέλες λέτε τώρα ἐκεῖ πέρα; Τί θά πεῖτε ἐκεῖ πέρα;». Μιά ἱστορία γιά δραματικές καταστάσεις εἶναι αὐτή, ἀλλά δέν μποροῦμε νά δεχόμαστε αὐτά, τουλάχιστον μέσα στό χῶρο τῆς δικῆς μας ζωῆς καί τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ὑπάρχουν ἐδῶ πέρα προσωπικά δεδομένα. Τό Πηδάλιο εἶναι σαφές, εἶναι θεραπευτικό. Ἐγώ δέν θέλω νά τιμωρηθεῖ κανείς, ἀλλά θέλω νά χρησιμοποιηθεῖ τό Πηδάλιο, γιά θεραπεία τοῦ ἁμαρτάνοντος καί τοῦ λαοῦ· αὐτό μήν τό ξεχνᾶμε. Ὅταν ὅλα αὐτά τά ξεχάσουμε, καταλήγουμε πιά σέ τέτοιες κοσμικές καταστάσεις.


Καί βλέπετε ἦταν τό πρῶτο αὐτό τό στοιχεῖο τό «εὐλογοῦμεν», πού δέν μποροῦμε νά εὐλογήσουμε κανέναν τέτοιο «γάμο» διαστροφικό καί μετά πᾶμε στό ἄλλο τό στοιχεῖο, αὐτό τό στοιχεῖο τό «παρακαλοῦμεν», πού τόσο ὡραῖα τό ἀναλύει ἐδῶ πέρα ὁ ἀπόστολος Παῦλος· πού εἶναι θέμα καρδιᾶς λέει τό «παρακαλοῦμεν», πρός ἐνίσχυσιν καρδίας, ὥστε νά βεβαιωθεῖ περί τῆς ἀληθείας. «Παρακαλεῖτε τόν λαόν μου» λέει ὁ Θεός. Βλέπετε; Νά στερεωθεῖ ὁ λαός στήν καρδιά του, νά ἔχει «παρακαλοῦμεν», νά στερεωθοῦν, νά ἔχουν παράκληση. Παράκλητος εἶναι τό Ἅγιο τό Πνεῦμα.


Γι᾽ αὐτό ἐμεῖς τήν ὥρα πού μᾶς διώκουν, τήν ὥρα πού μᾶς ὀνειδίζουν, ἐμεῖς παρακαλοῦμεν. Βλασφημούμενοι, παρακαλοῦμεν. Μᾶς βλασφημεῖ καί ἐμεῖς τί παρακαλοῦμεν; Δέν παρακαλοῦμε, σέ παρακαλῶ μήν βλασφημεῖς, δέν λέμε τέτοιο πράγμα. Ἐμεῖς παρακαλοῦμε νά ἔρθει ὁ Παράκλητος πάνω του κι ὅπως ἔρθει ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νά φωτίσει τόν ἄνθρωπο καί νά ἀλλάξει ζωή· γι᾽ αὐτό ἐμεῖς βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν.


Καί εὐλογοῦμε, λοιπόν, ὄχι τό «γάμο» του καί εὐλογοῦμε τόν ἄνθρωπο νά βρεῖ τό σκοπό τῆς ζωῆς του καί βλασφημούμενοι, πού γελᾶνε μαζί μας γιά τίς ντεμοντέ ἀντιλήψεις πού ἔχουμε -ἔτσι μοῦ εἶπαν κάποιοι «ἔχετε πολύ καθυστερημένες ἰδέες, πάτερ, ἀνήκετε στόν τρίτο αἰώνα». Λέω «κι ἄν ἦταν στόν τέταρτο πείραζε; Θά ἤμουν μέ τόν ἅγιο Χρυσόστομο. Καλά θά ἤμουν καί τότε». Καί μοῦ λέει: «μή μᾶς φέρνεις πιό κοντά στό σήμερα». Μά τί λέτε, καλέ; Τέτοιες τρέλες ἀκούω κάθε μέρα, τέτοιες τρέλες ἀκούω.


Καί πῶς περνᾶνε οἱ τρέλες; Μερικά πράγματα θεωροῦνται πιά αὐτονόητα καί ἐμεῖς πού λέμε κάτι ἄλλο μᾶς θεωροῦν ντεμοντέ. Δέν μέ πειράζει νά εἶμαι ντεμοντέ, δέν μέ θίγει καί τό χαίρομαι πάρα πολύ. Ἐξάλλου τά ροῦχα πού βλέπετε εἶναι ντεμοντέ, φοράω τά ράσα τῆς παλιᾶς ἐποχῆς, δέν μέ πειράζει. Εἶμαι δηλωμένος ντεμοντέ. Σύμφωνοι; Ἀλλά ζῶ στή σημερινή ἐποχή καί πρέπει αὐτό πού λένε ἐκεῖνοι εἶναι ντεμοντέ, νά τό κάνω σήμερα βαθιά θεραπευτικό. Καί ἄν ἡ θεραπευτική μου εἶναι πολύ σύγχρονη γιά τίς δεκάδες ψυχασθένειες καί τά γεμάτα ψυχιατρεῖα, νά ρωτήσω: γιατί εἶμαι ντεμοντέ ἐγώ;


Ἄν ἔχω θεραπευτικές προτάσεις γιά ὅλους αὐτούς, πού εἶναι μαζεμένοι γύρω στό χῶρο μου, μέ τά χαπάκια καί τό χῶρο τῆς θεραπείας τῆς ψυχασθένειας, νά ρωτήσω, γιατί εἶμαι ἐγώ ντεμοντέ; Ἐπειδή βλέπουν τά ροῦχα μου καί βλέπουν τίς εἰκόνες μου τῆς Ἐκκλησίας μου; Ἐπειδή φέρω μιά βαθιά παράδοση πάνω στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μου; Αὐτό πού κάνουμε σάν πράξη ζωῆς νά ρωτήσουν. Ἄν ἡ Ἐκκλησία δέν ἔκανε τίποτε καί στεκόταν νά συντηρεῖ καί νά διατηρεῖ παραδόσεις, θά εἶχαν δίκαιο ὅτι εἴμαστε ντεμοντέ.


Ζοῦμε μέ τρόπους παλιούς, φορᾶμε παλιά ροῦχα, φορᾶμε τά ἄμφια, μιά παράδοση, τή Λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου καί τά λοιπά, αὐτά πού γράφτηκαν πρίν ἀπό δέκα καί δεκαπέντε αἰῶνες, θά ἤμασταν ντεμοντέ. Ὅλα αὐτά τί εἶναι ὅμως; Αὐτό εἶναι ἕνα ἐξωτερικό περίβλημα, μέσα στό ὁποῖο λειτουργεῖται μιά ζωντανή θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐάν αὐτό τό ξεχάσουμε, εἴμαστε ντεμοντέ πραγματικά καί ἐκεῖ αὐτοαναιρούμεθα ἐμεῖς. Μιλᾶμε ἁπλῶς λόγια κουφά, δέν δίνουμε ἀπαντήσεις στό λαό μας, δέν θεραπεύουμε τό λαό μας καί τότε εἴμαστε ντεμοντέ καί δέν ἔχουμε λόγο γιά τά πράγματα.


Καί ὅλα αὐτά σᾶς τά λέω γιατί τά ζῶ αὐτές τίς μέρες· «εἶστε ντεμοντέ», «δέν καταλάβατε τίς νέες ἀντιλήψεις», ὅτι σήμερα μιά νέα ἀντίληψη εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά εἶναι καί ὁμοφυλόφιλοι. Λέω «καί ὁ Θεός ἀφοῦ τό ἤξερε γιατί ἔκανε τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα καί δέν ἔκανε δυό ἄνδρες νά εἶναι ὁμοφυλόφιλοι, γιατί δέν τό ἔκανε αὐτό;». «Ἔ, μή μοῦ λές τώρα πώς τούς ἔφτιαξε ὁ Θεός» λέει. «Ὑπάρχει καί ἡ νέα ἀντίληψη» μοῦ λέει. «Δέν ὑπῆρχε Ἀδάμ καί Εὔα, ἦταν σύμβολα».


Ὡραῖα, δηλαδή τά φαντάσματα ἔκαναν τόν Κάιν, τόν Ἄβελ, τίς οἰκογένειες καί τά λοιπά· τά λένε καί θεολόγοι τώρα. Μιά τρέλα ἀπίθανη! Ἀπό ποῦ νά πιάσεις; Ἀπό παντοῦ μπάζει τό πλοῖο δηλαδή! Καί πρέπει νά μαζεύεις τά νερά, ἀλλά τί νά κάνουμε; Τουλάχιστον νά εἴμαστε ντεμοντέ καί νά θεραπεύουμε μέ σύγχρονες μεθοδολογίες, πού δέν τίς ἔχουν ὅλοι οἱ σύγχρονοι θεραπευτές, πού ἀφήνουν τούς ἀνθρώπους γεμάτους μέ χαπάκια νά σέρνονται μεταξύ ψυχιατρείου καί μεταξύ ὕπνου καί ὑπνηλίας. Τίποτα ἄλλο.


Ἄν ἔχουν ἀπαντήσεις νά μοῦ τό ποῦνε. Ἔτσι, λοιπόν, δέχομαι τόν ὅρο ντεμοντέ καί ὅλα τά σχετικά, τά δέχομαι. Κατά τά ἄλλα ἐπιτρέψτε μου νά φορῶ παπούτσια Clarks καί νά μήν εἶμαι ντεμοντέ, γιά νά πῶ δέν εἶμαι ντεμοντέ. Δέν εἶναι ἔτσι; Κάτι εἶναι κι αὐτό, κάτι, μέ διασώζει καί αὐτό, ἔτσι; Τό ρολόι μου εἶναι Swatch, προσέξτε, μήν τό ξεχνᾶτε αὐτό. Δέν εἶμαι ντεμοντέ ἀπό αὐτό καί μόνο. Δέν μέ σώζει αὐτό, ἀλλά ὁ τρόπος τῆς Ἐκκλησίας πού θεραπεύει τό λαό της· εἶναι τό πιό σύγχρονο καί τό πιό ἐπίκαιρο.


Ἔτσι, λοιπόν, ἐμεῖς «βλασφημούμενοι, παρακαλοῦμεν».
Καί πρίν νά ὁλοκληρώσω τή σημερινή μας ἀνάλυση, νά πῶ κάτι πού ἀφορᾶ ὅλη αὐτή τήν ἱστορία. Γιατί λέει, τό ἀκούσαμε αὐτές τίς ἡμέρες «καλά, τό πολύ-πολύ, ἄν ἔχουν κάποιο πρόβλημα αὐτοί, νά τό ρωτήσουν σέ κάποιον εἰδικό. Ἐσύ λές ὅτι αὐτοί εἶναι προβληματικοί, ἐπειδή ζοῦν μιά διαστροφή. Βεβαίως, ἄν εἶναι ἔτσι, ἄν εἶναι ἔτσι ὅπως τό λές -ἄς ἀκούσουμε καί κάτι ἀπό αὐτό πού λές- ἔ, τότε νά πᾶνε σέ κάποιον εἰδικό καί νά ποῦν αὐτό τό ὁποῖο ἔχουν νά ποῦν. Νά δοῦμε θά τούς πεῖ εἶναι ἔτσι ἤ ὄχι;». Καί ἔρχεται ἐδῶ πέρα ὁ Ὅρος 229, τό ἐρώτημα 229 τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.


Τό ἐρώτημα εἶναι ὡς ἑξῆς: «Εἰ χρή τάς ἀπηγορευμένας πράξεις ἀνεπαισχυντότερον ἐξαγορεύειν πᾶσιν, ἤ τισί, καί ποίοις τούτοις», εἶναι αὐτές πού εἶναι οἱ πράξεις οἱ ἀπαγορευμένες καί ἀναίσχυντες· νά μπορεῖς νά τίς ἐξαγορεύεις, νά τίς λές. Ἀγορεύω, ἐξ-ἀγορεύω. Ἀγορεύω, λέω ἐξ, ἐκτός, τό βγάζω ἔξω μου, αὐτό σημαίνει ἐξαγορεύω. «Πᾶσιν, ἤ τισί, καί ποίοις τούτοις». Ἄν αὐτό πού ἔχεις μέσα σου καί σοῦ λέει κάποιος εἶναι πάθος καί λές δέν εἶναι πάθος καί λέει, ἄντε, ἄς δεχθῶ τήν κουβέντα σου. Νά πᾶνε νά τό ποῦν σέ ἕναν εἰδικό, λέει. Ἐσύ τί λές, νά τό πεῖ σέ ἕναν εἰδικό; Θά τοῦ πῶ, ὄχι.


Γιατί ποιός εἶναι εἰδικός, δηλαδή; Ἐγώ ἀκολουθῶ τό Μέγα Βασίλειο· λέει ὁ μόνος εἰδικός εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος «ἐξαγόρευσις τῶν ἁμαρτημάτων γίνεσθαι ὀφείλει ἐπί τῶν δυναμένων θεραπεύειν, κατά τό γεγραμμένον· ὑμεῖς οἱ δυνατοί, τά ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν· τουτέστι, αἴρετε διά τῆς ἐπιμελείας»· θά τό λές αὐτό, θά τό ἐξαγορεύεις, ὅπου ὑπάρχει χῶρος, δυνατότητα θεραπείας. Ὄχι νά τό κουβεντιάσεις, νά πεῖς εἶμαι ἔτσι καί αὐτοί οἱ παπάδες μοῦ λένε ὅτι ζῶ μιά διαστροφή, ἔτσι εἶναι; Τί θά σοῦ πεῖ ὁ ἄλλος; Καί νά σοῦ πεῖ εἶναι κακό πράγμα, πάλι δέν κάνει τίποτα. Μπορεῖ νά θεραπεύσει; Ἐδῶ εἶναι τό ἐρώτημα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.


Αὐτά μποροῦν νά ἀναλυθοῦν μόνο ἀπό τό χῶρο τῆς θεραπευτικῆς καί ὁ μόνος χῶρος πού ἔχει θεραπευτική εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ὁ μόνος χῶρος. Γιατί καί ἄλλοι ἄνθρωποι, ἄς τό πῶ ἔτσι, ἀνθρώπινα, λογικά σκεπτόμενοι, λένε: «τί πράγματα εἶναι αὐτά πού μᾶς περνᾶνε τώρα;». Κριτική κάνουν· ἔχουν ἐργαλεῖα θεραπείας; Αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία. Νά φανταστεῖτε ὅτι ἕνας χῶρος ἰατρικῆς λέει, τί τρέλες εἶναι αὐτές; Ἔχουν τρόπο θεραπείας;


Ἐφόσον τό θέμα, προσέξτε, δέν εἶναι σωματικό. Δέν εἶναι σωματικό, δέν εἶναι ὅπως λένε: «ἐμεῖς τό εἴχαμε ἔτσι προκαθορισμένο, εἶναι γενετικός κώδικας», δέν εἶναι αὐτή ἡ ἱστορία. Εἶναι ἐπίκτητο ψυχικό. Πῶς θά τό θεραπεύσουν; Βλέπετε; Οὔτε αὐτοί πού πραγματικά κάνουν μιά κριτική, δέν μποροῦν νά θεραπεύσουν.


Ὁ Μέγας Βασίλειος εἶναι καθαρός ἐδῶ καί λέει: «αὐτό μπορεῖ νά ἀναφερθεῖ μόνο στό χῶρο πού μπορεῖ νά γίνει θεραπεία»· καί ἡ θεραπεία ὑπάρχει· καί ἡ θεραπεία γίνεται· καί ἡ θεραπεία εἶναι ὑπαρκτή· καί εἶναι ἐφαρμοσμένη καί ἐφαρμόσιμη. Ὅποιος ἐφαρμόσει ἀκριβῶς τή θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας μας θεραπεύεται· καί μόνο ἄν ξεκινήσει ἀπό τή ρίζα, γιατί εἶναι ἔτσι αὐτός ὁ ἄνθρωπος. Ἀλίμονο ἄν ξεκινήσεις καί πεῖς, εἶναι γενετικός προκαθορισμός, ἔχασες τά πάντα, εἶναι μιά ἱστορία τελειωμένη. Ἀφοῦ εἶναι γενετικός προκαθορισμός, εἶναι προκαθορισμένη ἡ ἁμαρτία του, τόν προκαθόρισε ὁ Θεός. Εἶναι λάθος, εἶναι αἵρεση. Εἶναι μιά ἐπίκτητη κατάσταση διαστροφῆς, ἡ ὁποία θεραπεύεται. Καί θά ξεκινήσεις ἀπό τά κέντρα. Ἐφόσον εἶναι βίτσιο σωματικῆς ἐπιθυμίας, θά ξεκινήσεις ἀπό τό τί εἶναι βίτσιο καί θά ξεκινήσεις ἀπό τά περιφερειακά τά βίτσια τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ καί θά πᾶς στό κέντρο.


Ἡ Ἐκκλησία ἔχει θεραπευτική. Ἀρκεῖ νά ἔχει τή σοφία τῆς παραδόσεώς Της καί νά χρησιμοποιήσει τά ὄργανα τῆς θεραπείας. Μή μοῦ λένε ἐμένα, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία μόνο λόγια λέει. Ἔχει θεραπευτική ἡ Ἐκκλησία. Φυσικά θά τό ἐξομολογηθεῖ, ἀλλά πρέπει νά γίνει καί θεραπευτική πάνω στόν ἄνθρωπο αὐτό. Ὑπάρχει τρόπος καί εἶναι ὁ μόνος τρόπος αὐτός πού λέει ἐδῶ ὁ Μέγας Βασίλειος.


Ἄρα δέν εἶναι θέμα κουβέντας, νά τό κάνεις μιά κουβέντα, νά κάνεις μιά ψυχανάλυση, νά σοῦ βρεῖ ὁ ψυχαναλυτής, γιατί κατέληξες ἐκεῖ· κι ἄν ἀκόμα ὁ ψυχαναλυτής δέχεται ὅτι εἶναι ἐπίκτητο θά ἀρχίσει τίς ἀναλύσεις τώρα, γιατί καί τά λοιπά. Εἶδε μιά πράξη κάποτε, κάποιος τόν πείραξε κάποτε, θά κάνει μιά ἀναδρομή γιά χρόνια, θά κάνει ἀναλύσεις ἐκεῖ πέρα καί τό βρῆκε· καί βρῆκε, παιδάκι μου [ὅτι] κατέληξε ἐκεῖ γιατί συνέβη κάτι στήν ἡλικία πού ἦταν ἑφτά, ὀχτώ, ἐννιά, δέκα χρονῶν. Ἔτσι λέει, ὁ πρόεδρος τῶν ὁμοφυλοφίλων, ὅτι: «κάποιος, κάποτε, μέ πείραξε καί ἐκεῖ κατέληξα». Ὁ ἴδιος δηλαδή ὁμολογεῖ ὅτι εἶναι ἐπίκτητο καί οἱ περισσότεροι αὐτό λένε. Τό ὁμολόγησε αὐτό τό πράγμα. Ὁ ψυχαναλυτής, μπορεῖ νά θεραπεύσει;


Ἀλλά ἡ ἱστορία εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει λόγο καί ὑπάρχει θεραπευτική, ἀρκεῖ νά ξεκινήσει ἀπό: ποῦ εἶναι ἡ ἐπιθυμία καί τό βίτσιο. Ἐκεῖ εἶναι ἡ μεγάλη δουλειά πού κάνει ἡ Ἐκκλησία μας, ἀκριβῶς στήν κάθαρση ἀπό τά πάθη καί ἐκεῖ θά στραφοῦμε, πού εἶναι μιά ἱστορία πολύ παλιά τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἔχει συνεχιζόμενο κάλλος· γι᾽ αὐτό δέν ἀκούω καμία κουβέντα σέ αὐτά τά θέματα, δηλαδή εἶμαι ἀπόλυτος, τόσο πολύ, ἐπιτρέψτε μου, νά εἶμαι ἀπόλυτος.


Ἀφοῦ βλέπεις ἡ Ἐκκλησία ἔχει λόγο καί ἔχει θεραπεία· ἀρκεῖ νά τό ξέρουμε ὅτι ἔχουμε λόγο. Οὔτε νά λέμε «ἔτσι εἶναι οἱ ἄνθρωποι, τί νά κάνουμε, σήμερα ἐκεῖ καταλήξανε, ἄ, τούς ἄθλιους» καί τά λοιπά. Δέν εἶπα οἱ ἄθλιοι, δέν τούς εἶπα διεστραμμένους. Εἶπα διαστροφή μόνο, προσέξτε, γιατί περιμένω τόν ἄνθρωπο πού εἶναι ἀσθενής νά τόν θεραπεύσουμε. Δέν μπορῶ νά τόν κυνηγάω, νά τόν δέρνω· καί αὐτός πού δέν μετανιώνει, εἶναι μιά προοπτική μετανοίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀνοιχτή σέ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, δέν τόν διώχνει. Δέν μπορεῖ νά τόν παντρέψει ὅμως· καί δέν μπορεῖ νά δεχθεῖ ὅτι αὐτός μπορεῖ νά μετέχει στήν Ἐκκλησία, νά μεταλαμβάνει, ἀφοῦ δέν δέχεται Χριστό. Ἀφοῦ δέν θέλει νά θεραπευτεῖ, πῶς θά πάρει Χριστό, πού εἶναι ἀκριβῶς ὁ δρόμος τῆς θεραπείας· φάρμακο ἀθανασίας εἶναι ἡ θεία Κοινωνία.


Κάπως ἔτσι θέλω νά ὁρίσω αὐτήν τήν ἐπικαιρότητα, ἀξιοποιώντας ὅπως κάνουμε πάντοτε τήν ἀκραία ἐπικαιρότητα καί τοῦ Πηδαλίου, ἀλλά καί τῶν Ὅρων κατ᾽ ἐπιτομήν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί φυσικά νά σᾶς θυμίσω, γιατί μερικοί λένε: «ποῦ τό λέει ἡ Ἁγία Γραφή;». Ἕνα σωρό φράσεις ἔχει ἡ Ἁγία Γραφή γιά τήν ἀρσενοκοιτία ἤ γιά τή μορφή τῆς ὁμοφυλοφιλίας· καί μάλιστα τό τελευταῖο κεφάλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως ἔτσι τελειώνει, ἔξω οἱ μοιχοί, οἱ πόρνοι καί οἱ ἀρσενοκοῖτες.


Τό ὁρίζει σάν καίριο σημεῖο διαστροφῆς, μή θεραπευτικῆς, δηλαδή, κοινωνικῆς ἐκφράσεως. Ἕνας ὁ ὁποῖος κλείνεται στόν ἑαυτό του, σέ ἕνα βίτσιο του, δέν μπορεῖ πιά νά ἀγαπήσει, νά ἀφεθεῖ μές στήν κοινωνία, νά καταλάβει τόν ἄλλο καί διαστρέφεται ὅλη ἡ κοινωνία. Δέν εἶναι δικό μου πιά τό βίτσιο, ἀλλάζει μιά ὁλόκληρη ψυχολογία τῆς κοινωνίας. Δέν τό καταλαβαίνετε αὐτό; Δηλαδή, μιά αὔξηση αὐτοῦ τοῦ πάθους, θά φέρει ἀνθρώπους τελείως ἰδιοτελεῖς, πού κινοῦνται μόνο μέ σαρκικές ἐπιθυμίες καί θέλουν νά χρησιμοποιοῦν τούς ἄλλους.


Τό ἴδιο πράγμα ὑπάρχει καί στήν ἐλεύθερη σεξουαλικότητα, εἶναι ἴδιο τό μοντέλο, ἴδιο τό μοντέλο εἶναι. Τό ἄλλο ἤδη τό δέχθηκαν οἱ περισσότεροι -γιατί συμβαίνει, ἐντάξει, ἔχει καί δυό γυναῖκες καί τρεῖς, καί τί νά κάνουμε; Φτάνουμε τώρα σέ πιό προχωρημένη κατάσταση, ὅπου τά παιδιά μας διαστρέφονται καίρια καί προβάλλεται συνέχεια αὐτό τό φαινόμενο, σάν μοντέρνο καί νέο φαινόμενο -καί εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἔτσι, δέν ἔχουν τίποτε, εἶναι ὑγιεῖς ἄνθρωποι, μπορεῖ νά εἶναι καί καθηγητές καί τά λοιπά. Ἐγώ θά φοβόμουν τό παιδί μου, ἄν εἶχα παιδί, νά τό ἔδινα σέ ἕναν δάσκαλο πού εἶναι ὁμοφυλόφιλος, κι ἄς ἦταν τέλειος δάσκαλος, γιατί θά ἤξερα ὅτι ἔχει θολωμένο μυαλό· τίποτε ἄλλο.


Δέν εἶναι τά πράγματα τόσο ἁπλά καί αὐτό νά τό σκεφτοῦν πάρα πολλοί ἄνθρωποι καί νά ὑπάρξουν καί ἄλλες φωνές.
floga.gr